Τα Καβάφεια του 2007, που διοργάνωσαν η Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών, ήταν αφιερωμένα στο στοχαστή της αυτονομίας, τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Οι 18 εισηγήσεις του συνεδρίου, συγκεντρωμένες σε έναν τόμο με επιμέλεια του Δημήτρη Αρμάου, παίρνουν αυτές τις ημέρες το δρόμο για το τυπογραφείο. Από αυτόν τον τόμο, και συγκεκριμένα από την εισήγηση του Γιώργου Ν. Οικονόμου, μας παραχωρήθηκε ένα εκτενές απόσπασμα, όπου παρουσιάζονται τα επιχειρήματα της αυτονομίας.

Το πρόταγμα της αυτονομίας δε δύναται να θεμελιωθεί ορθολογικώς, επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης, και αναζητά τις κοινωνικές, ιστορικές και υποκειμενικές ρίζες του […]. Πράγματι, υπάρχουν σημαντικά επιχειρήματα που δύνανται να αντληθούν αφενός από τις ιστορικές περιόδους εμφανίσεως του προτάγματος και αφετέρου από σχετικά κείμενα. Μπορούμε, κυρίως, να τα ανασυγκροτήσουμε από τη δημοκρατική σκέψη και πρακτική, όπως τη γνωρίζουμε στην άμεση Αθηναϊκή Δημοκρατία του 5ου-4ου π.Χ. αι. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι αντιλήψεις και τα επιχειρήματα αυτά, δεν είναι μόνο θεωρία και ιδεώδη αλλά κυρίως πράξις, είναι ενσαρκωμένα σε θεσμούς και πρακτικές, είναι τρόπος του βίου. Χαρακτηρίζουν αποκλειστικώς και μόνο τη δημοκρατία, τη δημοκρατική σκέψη και όχι τα αριστοκρατικά ή ολιγαρχικά πολιτεύματα. Φυσικά, δεν ισχύουν ούτε κατά διάνοια στα σημερινά αντιπροσωπευτικά συστήματα που αυτοχαρακτηρίζονται δημοκρατίες, είναι όμως καθαρές ολιγαρχίες –ο Κ. Καστοριάδης τα αποκάλεσε «φιλελεύθερες ολιγαρχίες». Ορισμένα από τα επιχειρήματα αυτά είναι τα εξής:

1. Οι θεσμοί δημιουργούνται νόμω και όχι φύσει. Η αντίθεση μεταξύ φύσεως και νόμου, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη ήδη από τον 6ο αιώνα, θεματοποιείται ρητώς και αναδεικνύεται τον 5ο αιώνα στην Αθήνα από τους σοφιστές. Η δημοκρατική αντίληψη υποστηρίζει ότι η κοινωνία υπάρχει νόμω και όχι φύσει, ότι οι νόμοι και οι θεσμοί είναι ανθρώπινες δημιουργίες, κοινωνικές και ιστορικές, και όχι «δώρο των θεών ή της φύσεως» και δεν υπακούουν  σε κάποια αναγκαιότητα στην οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να επέμβει. Η πολιτική σημασία της παραδοχής αυτής είναι η εξής: εφόσον δεν υπάρχει κάποια εξωκοινωνική πηγή του νόμου και των θεσμών, ο νόμος αποτελεί σύμβαση, ανθρώπινη συνθήκη, συνεπώς η ίδια η κοινωνία, ως σύνολο, μπορεί και πρέπει να ορίζει τους νόμους και τους θεσμούς, να τους αλλάζει ανάλογα με τη βούληση και τη θέλησή της. Η απομυθοποίηση που είχε ξεκινήσει με την προσωκρατική φιλοσοφία στον 6ο π.Χ. αιώνα προχώρησε και ολοκληρώθηκε στον 5ο. Μετά τη φύση, και η ανθρώπινη κοινωνία παύει να θεωρείται ρυθμιζόμενη από τις βουλήσεις των θεών. Μέτρο της κοινωνίας γίνεται ο άνθρωπος και νόμος της η δόξα του, η γνώμη του. Η αντίληψη ότι η κοινωνία, οι θεσμοί, οι νόμοι αποτελούν συμβάσεις σημαίνει ότι αναγνωρίζεται σαφώς η ανθρώπινη δημιουργία, αλλά και η κοινωνικο-ιστορική δημιουργία, ότι δηλαδή το ανθρώπινο ον αυτοδημιουργείται και η κοινωνία αυτοθεσμίζεται. Η αντίληψη αυτή είναι εμφανής στον Δημόκριτο, στον Πρωταγόρα και σε άλλους σοφιστές, καθώς και στην Αθηναϊκή Δημοκρατική κοινωνία. Κατά τον Κ. Καστοριάδη, η ρητή αυτή παραδοχή ορίζει την αυτονομία.

