H Xρυσή Αυγή ως παιδαγωγός του έθνους. Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής

Δεν χρειάζεται, βέβαια, να συγχαρούμε την κυβέρνηση για την καταστολή της Χρυσής Αυγής, παρ’ όλο που η δίωξή της είναι καλό νέο. Και δεν χρειάζεται επειδή η ίδια αυτή δίωξη ήταν ένα όργιο συνταγματικών και δικονομικών παραβιάσεων, που η θρασύτητά του κάνει ακόμα πιο προφανή τη συγγένεια ανάμεσα στη φρενιτιώδη βία των νεοναζί και τη θεσμική βία τού οργανωμένου κράτους, το οποίο έχει την ατυχία να κυβερνιέται από μιαν ανεκδιήγητη κλίκα αδίστακτων τυχοδιωκτών. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά: εκεί που αρκούσε μια συνεπής εφαρμογή του κοινού Ποινικού Δικαίου για εξατομικευμένες εγκληματικές πράξεις, χρησιμοποιήθηκε -και ετοιμάζεται περαιτέρω- ένα φάσμα καταχρηστικών νομικών εργαλείων που δημιουργήθηκαν ειδικά για την καταστολή κάθε είδους κοινωνικών αντιδράσεων και τη δραστική περιστολή των ελευθεριών του λόγου.
Και ακόμη πιο γελοίος είναι ο υπερβάλλων ζήλος της κυβέρνησης από τη στιγμή που, όπως κανείς δεν αγνοούσε, παρά τις πιέσεις που όντως δεχόταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από φιλοϊσραηλινό λόμπι των ΗΠΑ, όλο αυτό το μακρύ διάστημα που η Χρυσή Αυγή βυσσοδομούσε, όχι μόνο αρνιόταν να εγκαταλείψει τον άτυπο συνεργάτη της αλλά και εμφανώς επιδίωξε ένα είδος συνδιαλλαγής «κάτω από το τραπέζι» μαζί του, που θα τον έκανε περισσότερο συνεργάσιμο στην πολιτική ατζέντα που υπαγόρευε η ίδια. Η ψυχοπάθεια όμως της νεοναζιστικής οργάνωσης, μαζί με την υπερβάλλουσα βεβαιότητα ότι παίζει σε φιλικό έδαφος, την οδήγησε στη μοιραία υπέρβαση των ορίων που της είχαν χαραχθεί. Έτσι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δρέψει το διπλό κέρδος: εξασφάλιση επαίνων από τους έξωθεν προστάτες της και απαλλαγή από το αγκάθι ενός εκλογικού ανταγωνιστή που, αν δεν ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί, μπορούσε να οδηγήσει το θεσμικό κόμμα της Δεξιάς σε αληθινή πανωλεθρία.
Η ίδια η δίωξη όμως, όπως είπα, είναι καλό νέο, ανεξαρτήτως τού ποιους άλλους μπορεί να συμφέρει και γιατί. Η εγκληματική αποτελεσματικότητα της Χρυσής Αυγής δεν οφειλόταν ούτε στην γενναιότητα των θρασύδειλων μπράβων της ούτε σε καμιά οργανωτική ανωτερότητα των ταγμάτων εφόδου της, και ακόμα λιγότερο βέβαια στην ηθική δύναμη της εκλογής τους, αλλά σε έναν και μόνο παράγοντα: τη βεβαιότητα του ακαταδίωκτου. Τη σιγουριά δηλαδή ότι δρουν στη σκιά ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού που επιβραβεύει σιωπηρώς τις πράξεις τους, ότι έχουν την αμέριστη συμμαχία των δυνάμεων καταστολής με τις οποίες αισθάνονταν -και ήταν- συγκοινωνούντα δοχεία, κοντολογίς, ότι ταυτίζονται με μιαν ανεξάντλητη πηγή ισχύος που ασκεί ακατανίκητη σαδομαζοχιστική έλξη στο είδος των ψυχοπαθητικών προσωπικοτήτων οι οποίες επανδρώνουν τέτοια μορφώματα. Σε αντίθεση με ό,τι πολλοί διατείνονται, μια επίσημη δίωξη όχι μόνο δεν «τσιμεντώνει» το αίσθημα στράτευσης τέτοιων υποκειμένων, αλλά και τους ευνουχίζει δραστικά στερώντας τους το μοναδικό σχεδόν έρεισμα -φαντασιακής όσο και πραγματικής- ισχύος.
Πρέπει, κυρίως, να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα τής ζωής, που μετασχηματίζει μεθοδικά τη ματαίωση σε μίσος και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση. Είναι η πιο ανησυχητική ένδειξη μιας καλπάζουσας μαζικής παθολογίας που κάνει τους ανθρώπους ανίκανους να υψώσουν οιουσδήποτε ορθολογικούς φραγμούς σε κάθε μορφή χειραγώγησης και ανελευθερίας. Ο διαστροφικός της πυρήνας εκπροσωπείται παραδειγματικά στο μηχανισμό της λεγόμενης ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Και αυτό είναι, νομίζω, το κλειδί στο μυστήριο της ελληνικής παθητικότητας, ενόψει μιας προϊούσας κοινωνικής καταστροφής αδιανόητων διαστάσεων που, ορθολογικά κρίνοντας, θα δικαιολογούσε κοσμογονικές εξεγέρσεις συγκρίσιμες με τις πιο σημαδιακές τέτοιες του εικοστού αιώνα.
