Αρχική αφιερώματα δρόμοι της ιστορίας Το Κυπριακό ως πρόβλημα αυτοδιάθεσης

Το Κυπριακό ως πρόβλημα αυτοδιάθεσης

Τι είναι το κυπριακό; Εθνοτική σύγκρουση; Σύγκρουση Ελλάδας και Τουρκίας, εκδήλωση ελληνικού ή τουρκικού ιμπεριαλισμού; Πρόβλημα εισβολής ή  διάθεσης των Ελληνοκυπρίων να επικρατήσουν επί των Τουρκοκυπρίων; Σύγκρουση εθνικισμών; Γιατί ένα ζήτημα που «δεν πουλάει», «κούρασε», που τόσο πολλοί θάθελαν να αφήσουν πίσω τους, επανέρχεται εκεί που κανείς δεν το περιμένει, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στην πολιτική ζωή και τη διεθνή θέση της Ελλάδας, «κυρίαρχη λεπτομέρεια» της Αν. Μεσογείου, όπως το ονόμασε ο συντάκτης ενός εγγράφου στα Wikileaks; 

Η Μεγάλη (σκόπιμη) Σύγχυση
Οι περισσότεροι ασχολούμενοι με το κυπριακό δίνουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, όχι στη βάση επιχειρημάτων ή ανάλυσης, αλλά με τσιτάτα και κλισέ, που μας μαθαίνουν περισσότερα για τις προθέσεις τους, παρά για την ουσία του ζητήματος  και τους τρόπους αντιμετώπισης. Οι περισσότεροι συσκοτίζουν συστηματικά τις ρίζες του προβλήματος, γιατί δεν θέλουν να τις αντιμετωπίσουν, και αρκετοί συχνά σπέρνουν σύγχυση με σκοπό να περάσουν πολιτικές που θα ήταν, υπό άλλες συνθήκες, αδιανόητες. Το κάνουν για τα αίτια του κυπριακού, το κάνουν και για τις προτεινόμενες λύσεις του.
Μάταια ο γράφων επιχειρούσε, στις συνεντεύξεις που πήρε από τους προεδρικούς υποψηφίους το 2008, να αποσπάσει αίφνης μια έστω ελάχιστα σαφή απάντηση στο ερώτημα ποιός και με ποιά μέσα θα ασκεί την εξουσία, στα πλαίσια της λύσης που έκαστος επεδίωκε, παρόλο που αυτό το ερώτημα είναι το πρώτο που απαντά ένα σύνταγμα. Όσο για τη διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, που λένε ότι επιδιώκουν σχεδόν οι πάντες, ουδείς, πλην Κόφι Ανάν, στο διαβόητο σχέδιό του, δεν την περιέγραψε ποτέ με στοιχειώδη σαφήνεια. Μια μέρα το ΡΙΚ ρώτησε τους τηλεθεατές αν ξέρουν τι σημαίνει αυτή, η πάγια, κύρια επιδίωξη του κυπριακού κράτους.

Το 80% απήντησε αρνητικά!
Η υστερόβουλα καλλιεργημένη επί δεκαετίες, σε Ελλάδα και Κύπρο, σύγχυση για την ουσία του θέματος, η αναφορά στο κυπριακό κυρίως μέσω μπερδεμένων και ακατάληπτων νομικών όρων, η γενικευμένη προσφυγή στις, τόσο οικείες στην πολιτική κουλτούρα του νησιού, αλλά και της Ελλάδας, μεθόδους των υπαινιγμών και της απάτης, συνιστά τεράστιο εμπόδιο στην αποτελεσματική διεκδίκηση των θεμελιωδών δικαίων του κυπριακού λαού και πηγή μεγάλου κινδύνου για τον ελληνικό λαό.
Αν δεν υπήρχε τέτοια σύγχυση, θα ήταν αδιανόητη η εμφάνιση του τερατώδους σχεδίου Ανάν, ίσως του χειρότερου συντάγματος στην παγκόσμια ιστορία, που κατέλυε κάθε μορφή δημοκρατικού, ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, υπάγοντας άμεσα τους Κυπρίους στην εξουσία Λονδίνου και Ουάσιγκτον. Ούτε θα αφηνόταν χωρίς πολιτική υπεράσπιση διεθνώς, το λαϊκό όχι στο δημοψήφισμα του 2004.(1)