2. Η συλλογική υπεροχή των πολλών. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζει ότι οι πολλοί, ο δήμος ως σύνολο, υπερτερούν έναντι του ενός ή των ολίγων, ανεξαρτήτως του κριτηρίου που λαμβάνεται κάθε φορά υπ’ όψιν (αρετή, φρόνηση, πλούτος, πολιτική ικανότητα). Η συλλογική ανωτερότητα των πολλών αφορά έτσι στις ηθικές και τις διανοητικές δυνάμεις. Η αντίληψη αυτή δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι πολλοί, που έκαστος χωριστά μπορεί να μην είναι «σπουδαίος», όταν είναι συγκεντρωμένοι όλοι μαζί είναι καλύτεροι από τους ολίγους «σπουδαίους». Το επιχείρημα αυτό ενισχύεται και από άλλες πλευρές, παραδείγματος χάρη, η κρίση των πολλών είναι ασφαλέστερη, διότι είναι πολύ πιο δύσκολο να διαφθαρούν οι χιλιάδες των ανθρώπων παρά ένας μικρός αριθμός. Πρέπει να τονιστεί ότι το επιχείρημα δεν λέει ότι οι πολλοί είναι αδιάφθοροι, αλλά ότι είναι πιο δύσκολο να διαφθαρούν σε σχέση με τους ολίγους. Θεωρεί, επίσης, ότι η κρίση των πολλών είναι ασφαλέστερη διότι είναι πιο δύσκολο να παρασυρθούν όλοι από την οργή ή από κάποιο άλλο πάθος σε σχέση με τους ολίγους. Το επιχείρημα αυτό έχει την έμπρακτη επαλήθευσή του στα έργα και τις δημιουργίες του δημοκρατικού πολιτισμού που έχουν αναγνωρισθεί και υμνηθεί από όλες τις πλευρές.

3. Η ελευθερία ως πολιτική συμμετοχή. Στη δημοκρατική αντίληψη η πολιτική έννοια της ελευθερίας είναι ταυτόσημη με τη συμμετοχή, δηλαδή, ότι ελεύθερο άτομο είναι αυτό που συμμετέχει στην εξουσία, υπό όλες τις δυνατές μορφές της –κυβερνητική, νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική. Από την έννοια αυτή της ελευθερίας προέρχεται και ο γνωστός ορισμός του πολίτη: ο πολίτης με την απόλυτη έννοια δεν ορίζεται καλύτερα παρά από το ότι συμμετέχει στη δικαστική και στις άλλες μορφές εξουσίας. Η συλλογιστική είναι η εξής: εφόσον ζούμε σε μια κοινωνία η οποία πρέπει να οργανωθεί και να κυβερνηθεί, επειδή υπάρχουν κοινές υποθέσεις που αφορούν όλους, οι αρμόδιοι για να αποφασίσουν είναι αυτοί τους οποίους οι αποφάσεις αφορούν, δηλαδή οι ίδιοι οι άνθρωποι. Υπάρχει και δεύτερη πλευρά: επειδή εντός της πόλεως δεν γίνεται να μην υφιστάμεθα καμία απολύτως εξουσία, δεν είναι ίδιον του ελευθέρου μόνο να υφίσταται την εξουσία, αλλά και να την ασκεί, άρα πρέπει όλοι να ασκούν την εξουσία δι’ εναλλαγής. Η ελευθερία έχει και την ατομική ή ιδιωτική πλευρά της και αφορά το δικαίωμα να ζει κανείς όπως θέλει. Η πολιτική και η ιδιωτική πλευρά συνιστούν την αδιαίρετη έννοια της «ελευθερίας». Η αντίληψη αυτή είναι η βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος, εκ των ων ουκ άνευ, διότι χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν υφίσταται δημοκρατικό πολίτευμα. Με άλλα λόγια, βασικό στοιχείο στον ορισμό του ελευθέρου είναι η πολιτική του συμμετοχή στις αποφάσεις, στη θέσπιση των νόμων και στην εξουσία. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται με εκπληκτικό τρόπο από τον Περικλή στον Επιτάφιο και από τον Πρωταγόρα στο γνωστό μύθο του που διασώζει ο Πλάτων.

