Νικητής το αμερικανικό νόμισμα στον πρώτο γύρο εχθροπραξιών του ανταγωνισμού των υποτιμήσεων – Όλοι ανακαλούν τη νομισματική προϊστορία των παγκοσμίων πολέμων, κανείς όμως δεν είναι έτοιμος για ειρήνη

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου.

Η νέα έκφραση που μπήκε βίαια εδώ και ένα μήνα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, ο νομισματικός πόλεμος, ηχεί ως μια μεταφορά. Ωστόσο, ιστορικά έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κυριολεξίας. Η σύγκριση που γίνεται με τις συνθήκες της Μεγάλης Ύφεσης του 1929 η οποία εξελίχθηκε σε έναν ανταγωνισμό υποτιμήσεων μέχρι το 1932, με συμμαχίες χωρών και συναλλαγματικά καρτέλ, υπονοεί ακριβώς αυτό: ότι η κατάληξη αυτής της οικονομικής αναμέτρησης ήταν ένας κανονικός, θερμός παγκόσμιος πόλεμος με πραγματικά πυρά και δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς, κυρίως στην Ευρώπη. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί το πιο εφιαλτικό παράδειγμα στην ιστορία του καπιταλισμού για το πώς η βαθιά ύφεση στην οποία οδήγησε ο συναλλαγματικός ανταγωνισμός τα εμπλεκόμενα κράτη ξεπεράστηκε (για λογαριασμό του πιο τυχοδιωκτικού τμήματος του κεφαλαίου) μ’ ένα κρεσέντο εξοπλισμών. Που, τελικά, χρησιμοποιήθηκαν μέχρι τέλους εξοντώνοντας τον ανθό της Ευρώπης.