Η ενοχλητική σκιά της Αυτοκρατορίας
Ο απλός και ανύποπτος παρατηρητής θα διαπιστώσει εύκολα ότι το κυπριακό είναι λίγο από όλα όσα αναφέραμε στην πρώτη παράγραφο. Εμφανίζεται σήμερα, κυρίως, ως παγωμένη σύγκρουση Κύπρου-Ελλάδας με την Τουρκία και το δημιούργημά της, την ΤΔΒΚ. Τα φαινόμενα όμως απατούν. Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε τη σημασία και αυτονομία της ελληνοτουρκικής διαμάχης, στις διάφορες μορφές που πήρε, δεν είναι αυτή η πρωτογενής σύγκρουση. Αν και σημαντική, είναι δευτερογενής.
Η πρωτογενής αιτία δημιουργίας του κυπριακού, αλλά και ο παράγων που σήμερα το επικαθορίζει αποφασιστικά είναι άλλος: η επιθυμία της βρετανικής Αυτοκρατορίας στο παρελθόν, μιας άλλης σήμερα (HΠΑ, Ισραήλ, Βρετανία, διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και διεθνή media)(2) να ελέγξουν το άφθαστης στρατηγικής και πλέον, και οικονομικής, λόγω των υδρογονανθράκων, σημασίας νησί, αρνούμενοι στους κατοίκους του το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Και ο μόνος λόγος που πολιτικές δυνάμεις Ελλάδας-Κύπρου δεν το αναγνωρίζουν, είναι γιατί είναι οι ίδιες εξαρτημένες.
Στις πολύ δημοκρατικές διεθνείς συνθήκες που προέκυψαν από τη σοβιετική νίκη το 1945, τον θρίαμβο του Μάο, την εθνική αφύπνιση και εξέγερση των αποικιών, τη βρετανική παρακμή, το Λονδίνο δεν είχε, στη δεκαετία του 1950, τα πολιτικο-στρατιωτικά μέσα να καταστείλει την αντιαποικιακή Επανάσταση της ΕΟΚΑ, υλοποιώντας την επιδίωξη που έθεσε επισήμως, στη Βουλή των Κοινοτήτων, ο Υπουργός Αποικιών: να μην αναγνωρισθεί ποτέ στους Κυπρίους δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
Ο Υπουργός είχε σοβαρότατους λόγους. Το νησί είχε και έχει τεράστια στρατηγική αξία. Απέναντι από Σουέζ, Ισραήλ, Λίβανο, Τζεϊχάν, συνέχεια Κρήτης και Καστελόριζου, ελέγχει την Αν. Μεσόγειο. Είναι το φυσικό ορμητήριο για τις δυτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή και στρατηγική εφεδρεία του Ισραήλ. Είναι πολύτιμο κέντρο επικοινωνιών-παρακολουθήσεων της ευρείας Μέσης Ανατολής. Διαθέτει μεγάλους ενεργειακούς πόρους. Έχει όμως και ένα σοβαρό μειονέκτημα: κατοικείται κατά 82% από Έλληνες!
Στη δεκαετία του 1950, για να αντιμετωπίσει την ΕΟΚΑ και να κρατήσει υπό έλεγχο το νησί, το Λονδίνο έβαλε στην εξίσωση δύο παράγοντες: Τουρκία-Τουρκοκύπριους αφενός, τους νικητές του ελληνικού εμφυλίου αφετέρου, δηλαδή το απολύτως εξαρτημένο από Αγγλία-ΗΠΑ ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Έχουμε δύο πνεύμονες, Αγγλία και Αμερική, είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν ο Δήμαρχος Λευκωσίας του ενεχείρισε τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος υπέρ της Ενωσης που οργάνωσε η κυπριακή εκκλησία, και κινδυνεύουμε από ασφυξία αν τους χάσουμε.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια, για να δει, αυτός ο κατεξοχήν άνθρωπος των Άγγλων στην Ελλάδα και οργανωτής για λογαριασμό τους, από το 1943, του εμφύλιου, τους Αμερικανούς να τον ανατρέπουν μέσω Ανακτόρων και Μητσοτάκη, για να αντιληφθεί στο πετσί του ότι οι «πνεύμονες» χρησίμευαν μάλλον να πνίγουν την Ελλάδα, παρά να της επιτρέπουν να αναπνέει.
Oι Έλληνες πολιτικοί κλήθηκαν να προτιμήσουν τα στρατηγικά συμφέροντα της Αυτοκρατορίας από τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, που συνέπιπταν με τη δημοκρατική αρχή της αυτοδιάθεσης. Αυτός ήταν ο λόγος που οι ΗΠΑ στήριξαν την ανάδειξη Καραμανλή, την αποστασία και τα πραξικοπήματα του 1967 και του 1973. Δυστυχώς, δυστυχέστατα, αυτός μας φαίνεται επίσης ο μόνος λόγος για τον οποίο ΗΠΑ-Βρετανία «λύσσαξαν» (από κοινού με τους κ.κ. Μητσοτάκη, Μπακογιάννη, Παπανδρέου), να ανατραπεί το 2008 ο Παπαδόπουλος, έστω και αν αυτό σήμαινε να ανεχθούν, κατά τρόπο εξαιρετικά παράδοξο, την άνοδο ενός, κατά δήλωσή του, αριστερού και κομμουνιστικού κόμματος όπως το ΑΚΕΛ, στην εξουσία μιας στρατηγικής χώρας-μέλους της ΕΕ! Αν κάποιος διαθέτει μια καλύτερη ερμηνεία αυτής της παραδοξότητας, καλοδεχούμενη.