4. Η αριθμητική ισότητα. Η έννοια της ισότητας απορρέει από την έννοια της ελευθερίας, του ελευθέρου, του πολίτη: «Ένα γνώρισμα της ελευθερίας είναι η ισότητα και αυτό θεωρούν όλοι οι δημοκρατικοί ως απαραίτητο όρο της δημοκρατίας». Είναι η ισότητα όλων των πολιτών στην πολιτική εξουσία υπό όλες τις ρητές μορφές της, και είναι γνωστή με το όνομα της αριθμητικής ισότητας, της απόλυτης ισότητας. Η ισότητα αυτή είναι κυρίως πολιτική, αλλά στα καθ’ ημάς μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως οικονομική και οποιουδήποτε άλλου είδους. Δικαιολογείται, δε, με την ιδέα της κατά φύσιν ομοιότητος: εκείνοι που είναι όμοιοι εκ φύσεως πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και να θεωρούνται εξίσου κατάλληλοι για να ασκούν εξουσία. Μια άλλη πλευρά της επιχειρηματολογίας είναι ότι η ισότητα δημιουργεί τη φιλία και την ομόνοια –υπήρχε και σχετικό παλαιό ρητό: Ισότης φιλότητα απεργάζεται. Η ισότητα είναι η κυρίαρχη φαντασιακή σημασία της δημοκρατικής κοινωνίας: διαπνέει, διαποτίζει και καθοδηγεί τα πάντα (ισηγορία, ισονομία, ισομοιρία, ισοτιμία). Η απόλυτη ισότητα εξασφαλίζεται στην πράξη από την ελεύθερη, ουσιαστικώς άμεση συμμετοχή τόσο στην κυβερνητική και νομοθετική εξουσία στην Εκκλησία του Δήμου όσο και στη δικαστική και εκτελεστική μέσω της κληρώσεως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κλήρωσις είναι το βασικό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας, η ειδοποιός διαφορά της από τα άλλα πολιτεύματα. Αυτό το στοιχείο έχει παραγνωριστεί ή υποτιμηθεί από πολλούς ερευνητές: η κλήρωση είναι το απαραίτητο και αναγκαίο μέσον, το μόνο μέσον για να εξασφαλιστεί η ισότητα των πολιτών στη δικαστική και εκτελεστική εξουσία.

