Έφυγε ένας μάγκας της ζωής και του κινηματογράφου. Του Βασίλη Κεχαγιά.

«Παραγγελιάαααααα…!» Ακόμη ηχεί στην Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών η φωνή του Τάκη Αντωνίου, που, υποδυόμενος τον Νίκο Κοεμτζή, ξεκοίλιαζε στην ομότιτλη ταινία τρεις αστυνομικούς. Ακόμη ηχούν, επίσης, τα χειροκροτήματα των στριμωγμένων σε καρέκλες και σκαλοπάτια της ίδιας αίθουσας θεατών, που στην πρεμιέρα της, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του 1980, αποθεώθηκε όσο καμιά άλλη ταινία.

Παύλος Τάσιος ο σκηνοθέτης της, εδώ και μια βδομάδα θύμα της αναπόδραστης παραγγελιάς του χάρου. Μάγκας ο ίδιος, όπως ο πρωταγωνιστής του, παιδί της Μακεδονίας –γεννημένος στον Πολύγυρο το 1942– ο ίδιος, όπως ο πρωταγωνιστής του, ντερβισόπαιδο κι ενάντια στην εξουσία ο ίδιος, όπως κι ο πρωταγωνιστής του. Ίσως γι’ αυτό συνέλαβε με τις εικόνες του, με τέτοιο πάθος και άψογους κινηματογραφικούς ρυθμούς, τη σκηνή της σφαγής του 1973 σε νυχτερινό κέντρο των Αθηνών. Ακόμη κι αν σβηστούν όλες οι υπόλοιπες ταινίες του Παύλου Τάσιου από το χάρτη του ελληνικού σινεμά, θα μείνει το σαραντάλεπτο της σκηνής αυτής για να τον κρατάει στο πάνθεον των Ελλήνων κινηματογραφιστών. Με εκπληκτικό μοντάζ των καρέ που αιχμαλώτιζε το τρικάμερό του, μετέτρεψε μια κυκλική πίστα με σπασίματα και γυροβολιές σε θυσιαστήριο αρχαίας τραγωδίας, όπου ο ήρωας, μαινόμενος στην ουσία, προσφέρει τον ίδιο του τον εαυτό στο μαχαίρι της εξουσίας. Καταμεσής της χούντας, ο Κοεμτζής έστησε τη δική του αντίσταση και ο Τάσιος μια γιορτή για χάρη του. Τελευταία σύμπτωση: ο Παύλος Τάσιος και ο Νίκος Κοεμτζής έφυγαν σχεδόν χέρι-χέρι απ’ αυτήν τη ζωή.
Με το πούλμαν του ΚΤΕΛ Πολύγυρου ν’ αφήνει στον Κηφισό ένα ατίθασο παιδί δεκαοκτώ χρονών, ο Παύλος Τάσιος έκανε δουλειές και δουλειές στη σαρκοβόρα πρωτεύουσα, ώσπου να καταλήξει στα στούντιο του Φίνου να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πόστα τρεχαλατζίδικα. Μέχρι να τον ανακαλύψει ο Γιάννης Δαλιανίδης, να τον ανεβάσει στην κινηματογραφική… ιεραρχία και να φτάσει να γίνει σκηνοθέτης ταινιών του συρμού εκείνης της εποχής – όπως η «Φτωχολογιά» το 1965, οι «Παράνομοι πόθοι» το 1966 και οι «Αντίζηλοι» το 1967. Κάπου εκεί, στα πλατό του Φίνου, συναντήθηκε με την αγαπημένη του Κατερίνα Γώγου, στην «Ψεύτρα», άλλο ταλαιπωρημένο πλάσμα κι αυτή, θύμα της ξέχειλης ευαισθησίας της και των ναρκωτικών.
Κάποτε ο Παύλος Τάσιος συνειδητοποίησε ότι αυτό που έκανε ήταν μεν βιοποριστικό, όχι όμως και σύμφωνο με τις αγωνίες του, τη μαχητικότητά του και την απελπισία του. Τότε ήταν που ξεκίνησε να κάνει ταινίες, πότε καλές πότε μέτριες, ποτέ κακές, πότε υπαινικτικές πότε καταγγελτικές, ποτέ αδιάφορες, συμπληρώνοντας τη φωνή του με την έντονη δραστηριότητά του στο συνδικαλιστικό χώρο, στην Εταιρία Ελλήνων Σκηνοθετών. Από το 1972, όταν εντυπωσίασε με τη στροφή του το κοινό του Φεστιβάλ και το «Ναι μεν, αλλά…» κέρδισε δίκαια το βραβείο σεναρίου. Λίγο αργότερα, το 1977 το «Βαρύ πεπόνι» δεν σαρώνει μόνο τα βραβεία του αντι-φεστιβάλ αλλά ο ίδιος ο σκηνοθέτης αποτελεί κεντρικό πρόσωπο στη ρήξη των κινηματογραφιστών με το κράτος, που τους ανάγκασε να μετακομίσουν από την Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών στο Ράδιο Σίτι, για μια χρονιά. Αργότερα και μετά την «Παραγγελιά», τα «Βαποράκια», το «Στίγμα» και το «Νοκ άουτ» θα προσπαθήσουν μάταια να φτάσουν το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη. Σε αριθμό βραβείων, ωστόσο, στο Φεστιβάλ τα κατάφεραν καλά…
Έγραψε και τους στίχους ενός τραγουδιού ο Παύλος Τάσιος. «Αν είσαι μάγκας» ήταν ο τίτλος του. Ναι, ο Παύλος Τάσιος ήταν μάγκας, έφυγε απ’ αυτή τη ζωή σαν μάγκας και παρόλο που δεν πίστευε και πολύ πολύ στα μεταθανάτια, εμάς μας αρέσει να τον φανταζόμαστε να χορεύει ζεϊμπέκικο με τα παλαμάκια του Νίκου Κοεμτζή, κάπου αλλού…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!