Ξεκινά η φάση μετάβασης. Του Γιάννη Τσούτσια

Τρεις μέρες πριν από τις εκλογές και δεν χρειαζόμαστε τα εκλογικά αποτελέσματα για να προχωρήσουμε σε κάποιες διαπιστώσεις. Ο αέρας μυρίζει μπαρούτι. Και άνοιξη μαζί. Και φυσάει από πολλές μεριές. Μετά από μια πυκνή και έντονη διετία, η ρευστότητα κυριαρχεί. Το γεγονός αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο στον κατακερματισμό που θα πιστοποιηθεί στη νέα πολυκομματική Βουλή. Διαφαίνεται και στην εσωτερική αδυναμία των ψηφοφόρων να βάλουν τις επιθυμίες τους, τις συνειδητοποιήσεις και τις παραστάσεις τους σε μια σειρά. Να αποσαφηνίσουν όσα έχουν συμβεί. Να τους δώσουν νόημα, προσανατολισμό, να τ’ αντιστοιχήσουν πολιτικά. Γι’ αυτό και οι τόσες αντιφατικές συμπεριφορές, τόσο στη σκέψη, όσο και στις επιλογές, τόσες μετακινήσεις από τη μια άκρη του πολιτικού φάσματος στην άλλη. Αυτή είναι η μία όψη των πραγμάτων, που θα ενταθεί μετά τις εκλογές αν δεν προκύψουν λύσεις και δε διαμορφωθούν προοπτικές.
Εν μέσω, όμως, ακριβώς αυτής της χαοτικής κατάστασης (γι’ αυτό και έχει σημασία), στην κοινωνία συγκροτείται ένα ισχυρό ρεύμα προς τα Αριστερά. Σε κάθε περίπτωση, είναι ήδη φανερό, ότι αυτός ο προσανατολισμός αφορά, σε αδρές γραμμές, τουλάχιστον το 1/3 του εκλογικού σώματος. Αυτό το «1/3», για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, εκ των πραγμάτων, εισέρχεται με πολιτικούς όρους, στο κεντρικό ταμπλό. Ξεφεύγει από τη συμπληρωματική θέση του αντισυστημικού παρατηρητή. Και είναι αδύνατον να παραμεριστεί, να αγνοηθεί, σε οποιαδήποτε απόπειρα αποκατάστασης της κοινωνικοπολιτικής ισορροπίας στο άμεσο μέλλον. Αυτό το «1/3» είναι εδώ και είναι δύσκολα χειρίσιμο. Αποκτά κεντρική σημασία, εισάγεται στις αντιθέσεις του κεντρικού πεδίου και διαμορφώνει δυναμική και αίτημα καιρών.
Βεβαίως, επ’ αυτής ακριβώς της θεώρησης, περισσεύουν οι ενστάσεις των κομμάτων της Αριστεράς. Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται στη θεωρία, ότι το ποσοστό των επιμέρους χώρων και απόψεων δεν μπορεί να αθροίζεται αυθαίρετα. Ότι είναι άλλο πράγμα το ΚΚΕ, άλλο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλο η ΔΗΜΑΡ. Αυτή είναι εύλογη, ωστόσο, επιφανειακή ανάγνωση των πραγμάτων. Διατηρώντας αυτήν τη στάση οι ηγεσίες της Αριστεράς -άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο- καταλήγουν σε δυσαρμονία με την εκλογική τους βάση.
Γιατί είναι οι ίδιοι οι ψηφοφόροι που αθροίζουν τα ποσοστά αυτών των χώρων! Αυτοί, αντιλαμβανόμενοι τις διαφορές, τα λογαριάζουν στην ίδια κατεύθυνση! Και αυτός είναι ο λόγος που καθιστά το διαπιστωμένο ρεύμα ενίσχυσης της Αριστεράς υπολογίσιμο και βαρύνον. Μάλιστα, αξίζει εδώ μια πρόσθετη παρατήρηση: Καθοριστική συμβολή στη δημιουργία αυτού του κλίματος έχει «ο κανένας» των δημοσκοπήσεων! Αυτός ήταν, την αμέσως προηγούμενη περίοδο, που διά της αποχής, στοχοποίησε θεαματικά το πολιτικό σύστημα. Αυτός «ο κανένας» επιστρέφει τώρα, με εντυπωσιακή ορμή και μεταβάλλει τους συσχετισμούς υπέρ της Αριστεράς, περνώντας από μια θέση αποστασιοποίησης, σε στάση ενεργητικής συμμετοχής. Είναι ο εύπλαστος, προσαρμόσιμος και απαιτητικός «κανένας», που χώνεται στη χοάνη των εκλογών και τροφοδοτεί τις φυγόκεντρες τάσεις.
Έτσι, από την επομένη των εκλογών το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος καθίσταται διαφορετικό αλλά συγκεκριμένο: Τίποτα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί κοινωνικοπολιτικά, με την Αριστερά εκτός νυμφώνος. Η ρευστότητα πρέπει να αποκατασταθεί, δεν γίνεται να διατηρείται επί μακρόν. Η δυσαρμονία είναι αναγκαστικά προσωρινή. Δεν νοείται το «1/3» και η Αριστερά να μετέχουν στην πολιτική κονίστρα ανούσια και περιμετρικά. Αυτή είναι η συνθήκη που μας εισάγει, με κλασικούς όρους, σε μια νέα μεταβατική φάση. Αυτό υποχρεώνει και την Αριστερά να αλλάξει, να οδηγηθεί στην ανιούσα της μαζικής πολιτικής.
Εισβάλλοντας στα πράγματα η Αριστερά, είτε θα ανταποκριθεί, θα καταστεί αιχμηρή και εν τοις πράγμασι εναλλακτική, διαμορφώνοντας μια πολιτική σε υπερβατική κατεύθυνση, είτε θα αποπεμφθεί και θα μεταπέσει σε αδράνεια. Δεν αρκεί η επιλογή της «κυβερνοποίησης». Μια απάντηση σε μείζονα κλίμακα, όπως είναι το κυβερνητικό πρόβλημα, προϋποθέτει τρόπους, πολιτικές, μηχανισμούς, που θα συνδέουν την Αριστερά με το εκτός Αριστεράς ριζοσπαστικό ρεύμα που αναδείχτηκε την περίοδο του μνημονίου. Εκ των πραγμάτων, δεν νοείται άλλη αριστερή κυβερνητική εκδοχή, πέραν αυτής που θα συμπεριλαμβάνει και θα εκφράζει τον ευρύτερο κοινωνικό ριζοσπαστισμό. Πώς όμως θα γίνει αυτό; Με μαζικούς, λαϊκούς αγώνες, οι οποίοι θα φέρουν εντός τους ενισχυμένη την εθνική απεύθυνση, μέλημα που προϋποθέτει και τις αντίστοιχες υποστηριχτικές πολιτικές.
Σήμερα όλοι προεξοφλούν ότι το ακροατήριο και οι ευθύνες της Αριστεράς έχουν μεγαλώσει. Ίσως σε κάποιους η διαπίστωση φανεί δύσπεπτη, αλλά ανάλογου διαμετρήματος θα είναι και οι απαιτήσεις μετά την 7η Μαΐου.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!