5. Η δικαιοσύνη ως ισότητα. Η δημοκρατική πλευρά υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι η ισότητα και η αδικία είναι η ανισότητα. Η αντίληψη αυτή επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο την πρωταρχική έννοια της δικαιοσύνης που λίγο – πολύ έχει συγκαλυφθεί από τους μοντέρνους θεωρητικούς και πολιτικούς, τη διανεμητική δικαιοσύνη. Αυτή έχει δύο σκέλη, πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη, που διανέμουν τα αντίστοιχα μεριστά αγαθά –αυτά που πρέπει ή μπορεί να διανεμηθούν στους πολίτες. Η διανεμητική δικαιοσύνη αφορά δηλαδή στο κύριο πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα: τι διανέμεται, σε ποιον και από ποιον. Το τι, αφορά στα μεριστά αγαθά (τιμές, αξιώματα, εξουσία, κοινωνικό πλούτο, χρήματα) και το σε ποιον, τα άτομα στα οποία διανέμονται τα αγαθά. Yπάρχουν και μη μεριστά αγαθά, όπως είναι η γλώσσα, τα έθιμα, ο αέρας, κ.λπ. Τα μεριστά τα ορίζει η εκάστοτε κοινωνία με δική της ευθύνη και δεν είναι δεδομένα εκ θεού ή φύσει, ασχέτως αν αυτό ισχυρίζονται αρκετοί, όπως λ.χ. ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. H δημοκρατική αντίληψη και πρακτική δέχεται ότι τα μεριστά αγαθά τα ορίζει η ίδια η κοινωνία, δίχως να εξαιρεί κανένα αγαθό, και τα διανέμει εξίσου σε όλους τους πολίτες, κατ’ απόλυτη αριθμητική ισότητα. Το κύριο αγαθό είναι βεβαίως η εξουσία και τα αξιώματα.

6. Η πολιτική χωρίς ειδικούς. Το επιχείρημα αυτό υποστηρίζει ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση κάποιων υποτιθέμενων ειδικών, αλλά όλης της κοινότητας. Δεν υπάρχουν ειδικοί στα πολιτικά ζητήματα, τα οποία πρέπει να αποφασίζονται από όλους τους πολίτες. Στη δημοκρατική αντίληψη ο τομέας των πολιτικών υποθέσεων διαχωρίζεται σαφώς από όλους τους άλλους τομείς, στους οποίους απαιτούνται ειδικές γνώσεις και ικανότητες. Είναι, άλλωστε, λογικό και φυσικό να μην εμπιστευόμαστε τη σκέψη μας σε έναν φιλόσοφο, κατά τον τρόπο που εμπιστευόμαστε το σώμα μας σε ένα γιατρό ή γυμναστή, τις νομικές υποθέσεις μας σε ένα δικηγόρο και την κατασκευή της οικίας μας σε ένα μηχανικό. Διότι, η σκέψη εκάστου δεν υπάρχει παρά στο μέτρο που την ασκεί έκαστο άτομο για τον εαυτό του, που σκέφτεται μόνο του για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας, κάποια τεχνική που να μεταδίδει τη σκέψη σε έκαστο άτομο, όπως μεταδίδει τις αντίστοιχες γνώσεις στο γιατρό, το δικηγόρο και το μηχανικό. Παρομοίως, για τη δημοκρατική αντίληψη, δεν είναι δυνατόν να εμπιστευόμαστε τις κοινές υποθέσεις, που μας αφορούν όλους, σε κάποιο πολιτικό, έτσι ώστε να σκέπτεται και να αποφασίζει αντί για μας, προς όφελος δικό μας. Άλλωστε, οι δημόσιες υποθέσεις δεν είναι του ιδίου είδους με αυτές του σώματός μας, τις νομικές ή τις κατασκευαστικές, διότι σε αυτές δεν υπάρχουν ειδικευμένες γνώσεις και τεχνικές, που μπορούν να μεταδοθούν ως συνταγές και να λύσουν τα προβλήματα.

Τα πολιτικά πράγματα, δημόσια ή κοινά, που αφορούν στο κοινό αγαθό, είναι ο χώρος της δόξης (γνώμης) και όχι ο χώρος της επιστήμης και της αλήθειας, διότι η πολιτική είναι υπόθεση της πράξεως και όχι της επιστήμης ή της τέχνης, στις οποίες χρειάζονται ειδικές γνώσεις και τεχνική.