Και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα. Οι ιστορικοί της οικονομίας ανάγουν την αφετηρία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην απόσπαση της Βρετανίας από τον κανόνα του χρυσού (δηλαδή τη σύνδεση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων με μιαν ελάχιστη ποσότητα του πολύτιμου μετάλλου) στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια να καταστήσει τη στερλίνα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και να κεφαλαιοποιήσει τα κεκτημένα της αποικιοκρατικής ισχύος της. Πολύ πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι, άλλωστε, ο πόλεμος του Βιετνάμ. Ήταν οι δαπάνες αυτού του πολέμου και όσων προηγήθηκαν (στην Κορέα και αλλού) που ώθησαν τις ΗΠΑ να κηρύξουν «νομισματικό πόλεμο», να σπάσουν, δηλαδή, τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και να αποδεσμεύσουν το δολάριο από τη σταθερή ισοτιμία των 35 δολαρίων ανά ουγκιά χρυσού που αποτελούσε τη συνθήκη ισορροπίας της μεταπολεμικής περιόδου. Έχοντας συγκεντρώσει το 80% του «νομισματικού» χρυσού στον κόσμο, οι ΗΠΑ επέβαλαν οριστικά το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, κρατώντας για τον εαυτό τους τη δυνατότητα να αυξομειώνουν την ποσότητά του κατά βούληση και τυπώνοντας όσα δολάρια χρειάζονταν για τις «απελευθερωτικές» ανά τον κόσμο ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις τους.
Αυτή την ιστορική σύνδεση του νομισματικού ανταγωνισμού με τις πολεμικές εκτονώσεις του είχε στο νου του, άλλωστε, και ο «μάγος» της ιμπεριαλιστικής διπλωματίας Χένρι Κίσινγκερ όταν, μιλώντας πριν μερικές εβδομάδες στη Γενεύη, υπενθύμισε τις οδυνηρές εμπειρίες του 20ού αιώνα. «Σήμερα, μπορεί να μην υπάρχει ορατός κίνδυνος για έναν παγκόσμιο πόλεμο, υπάρχει όμως κίνδυνος μικρότερων ή μεγαλύτερων συρράξεων, έως ότου καταλήξουμε τελικά σε μία νέα τάξη πραγμάτων και μία νέα ισορροπία δυνάμεων… Πιθανότατα θα υπάρξει για κάποιο διάστημα χάος. Αργά ή γρήγορα, όμως, τα πράγματα θα καταλαγιάσουν σε μία νέα τάξη πραγμάτων», είπε ο Κίσινγκερ, έμπειρος ο ίδιος στην αρχιτεκτονική του χάους.
Μέχρι να «ανακαλυφθεί» αυτή η «νέα τάξη», ο κόσμος θα βιώσει πολλές εχθροπραξίες του νομισματικού πολέμου που μια τρίχα τον χωρίζει από το να εξελιχθεί και σε καθ’ αυτό εμπορικό πόλεμο που θα πνίξει σε ένα σαρωτικό κύμα προστατευτισμού, «εθνικών» δασμολογικών πολιτικών και εμπάργκο όλο το οικοδόμημα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και τις συμφωνίες απελευθέρωσης του εμπορίου.
Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ να καθησυχάζει ότι «δεν θα γίνει συναλλαγματικός πόλεμος», μπορεί επίσης η έκθεση που παρουσιάστηκε χθες στο αμερικανικό Κογκρέσο να στρογγύλεψε αρκετά τη ρητορική κατά της Κίνας για τη συγκράτηση του νομίσματός της, ωστόσο αυτά έγιναν εκ του ασφαλούς. Το δολάριο έχει τις τελευταίες εβδομάδες υποτιμηθεί σε επίπεδα ρεκόρ πολλών ετών, έναντι σειράς νομισμάτων (του γουάν, του αυστραλέζικου δολαρίου, του ελβετικού φράγκου, του βραζιλιάνικου ρεάλ, και πολλών ασιατικών νομισμάτων) και βρέθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο δεκαπενταετίας έναντι του ιαπωνικού γεν. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών έχουν πουλήσει πάνω από 50 δισεκατομμύρια δολάρια τις τελευταίες εβδομάδες προκειμένου να συγκρατήσουν μια, καταστροφική για τις εξαγωγές τους, ανατίμηση των εθνικών τους νομισμάτων.
Ωστόσο, τα τελευταία 24ωρα επέδειξαν διάθεση ανακωχής ή και συνθηκολόγησης. Το σήμα έδωσε η Κεντρική Τράπεζα της Σιγκαπούρης, που ανακοίνωσε επίσημα ότι θα επιτρέψει την «ήπια ανατίμηση» του δικού της δολαρίου, εξωθώντας σε ανάλογη στάση πολλές ασιατικές χώρες. Το ευρώ δεν έλειψε από το χορό της ανατίμησης, ξεπερνώντας τα 1,41 δολάρια. Όλα αυτά εν αναμονή μιας κίνησης «ποσοτικής χαλάρωσης» από την πλευρά της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ που θα εκφραστεί σε μαζική αγορά ομολόγων. Πράγμα που, ουσιαστικά, αντιστοιχεί σε μαζική έκδοση νέων χάρτινων δολαρίων, δηλαδή εικονικού, πιστωτικού χρήματος ύψους 1 τρισ.! Στον πρώτο γύρο του νομισματικού πολέμου στον οποίο όλοι θέλουν… να χάσουν, οι Αμερικανοί βγαίνουν νικητές.