Το εφιαλτικότερο στην υπόθεση Χρυσή Αυγή δεν είναι η ίδια η ύπαρξη μιας δολοφονικής ακροδεξιάς οργάνωσης – διότι η ελληνική Ακροδεξιά, δυστυχώς, είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει πάψει να επιζεί και να τρέφεται από το βαθύ και ανεπεξέργαστο συλλογικό τραύμα του εμφυλίου, και όλοι έχουμε γνωρίσει τις ανατριχιαστικές όψεις και το μέγεθος της κτηνωδίας της… Είναι η απήχηση που έχει ο λόγος της σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, πολλαπλώς στερημένα ή απειλούμενα, που κανονικά δεν θα είχαν κανέναν συμφέρον από την ταύτιση μαζί της· ωστόσο, η συγχώνευση με την ίδια τη δύναμη που τους απειλεί λειτουργεί σαν πανίσχυρο καταπραϋντικό στους σπασμούς της αγωνίας τους, πράγμα που γνωρίζουν καλά να χειρίζονται οι θύτες τους.
Η μοίρα της συγκεκριμένης Χρυσής Αυγής δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία· εκείνο που έχει σημασία είναι η σαδομαζοχιστική αγωγή που προσέφερε στις εξαθλιούμενες ελληνικές μάζες προς όφελος των κυρίων τους – η οποία θα συνεχίσει ασφαλώς να προσφέρεται από νέους διαύλους… Γι’ αυτό και μία πολιτική Αριστερά αντί να επαναπαύεται, πρέπει να συνεχίσει τον αντιφασιστικό αγώνα εναντίον της ίδιας αυτής κυβέρνησης που, παραδίνοντας μια ολόκληρη χώρα με τον εκβιασμό και την εξαπάτηση στις αρπάγες του διεθνούς κεφαλαίου, την οδήγησε σαν αμνό επί σφαγή σε ένα μνημειώδες αντίστοιχο της Συνθήκης των Βερσαλιών, που γεννάει με μαθηματική ακρίβεια συνθήκες Βαϊμάρης. Πολλές ευθύνες καταλογίστηκαν αυτό τον καιρό στην Αριστερά για τον χώρο που άφησε να καταληφθεί από τη Χρυσή Αυγή – και προπαντός δύο: πρώτον, ότι δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά το υπαρκτό πρόβλημα της μετανάστευσης· δεύτερον, ότι αρνήθηκε να ενσωματώσει στο λόγο της μία εθνική ρητορική, για την οποία διψάει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που αισθάνεται πολλαπλώς ταπεινωμένο. Η Αριστερά πρέπει να απαντήσει σε αυτή τη διπλή πρόκληση, όχι κατ’ ανάγκη όμως με τον τρόπο που σκέφτονται πολλοί τιμητές της.
Τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η αθρόα μετανάστευση είναι οπωσδήποτε πολλά και φλέγοντα: ποια είναι όμως η ρίζα του κακού; Όχι βεβαίως ο αριθμός των μεταναστών, όπως λέει ένας αβασάνιστος μύθος… Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει (μεταξύ άλλων) δύο σοβαρά προβλήματα: υπογεννητικότητα και χαμηλή παραγωγικότητα. Γιατί οι ροές των απελπισμένων μεταναστών δεν μπορούν να αξιοποιηθούν έτσι ώστε να γίνουν μια δύναμη ζωογόνησης του εθνικού κορμού; Θα χρειαζόταν γι’ αυτό μια συντονισμένη διαδικασία υποδοχής, εκπαίδευσης και πολιτογράφησής τους, εφόσον υπήρχαν γι’ αυτό οι κατάλληλες θεσμικές υποδομές και, βεβαίως, κυβερνητική βούληση. Αυτός οφείλει να είναι ένας από τους πρώτιστους προγραμματικούς στόχους της Αριστεράς, και όσο διαυγέστερα εξηγηθεί στον κόσμο τόσο πιθανότερο είναι να κερδηθεί το ορθολογικό υπόλειμμα μέσα του.
Το «εθνικό» στοίχημα δεν πιστεύω ότι μπορεί να κερδηθεί με μία παρωχημένη εθνικοαπελευθερωτική ρητορική που, στις παρούσες συνθήκες παγκοσμιοποίησης, ηχεί απελπιστικά ανεδαφική.
 Αν μιλάμε για κάτι περισσότερο από συνθηματολογικούς στερεότυπους, ένα και μόνο περιεχόμενο μπορεί να έχει: τη ρητή και διακηρυγμένη καταγγελία όλων των δανειακών συμβάσεων και την αποποίηση του αθέμιτου χρέους· τα μισόλογα επ’ αυτού δεν μπορούν να κερδίσουν κανέναν, ούτε τον εθνικά πληγωμένο ούτε τον φοβισμένο· χρειάζεται μια συγκεκριμένη στρατηγική που θα εμφυσήσει εμπιστοσύνη και πνεύμα συστράτευσης σε αυτό τον σκοπό. Αν, ωστόσο, η έννοια του «εθνικού» υποβάλλει πάνω απ’ όλα ένα στοιχείο ενότητας και συνοχής που προσφέρει ανακουφίσεις σε μια βαθιά υπαρξιακή ανασφάλεια, τότε η σπουδαιότερη συμβολή που θα μπορούσε να έχει η Αριστερά θα ήταν το ίδιο το παράδειγμά της: με την αρραγή συσπείρωση όλων των δυνάμεών της ενόψει της έκτακτης ανάγκης με την οποία αναμετριέται ένας ολόκληρος λαός καθώς διακυβεύεται η ίδια η επιβίωσή του – πράγμα που δυστυχώς παραμένει, προς το παρόν, μακρινό όνειρο για τα ομφαλοσκοπούντα κομμάτια της ελληνικής «Αριστεράς».

* Ο Φώτης Τερζάκης
είναι συγγραφέας – συντονιστής
του Κέντρου Διαπολιτισμικών Σπουδών

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!