Το Λονδίνο πίσω από τη διένεξη
Το 1831, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι της Κύπρου ενώθηκαν στην εξέγερση εναντίον της καταπιεστικής εξουσίας του σουλτάνου, με την υποστήριξη, φαίνεται, του προξένου της Γαλλίας, μιας χώρας αποικιακής μεν, αλλά σχετικά δημοκρατικότερης από τη Βρετανία. Η τελευταία έθεσε υπό την εξουσία της το νησί τον Ιούλιο του 1878 και, ήδη τον Σεπτέμβριο, δημιούργησε συμβούλιο διακυβέρνησης, η δομή του οποίου μοιάζει απελπιστικά με τη δομή εξουσίας του… σχεδίου Ανάν, 130 χρόνια αργότερα. Υπερεκπροσωπείται η μουσουλμανική μειοψηφία, υποεκπροσωπείται η πλειοψηφία, ώστε οι Βρετανοί, μέλη του συμβουλίου, μπορούν να πλειοψηφούν αθροιζόμενοι με τη μειοψηφία. Η μειοψηφία απέκτησε ισχυρό κίνητρο συνεργασίας με τον αποικιοκράτη, η πλειοψηφία ισχυρό λόγο δυσφορίας με τη μειοψηφία.
Από το 1878 μέχρι σήμερα, κύριος άξονας της βρετανικής πολιτικής στην Κύπρο παραμένει η χρήση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας για να ακυρωθούν βασικά δικαιώματα της πλειοψηφίας. Φυσικά τα δικαιώματα της μειοψηφίας οφείλουν να γίνονται σεβαστά, μέχρι του σημείου εκείνου όμως που δεν ανατρέπουν και καταστρατηγούν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Η γηραιά Αλβιών δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τους Τουρκοκυπρίους. Ενδιαφέρθηκε να τους χρησιμοποιήσει, για να αφαιρέσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, το θεμέλιο της απαίτησης του κυπριακού λαού να κάνει ο ίδιος κουμάντο στο νησί του και, άρα, να μην κάνει η Βρετανία.
Το μοντέλο του 1878, πολιτική και ενίοτε θεσμική ενσάρκωση της αρχής «διαίρει και βασίλευε», επανεμφανίζεται ως βρετανική απάντηση στο αίτημα αυτοδιάθεσης των Κυπρίων, που παίρνει, απολύτως φυσιολογικά, τη μορφή του αιτήματος για ένωση με την Ελλάδα, στη δεκαετία του 1950. Η Βρετανία εισηγείται στην Τουρκία να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την Κύπρο, ενώ είχε αποποιηθεί οποιωνδήποτε διεκδικήσεων με τη συνθήκη της Λωζάννης. Σε βρετανούς διπλωμάτες αποδίδεται η έμπνευση της βομβιστικής απόπειρας στο σπίτι του Κεμάλ, στη Θεσσαλονίκη, και του πογκρόμ των Ελλήνων της Πόλης που ακολούθησε. Το 1958, οι βρετανικές υπηρεσίες προκαλούν την πρώτη σφαγή Ελληνοκυπρίων από Τουρκοκύπριους. Εντείνουν τη δυσφορία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, στρατολογώντας Τουρκοκυπρίους στην εφεδρική αστυνομία, υπεύθυνη για τις διώξεις και βασανισμούς Ελληνοκυπρίων και φυσιολογικό στόχο της ΕΟΚΑ.
Για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι, αλλά στους οποίους οπωσδήποτε βάρυνε η απροθυμία της εξαρτημένης ελληνικής ηγεσίας να στηρίξει τον κυπριακό αγώνα, ο Μακάριος δέχτηκε το 1958 την ανεξαρτησία έναντι της ένωσης. Οι Βρετανοί, αφού εγκολπώθηκαν την παραχώρηση, αφοσιώθηκαν έκτοτε στο να στερήσουν το υπό δημιουργία κράτος κάθε πραγματικού περιεχομένου κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, όπερ επέτυχαν μέσω των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, που Καραμανλής και Αβέρωφ επέβαλαν στον Αρχιεπίσκοπο, παρά την αντίρρηση των εκπροσώπων της εξέγερσης Λυσσαρίδη και Παπαδόπουλου.
Οι συμφωνίες φτιάχτηκαν για να μη μπορούν να εφαρμοσθούν, ώστε η εσωτερική διαμάχη να υπονομεύσει τη δυνατότητα του νέου κράτους να λειτουργήσει, αναγκάζοντας αμφότερες τις κοινότητες να προστρέχουν στη βρετανική επιδιαιτησία. Κορυφαίοι Βρετανοί συνταγματολόγοι χαρακτήρισαν το κυπριακό σύνταγμα το πλέον δυσεφάρμοστο παγκοσμίως, μετά το κενυάτικο. Προβλεπόταν δικαίωμα βέτο της μειοψηφίας σε όλα σχεδόν τα θέματα. Τέτοιο καθεστώς δεν μπορούσε να λειτουργήσει – όπως σε Ινδίες, Αραβία, Αφρική, οι Βρετανοί κατόρθωσαν να προκαλέσουν μια αιματηρή εθνοτική διαμάχη, που έδωσε τελικά, μαζί με το made in USA πραξικόπημα του 1974, το αναγκαίο πρόσχημα για την τουρκική εισβολή.