Υπερτιμητική κερδοσκοπία…με μπαλαντέρ την οικουμενική λιτότητα
Τι σημαίνουν, όμως, για τις κοινωνίες όλες αυτές οι πολύπλοκες κινήσεις κεφαλαίων από χώρα σε χώρα;
Πρώτον, σημαίνουν μια επιχορηγούμενη, μαζική φυγή κεφαλαίων από κάθε παραγωγική δραστηριότητα και τη διαρκή «απασχόλησή» τους με την υπερτιμητική (αυτή τη φορά) κερδοσκοπία εις βάρος όλων των νομισμάτων, πλην του δολαρίου.
Δεύτερον, σημαίνουν μια παγιοποίηση των πολιτικών λιτότητας και υποτίμησης της εργασίας στις πλουσιότερες χώρες του πλανήτη. Οι κυβερνήσεις, απορροφημένες στον «πόλεμο» των εξαγωγών, απωθούν κάθε ιδέα να επιτύχουν την επιθυμητή ανάκαμψη, ενισχύοντας έστω και κατ’ ελάχιστο την εσωτερική ζήτηση, άρα τα εισοδήματα και τις αμοιβές.
Τρίτον, εκφράζουν τη διεύρυνση και ενίσχυση της ηγεμονίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της καπιταλιστικής οικονομίας. Η διεθνής τοκογλυφία, ρισκάροντας να φέρει τον κόσμο σε μια κατάσταση συναλλαγματικού χάους, οδηγεί τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2007 στην αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων στην τρίτη μετάλλαξή της: Αφού μετέτρεψαν σε κρίση του παγκόσμιου κρατικού χρέους τα προγράμματα σωτηρίας τους, οι οίκοι της «Πίστεως» επενδύουν τώρα στη νομισματική κρίση.
Τέταρτον, οδηγούν τις πολιτικές ηγεσίες πλούσιων και αναπτυσσόμενων χωρών σε μια πολυδιάσπαση αλληλοαναιρουμένων και ανταγωνιστικών επιλογών. Άλλες θα επιτρέψουν να ανατιμηθούν τα νομίσματά τους για να στηρίξουν τις επενδύσεις τους σε τρίτες χώρες. Άλλες θα κάνουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή θα συγκεντρώσουν δισεκατομμύρια άχρηστα δολάρια για να αποτρέψουν ανατίμηση των νομισμάτων τους και να σώσουν τις εξαγωγές τους. Και άλλες θα προσπαθήσουν να φρενάρουν την εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων με αύξηση φόρων, όπως έκανε ήδη η Βραζιλία. Και, αντιστρόφως, άλλες θα προσπαθήσουν να υψώσουν φραγμούς στις εισαγωγές, καταφεύγοντας στον προστατευτισμό (για μερικές χώρες άλλωστε αυτός γίνεται όρος επιβίωσης των κοινωνιών). Αυτό το μείγμα ετερόκλητων πολιτικών και οι πιθανοί συνδυασμοί τους, οδηγούν σε πλήρη αποσύνθεση τους ισχύοντες «κανόνες» σταθερότητας στις εμπορικές συναλλαγές και, επομένως, σε μια ισχυρή τάση «από-παγκοσμιοποίησης» με άγνωστες συνέπειες.
Πέμπτον, εφόσον δεν επιτευχθεί ένας συμβιβασμός κορυφής (μια ευκαιρία θα έχουν οι ηγεσίες των πλουσιότερων χωρών στη σύνοδο κορυφής του G20, στη Σεούλ τον ερχόμενο μήνα), είναι πολύ πιθανό η επόμενη φάση του νομισματικού-εμπορικού πολέμου να οδηγήσει σε μπλοκ και συμμαχίες χωρών των οποίων η σύνθεση δεν είναι σήμερα ορατή. Μπορεί, βέβαια, κανείς να υποθέσει ότι παραδοσιακές γεωστρατηγικές συμμαχίες θα εκφραστούν και σ’ αυτόν τον ακήρυκτο πόλεμο (ιδιαίτερα για ανοικτά υποτελείς χώρες), Μπορεί επίσης να δούμε την υποβόσκουσα για δεκαετίες ευρω-αμερικανική αντίθεση να παίρνει διαστάσεις εμπορικής σύρραξης. Υπάρχουν, ωστόσο, κινήσεις των μεγάλων «παικτών» που δίνουν μια ιδέα για νέες διασταυρώσεις: αίφνης η Κίνα- πέτρα του σκανδάλου, υποτίθεται, στον νομισματικό πόλεμο- έχει εγκαινιάσει δειλά εταιρικές σχέσεις για απευθείας συναλλαγές του γουάν με άλλα νομίσματα, παρακάμπτοντας το δολάριο. Το συζητάει με τη Ρωσία, το συμφώνησε ήδη με τη Βραζιλία και την Τουρκία, το κάνει ήδη και με το ευρώ.
Προς το παρόν, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συνδυάσει δεδομένα και εικασίες. Ένας πολιτικός συμβιβασμός κορυφής ανάλογος με τη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς το 1944 ή τη συμφωνία του Πλάζα το 1985 είναι εξίσου πιθανός με το σενάριο ενός «πολέμου». Και οι δύο συμφωνίες, πάντως, είχαν και «θύματα ειρήνης», όπως η Ιαπωνία, και έναν αδιαμφισβήτητο νικητή τις ΗΠΑ, που χρησιμοποίησαν αφειδώς το δολάριο ως συμπλήρωμα της καταστρεπτικής στρατιωτικής μηχανής τους.

