Τα κινήματα πρέπει να κατευθύνουν ξανά τους αγώνες τους μπροστά στον πολιτικό στόχο
μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής σύνθεσης. Του Σήφη Φανουράκη

Στην τελευταία επικοινωνία που είχαμε (Δρόμος, 20/10/2012) είχα υποστηρίξει ότι «…η προσπάθεια χειραφέτησης του ΣΥΡΙΖΑ μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται να επινοήσουμε νέες μορφές δημοκρατίας που θα υπερβαίνουν την αντιπροσώπευση: Με την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος και την ένταση της ταξικής πάλης».
Βέβαια, η «μετάβαση» θα πρέπει να γίνει από ένα ριζοσπαστικό εξεγερτικό αίτημα, πολιτικής χειραφέτησης μέσα από τις δομές της αντι-εξουσίας των εργαζομένων και ένα σχέδιο αναγνώρισης της δύναμης των «κινημάτων». Είναι, δε, επιτακτικό το ερώτημα: πώς μπορεί να γίνει η μετάβαση από το κόμμα της πολιτικής δημοκρατίας στο κόμμα της πλουραλιστικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας των πολλών (του πλήθους), της κοινωνικής ηγεμονίας;
Ιστορικά, τα κινήματα έχουν εκφραστεί, κυρίως, σε τρεις «τόπους» πολιτικής πρακτικής: στα εργοστάσια, τα πανεπιστήμια και τα κοινωνικά κέντρα.
Στα εργοστάσια έχουν συχνά αποτύχει από συμμαχίες, τις οποίες έκαναν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πολύ σπάνια είχαν και έχουν την ιδεολογία της παραγωγικότητας, την οποία θεωρούσαν εχθρό που πρέπει να αντιμάχονται μέσα στα εργοστάσια. Από την άλλη, τα συνδικάτα εξακολουθούν σε πολλές περιπτώσεις να θεωρούν την εργασία ως «κοινό καλό», το οποίο δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το «σωστό μέτρο» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Τα κινήματα στα πανεπιστήμια ποτέ δεν έχουν καταφέρει πραγματικά να ενσαρκώσουν, να πραγματώσουν και να οργανώσουν μια πραγματική απαίτηση για ελευθερία της γνώσης, ακόμα και όταν παλεύουν ενάντια στην αρχή της «αξίας». Σπάνια δημιούργησαν μια αντίσταση γύρω από τα θέματα της μελέτης, της διαμόρφωσης, του τίτλου σπουδών σαν προγράμματα πολιτικής οικοδόμησης του κοινού. Πολύ συχνά έχουν προσκολληθεί στην υπεράσπιση της ελεύθερης δημόσιας Παιδείας, αδυνατώντας να προστατέψουν τα πανεπιστήμια από τη διάλυση, τα οποία έχουν μετατραπεί σε κύρια εργαλεία επαγγελματικής παραγωγής και μαθησιακής εντατικοποίησης.
Όσον αφορά τα κοινωνικά κέντρα, ήταν σημαντικά, αλλά έχουν συχνά απολέσει κάθε πολιτική προοπτική που να είναι άσχετη με τη δική τους επιβίωση και αναπαραγωγή. Τα κοινωνικά κέντρα ήταν κυρίως τόποι, εργαλεία, προϊόντα μιας εποχής αντίστασης η οποία συνέχισε επιτυχώς, παρά την ήττα τη δεκαετία του ’70, χρησιμοποιώντας άλλα εργαλεία, αλλά έχουν συχνά αυτοκαταργηθεί – και ο μόνος εμφανής ορίζοντας είναι η θέλησή τους να «αναβιώσουν» με κάθε δυνατό τρόπο.
Έτσι, λοιπόν, έχουμε αυτούς τους τρεις «ιστορικούς» τόπους της κοινωνικής αυτονομίας που έχουν επιτρέψει την αντίσταση και οργάνωση, τις πρακτικές πειραματισμού και τους τρόπους δράσης. Τρεις τόποι που ακριβώς επειδή είναι «ιστορικοί», φαίνονται όλο και πιο πολύ ανεπαρκείς σήμερα. Τρεις τόποι που τόσο συχνά μοιάζουν, σαν ταριχευμένη κληρονομιά. Πολλά, δε, κοινωνικά κινήματα έχουν πάρει ένα μπερδεμένο και σκοτεινό μονοπάτι: έχουν αποδεχθεί τον εκβιασμό σχετικά με την ερώτηση για τη «βία», με την αποτίμηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της. Αδυνατούν να καταλάβουν το σάπιο παιχνίδι που παίζεται από όλους εκείνους που αντιπαραθέτουν κάθε συγκρουσιακό σύνθημα με το δικό τους «ναι στη βία, όχι στη βία»;
Για κάποιον που έχει βιώσει όλα αυτό μέσα από τα κινήματα, αυτή η φάση είναι αρκετά όμοια με αυτήν που ακολούθησε τη διάλυση των ομάδων του 1968, στην αρχή της δεκαετίας του ‘70.

