Οι κάλπες, οι ανακατατάξεις, τα μαγειρέματα και το «φαινόμενο Μόντι». Του Μάρκο Σαντοπάντρε

Στις 24 Φλεβάρη θα διεξαχθούν εκλογές για τη νέα Bουλή στην Ιταλία, αλλά η προεκλογική καμπάνια έχει ήδη ξεκινήσει. Πριν από ένα χρόνο ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε από πρωθυπουργός, υποτασσόμενος στις πιέσεις και τις απειλές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χειραγωγικών της μηχανισμών. Οι Οίκοι Αξιολόγησης είχαν επανειλημμένα υποβαθμίσει την ιταλική οικονομία και η αλματώδης άνοδος του σπρεντ (της διαφοράς ανάμεσα στα ιταλικά κρατικά ομόλογα από τα αντίστοιχα γερμανικά) έδωσαν το πράσινο φως στον Tύπο, στην φιλο-Ε.Ε. κεντροαριστερή αντιπολίτευση και στα ισχυρά εθνικά και διεθνή λόμπι, για να ζητήσουν μια «εξωτερική» επέμβαση προκειμένου να σωθεί η χώρα από τη χρεοκοπία.
Έτσι, ο «τεχνοκράτης» Μάριο Μόντι διορίστηκε διά βίου γερουσιαστής και αμέσως μετά πρωθυπουργός, αναγκάζοντας τον Μπερλουσκόνι να κάνει ένα βήμα πίσω και να αποδεχτεί τη συγκυβέρνηση με τους κεντρώους του UDC και του Δημοκρατικού Κόμματος (PD).
Στους τελευταίους 13 μήνες ο σεμνός και προσεκτικός Μόντι μεταλλάχθηκε σε πληθωρικό και αυταρχικό πρωθυπουργό. Στην αρχή η προπαγάνδα των ΜΜΕ και η ολοκληρωτική αποτυχία της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι -που ενεπλάκη σε πλήθος σκανδάλων και στη διαφθορά- βοήθησαν ώστε ο Μόντι να προβληθεί τόσο μέσα στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό σαν ο «σωτήρας της πατρίδας». Η ιταλική κοινή γνώμη, ιδιαίτερα η κοινωνική βάση του PD και της Κεντροαριστεράς, φάνηκε γοητευμένη από μια προσωπικότητα αναγνωρισμένη και αποδεκτή από Γαλλία και Γερμανία, όχι πια αντικείμενο γελοιοποίησης και σατιρικών σχολίων όπως ο Μπερλουσκόνι. Εν τω μεταξύ το σπρεντ κατέβαινε, ενώ αντίθετα βελτιωνόταν η αξιολόγηση της Ιταλίας από τους Οίκους Αξιολόγησης.