 

Ο παράγοντας Κίνα και η αφοπλιστική ειλικρίνεια του κ. Γουέν

Στις σημερινές συνθήκες υπάρχουν και δύο σχετικά νέοι αποτρεπτικοί παράγοντες μιας γενικής «σύρραξης» στον ανταγωνισμό των υποτιμήσεων.
Ο πρώτος έχει να κάνει με το βαθμό παγκοσμιοποίησης τόσο του βιομηχανικού όσο και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ο τρόπος που οι πολυεθνικές επιχειρήσεις «σκορπούν» την παραγωγική τους δραστηριότητα σ’ όλο τον κόσμο, κυνηγώντας πάντα το χαμηλό κόστος παραγωγής καθιστά εξαιρετικά κρίσιμη την επιλογή στρατοπέδου στον πόλεμο των εξαγωγών. Και αυτό ισχύει – αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό- και για τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που είναι αδύνατο να κερδίζουν ταυτόχρονα παντού.
Ο δεύτερος αποτρεπτικός παράγοντας είναι η Κίνα, μια πραγματική οικονομική και νομισματική υπερδύναμη, με την απίστευτη ρευστότητα των 2,5 τρισ. δολαρίων που αν χρησιμοποιούνταν τόσο μαζικά όσο οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσαν το δολάριο θα μπορούσαμε να δούμε έναν κανονικό οικονομικό Αρμαγεδδώνα. Ωστόσο, η Κίνα χρησιμοποιεί προς το παρόν μάλλον με φειδώ τα όπλα της. Ένας από τους λόγους είναι ότι ακόμη υστερεί στα άλλα, τα κανονικά όπλα. Δεν έχει αποκτήσει τον αέρα της «αυτοκρατορίας» που είναι έτοιμη να επιβάλει την πυγμή της και στρατιωτικά. Ο δεύτερος λόγος είναι μάλλον πιο ταπεινός, πιο γήινος και τον εξήγησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο Κινέζος πρωθυπουργός Γουέν Τζιαμπάο στις επαφές του με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Απαντώντας στις πιέσεις να απελευθερώσει την ισοτιμία του γουάν, ο Γουεν είπε:  «Αν αυξάναμε κατά 20% ή 40% το γουάν, όπως κάποιοι μας ζητούν, πολλά από τα εργοστάσιά μας θα έκλειναν και η κοινωνία θα οδηγούνταν σε αναταραχή. Πολλές από τις εξαγωγικές μας βιομηχανίες θα έπρεπε να κλείσουν, μετανάστες εργάτες θα έπρεπε να γυρίσουν στα χωριά τους. Το να οδηγηθεί η Κίνα σε κοινωνική και οικονομική αναταραχή θα ήταν μια καταστροφή για τον κόσμο». Πιο συστημικός απ’ όλους ο κ. Γουέν θυμίζει στους διεθνείς εταίρους του (και επίδοξους συναλλαγματικούς εχθρούς του) ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός εξαρτάται- μεταξύ άλλων- από ένα απολυταρχικό καθεστώς που προς το παρόν επιβάλλει αποτελεσματικά το νόμο της σιωπής ή της ανοχής στο ένα τέταρτο της ανθρωπότητας…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!