Στο μέλλον δια του παρελθόντος
Δεν μπορούμε να το δείξουμε στο πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου, οι διαφορές όμως στην ιστορική ανάγνωση του κυπριακού απηχούν διαφορές στον τρόπο που η ελληνική ελίτ αντιμετωπίζει το διαχρονικό πρόβλημα εξάρτησης Ελλάδας-Κύπρου από τα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στη συζήτηση για την ιστορία κρύβεται μια συζήτηση για το μέλλον, για την πολιτική.
Οι εκπρόσωποι του ελληνικού νεοραγιαδισμού, όπως ο Αβέρωφ, προωθούσαν πάντα τη θεωρία των χαμένων ευκαιριών – φταίει το ξερό ελληνικό κεφάλι που δημιουργήθηκε και παραμένει άλυτο το κυπριακό. Βασιζόμενοι σε μια τέτοια ιστορική ερμηνεία, ζητούσαν και ζητάνε τον κατευνασμό ΗΠΑ, Βρετανίας, Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων, μέχρι του σημείου να καταργήσουν, εν ονόματι της μειοψηφίας, το κυπριακό κράτος, όπως συνέβη με το σχέδιο Ανάν, όπως πολύ φοβόμαστε ότι μπορεί να συμβεί με τις συμφωνίες Χριστόφια-Ταλάτ και όπως είναι η διαχρονική ιμπεριαλιστική επιδίωξη.
Στα χρόνια μας επιχειρούν να στήσουν μια κολοσσιαία απάτη, παρουσιάζοντας ως προοδευτική πολιτική τον ραγιαδισμό. Υποστηρίζουν μερικοί ότι ο διεθνισμός επιβάλλει παραίτηση από τα εθνικά δικαιώματα, παραίτηση που βεβαίως δεν γίνεται υπέρ οποιασδήποτε μειοψηφίας ή του παγκόσμιου σοσιαλισμού, που δεν θα τη χρειαζόταν αν υπήρχε, αλλά υπέρ της Αυτοκρατορίας.
Αν ο διεθνισμός των λαών έχει νόημα στην εποχή μας, τι άλλο μπορεί να είναι αυτό το νόημα από την υπεράσπιση των εθνών και των κρατών τους, απέναντι σε ένα σχέδιο που επιδιώκει να τα υποτάξει και να τα διαλύσει, από την ένωσή τους εναντίον της επιδίωξης μιας παγκόσμιας Δικτατορίας; Αλλά μια τέτοια ένωση προϋποθέτει τη δίκαιη, δεν μπορεί να στηριχθεί στην άδικη επίλυση των διαφορών τους.
Το να φύγει κάποιος από το πλαίσιο του δικού του έθνους για να συμπαραταχθεί στον αδικούμενο αδύναμο ενός άλλου έθνους που καταπιέζει είναι όντως πράξη μεγάλης γενναιότητας. Το να θυσιάσει θεμιτά εθνικά δικαιώματα του δικού του έθνους, για να γίνει αρεστός στους Αγγλοαμερικανούς, μοιάζει μάλλον πράξη δουλικότητας, αν όχι προδοσίας.
Όσες πολιτικές δυνάμεις υπερασπίστηκαν κατά καιρούς το κυπριακό κράτος, υλική πραγμάτωση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, χρειάστηκε, ακόμα κι όταν δεν τόθελαν αρχικά, να αντισταθούν σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο και να πάρουν συχνά το δρόμο για Μόσχα, Παλαιστίνη, Παρίσι ή Πεκίνο. Δυστυχώς όμως, είναι πολλοί οι εκπρόσωποι μιας νεοπλουτικής και απίστευτα επαρχιακής πολιτικής ελίτ, σε Ελλάδα και Κύπρο, που προτιμούν (με το αζημίωτο) τα αγγλοαμερικανικά σαλόνια και τα ελβετικά σαλέ.