Η θεωρητική υποστήριξη αυτής της αντιλήψεως παρέχεται από τον Πρωταγόρα στο γνωστό μύθο και λόγο. Το επιχείρημα αυτό στρέφεται ευθέως κατά της αντιπροσώπευσης, κατά της θεωρίας των ειδικών και των ελίτ, που με τη μια ή την άλλη μορφή έχει υποσκάψει την πολιτική συνείδηση των ανθρώπων. Κύριοι αίτιοι γι’ αυτό είναι τα κόμματα, τα οποία υποστηρίζουν ότι αυτά είναι ικανά να λύσουν τα προβλήματα των ανθρώπων και όχι αυτοί οι ίδιοι. Συνυπεύθυνοι, όμως, είναι και οι ίδιοι οι άνθρωποι, που δέχονται και υπακούουν σε αυτή την αντίληψη.

7. Η κυριαρχία του νόμου. Υποστηρίζει ότι κυρίαρχος πρέπει να είναι ο νόμος και όχι τα άτομα, διότι τα άτομα, ακόμη και όταν είναι τα άριστα, έχουν επιθυμίες, πάθη, αδυναμίες και προκαταλήψεις, με αποτέλεσμα να διαστρέφεται η κρίση τους. Γι’ αυτό επιβάλλεται η ύπαρξη ενός γενικού ρυθμιστικού κανόνα με αμεροληψία, χωρίς εύνοιες και έχθρες, πράγμα που επιτυγχάνεται με τον νόμο, ο οποίος είναι ουδέτερος και ισχύει ανεξαιρέτως για όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής θέσεως. Η δημοκρατική κυριαρχία του νόμου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την απλή ύπαρξη νόμων στα άλλα πολιτεύματα, ολιγαρχικά και αριστοκρατικά, ή ακόμη στα σημερινά. Η ουσιαστική διαφορά της είναι ότι οι νόμοι στη δημοκρατία είναι αποτέλεσμα γενικής ή πλειοψηφικής αποδοχής μετά από τη συμμετοχή όλων και την ελεύθερη συζήτηση, τις αντιπαραθέσεις και την κριτική στην Εκκλησία του Δήμου. Στην αντίληψη αυτή υποβόσκει η σημαντική ιδέα ότι η εξουσία διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Συνεπώς, τα άτομα δεν πρέπει να ασκούν εξουσία και να λαμβάνουν αποφάσεις επί πολύ χρόνο χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, αλλά να εφαρμόζουν ως εκτελεστές τις αποφάσεις του δήμου υπό την κυριαρχία του νόμου. Στα ολιγαρχικά, αριστοκρατικά και σημερινά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δεν υπάρχει κυριαρχία του νόμου, αλλά κυριαρχία των ατόμων, των ολίγων.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά υπάρχουν ρητώς διατυπωμένα στα κείμενα της αρχαιοελληνικής Γραμματείας του 5ου και του 4ου αιώνα, ιδίως στα Πολιτικά του Αριστοτέλη, και χαρακτηρίζουν μόνο τη δημοκρατία. Κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών των δημοκρατικών επιχειρημάτων είναι η συμμετοχή, η ισότητα (κλήρωσις) και η αυτοπρόσωπη άμεση παρουσία στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της, συνεπώς απουσιάζει οιαδήποτε ιδέα και πρακτική αντιπροσώπευσης. Παρέλκει να πούμε, ότι τα επιχειρήματα αυτά όχι μόνο δεν αποτελούν μέρος της σημερινής πολιτικής συζήτησης, αλλά αποσιωπούνται και συγκαλύπτονται από άλλα τριτευούσης σημασίας θέματα σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.

Οι λόγοι είναι προφανείς: το πρόταγμα της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας έρχεται σε αντίθεση με τη γενική ιδέα που διέπει τις σημερινές κοινωνίες και όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις, την ιδέα της αντιπροσώπευσης και των εκλογών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!