Νέες πρωτοβουλίες
Χειραφέτηση από αυτή την κατάσταση σημαίνει ότι χρειαζόμαστε νέες πρωτοβουλίες, νέους πρωταγωνιστές. Να στηρίξουμε μια ευρεία αυτονομία των κινημάτων, γνωρίζοντας, ότι η αναζήτηση νέων στόχων και ενωτικού πειραματισμού για νέους αγώνες είναι η πρώτη φάση που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε. Η «επισφαλής εργασία», το «ελάχιστο εγγυημένο καθολικό εισόδημα», το άμεσο ξέσπασμα νέων εργατικών αγώνων σχετικά με τους μισθούς, η πρακτική αποτελεσματικών απαντήσεων στο καπιταλιστικό επιθετικό χρέος, η κοινωνική υπεράσπιση της ευημερίας, των κοινωνικών δικαιωμάτων, η απόκρουση κατασταλτικών πολιτικών, η αλληλεγγύη κ.λπ. Αυτά είναι βασικές ρίζες από τις οποίες θα αναπτυχθούν ενωτικές αναζητήσεις και αγώνες.
Η κοινή οργάνωση των φτωχών και της εργατικής τάξης, όχι μόνο για τους μισθούς, αλλά για την ευημερία, η κοινή οργάνωση των φοιτητών και των κάθε είδους χρεοκοπημένων ανθρώπων, όχι μόνο να τους υποστηρίζουμε, αλλά να απαιτούμε ένα ελάχιστο εγγυημένο καθολικό εισόδημα.
Τα αυτόνομα κινήματα πρέπει να κατευθύνουν ξανά τους αγώνες τους μπροστά στον πολιτικό στόχο μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής σύνθεσης. Για να είναι αυτό χρηστικό, πρέπει να είναι η έκφραση μιας κοινωνικής δύναμης η οποία να μπορεί να μετασχηματίσει ριζοσπαστικά την οργάνωση της ζωής μέσα στους χώρους εργασίας και στην κοινωνία.
Μετάβαση σε ένα νέο πολιτικό φορέα που θα αποδομεί το σύνολο των σχέσεων της σημερινής διακυβέρνησης και θα προωθεί τη διαρκή οικοδόμηση μιας νέας κοινωνικής πλειοψηφίας, για την ανατροπή των δυνάμεων του σημερινού «σάπιου» πολιτικού συστήματος.
Χειραφέτηση από αντιφατικά μηνύματα αντιθετικής πολυφωνίας και από σύνδρομα «καθαρότητας» και «αριστερής» ταυτότητας.
Μετάβαση σε μια πανστρατιά, για την ανατροπή και την παραγωγική και κοινωνική «ανόρθωση» της χώρας.

*Ο Σήφης Φανουράκης
είναι Αρχιτέκτονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!