1. Για το σχέδιο Ανάν, Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου, Η Αρπαγή της Κύπρου (το σχέδιο Ανάν ως εργαλείο της αμερικανικής στρατηγικής), Λιβάνης, Αθήνα 2004, Μίκη Θεοδωράκη, Γιατί ξαναλέμε όχι στο σχέδιο Ανάν, Καθημερινή, 3.5.2004. Επειδή αυτοί οι συγγραφείς μπορεί να θεωρηθούν εθνικιστές και μάλιστα Έλληνες, που είναι πολύ πιο επιβαρυντικό, παραπέμπουμε τον αναγνώστη στις Διαιρέσεις της Κύπρου, μιας από τις μεγάλες μορφές της διεθνούς, μαρξιστικής νέας αριστεράς, του Πέρι Αντερσον (εκδόσεις Άγρα, 2008).

2. Το βασικό περίγραμμα των ιδεών που οδήγησαν αργότερα στο σχέδιο Ανάν, πρωτοπαρουσιάστηκαν από Ισραηλινούς σε σεμινάρια για το κυπριακό που οργάνωσε το ίδρυμα Κόκκαλη, όπως μας διαβεβαίωσε ο ειδικός για τη Μέση Ανατολή Καθηγητής του Παντείου Αλέξανδρος Κούτσης, που συμμετείχε σε ένα από αυτά.

*Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος
Konstantakopoulos.blogspot.com
Σχόλια

Exit mobile version