Τα «επιτεύγματα του Μόντι»
Αλλά ο «μήνας του μέλιτος» ανάμεσα στην κοινή γνώμη και την κυβέρνηση κράτησε πολύ λίγο. Η κυβέρνηση Μόντι αποδείχτηκε σκληρός εκτελεστής των επιταγών των Βρυξελλών και της Φρανκφούρτης, προωθώντας μέσα σε λίγους μόνο μήνες αναδιαρθρώσεις που η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι είχε αρνηθεί ή δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει εξαιτίας των αντιτιθέμενων συμφερόντων των κοινωνικών τάξεων που την υποστήριζαν.
Η κυβέρνηση Μόντι παρέτεινε την ηλικία συνταξιοδότησης, προώθησε ένα σχέδιο εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων υπηρεσιών και του νερού, την οποία είχε καταψηφίσει η πλειοψηφία των πολιτών στο δημοψήφισμα του 2011. Επέκτεινε ακόμη περισσότερο την επισφαλή εργασία και νομιμοποίησε τις εύκολες απολύσεις των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, έκανε περικοπές δισεκατομμυρίων στην Παιδεία και την Υγεία. Κατήργησε τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και υποστήριξε τον διευθυντή της ΦΙΑΤ Σέρτζιο Μαρκιόνε στην αντιπαράθεσή του με τα συνδικάτα που διαφωνούσαν στο κλείσιμο πολλών θυγατρικών της εταιρίας στην Ιταλία.
Κύρια όμως η κυβέρνηση Μόντι, με την ψήφο του 90% των βουλευτών, κατόρθωσε να συμπεριλάβει στο Σύνταγμα τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού και το δημοσιονομικό σύμφωνο. Δύο μέτρα που επέβαλε η τρόικα και πλήττουν την ανεξαρτησία του Κοινοβουλίου, ενώ απαγορεύουν στις μελλοντικές κυβερνήσεις οιασδήποτε κομματικής απόχρωσης να λάβουν μέτρα υπέρ του κοινωνικού κράτους, αφού θα τους επιβάλλουν τις επόμενες δεκαετίες να δεσμεύουν μεγάλο μέρος των εσόδων για την αποπληρωμή του χρέους και την «εξυγίανση» του κρατικού Προϋπολογισμού.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο, δεν δίστασε να υποστηρίξει ένα κανονικό «πραξικόπημα» που επέβαλαν οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου το οποίο συνδέεται με την Ε.Ε. Ο Ναπολιτάνο υποστήριξε δημόσια την αναγκαιότητα των μέτρων λιτότητας και των θυσιών και πριμοδότησε την άνοδο του Μόντι στην κυβέρνηση, καθώς και των υπουργών του που προέρχονται από τον κόσμο των τραπεζών και του χρηματιστικού τομέα, τη βιομηχανία, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τους κύκλους του Βατικανού.
Μια κυβέρνηση που προώθησε με αυταρχισμό την κατάπνιξη των κοινωνικών αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν ενάντια στις αντιλαϊκές πολιτικές που επέβαλε η τρόικα. Ο αριθμός των διαδηλώσεων που χτυπήθηκαν από την αστυνομία έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα, ενώ σκληρά χτυπήματα δέχτηκαν όχι μόνο οι ακτιβιστές της κοινωνικής Αριστεράς και του ριζοσπαστικού συνδικαλισμού βάσης, αλλά και φοιτητές, μεταλλωρύχοι, βιομηχανικοί εργάτες και εργαζόμενοι στα νοσοκομεία που έκλειναν σχεδόν κάθε μέρα…

Η πολιτική γεωγραφία
Σήμερα κατεβαίνουν στις εκλογές εκπρόσωποι των λόμπι που συσπειρώθηκαν δίπλα στον Μόντι με δικές τους λίστες, επιχειρώντας να επιβάλουν και στο χώρο της πολιτικής εκπροσώπησης τη «βαθιά» διαπλοκή κοινωνικών και οικονομικών κύκλων που διαμορφώθηκαν σε 13 μήνες εξουσίας. Η αυτόνομη παρουσία του κόμματος του Μόντι, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία επιχειρηματιών και αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας, δημιουργεί πολλά προβλήματα στο Δημοκρατικό Κόμμα – PD. Το PD υποστήριξε τον Μόντι χωρίς αναστολές, αλλά τώρα πρέπει να αναμετρηθεί με ένα καινούργιο κεντροδεξιό κόμμα, ανταγωνιστικό με το κόμμα του Μπερλουσκόνι, αλλά και με τη συμμαχία που έχει συμπήξει το PD και η μετριοπαθής Αριστερά του SEL, του Νίκι Βέντολα (ιταλική εκδοχή της ΔΗΜΑΡ).
Στα δεξιά η παλιά καραβάνα, ο Μπερλουσκόνι, αποφάσισε να τεθεί ξανά επικεφαλής της συμμαχίας του που όμως είχε αρκετές απώλειες: στελέχη και δραστήρια μέλη μεταγράφηκαν στις νέες λίστες του Μόντι με το επιχείρημα της πίστης στην Ε.Ε. και στον «εκσυγχρονισμό». Ο Μπερλουσκόνι δεν έχει καμιά ελπίδα να κερδίσει στις εκλογές: οι δημοσκοπήσεις του δίνουν 15-20% έναντι ποσοστού 50% που προβλέπεται να πάρουν τα PD-SEL μαζί με τον Μόντι. Όμως βασίζεται σε μια προπαγάνδα ανοιχτά κατά των μέτρων λιτότητας και των απαιτήσεων της τρόικας, όπως και κατά των εκβιασμών της Γερμανίας, που τα αριστερά κόμματα με δυσκολία αποδέχονται.
Επίσης, μια άλλη πολιτική δύναμη, υπό την ισχυρή ηγεσία του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, μεταχειρίζεται το λαϊκισμό και την κριτική προς την Ε.Ε. για να κερδίσει κόσμο, και θα μπορούσε να πάρει πάνω από το 10% των ψήφων.
Στο πλαίσιο αυτό, λίγα απομένουν για την Αριστερά. Τέσσερα κόμματα Κεντροαριστεράς και Αριστεράς -η Κομμουνιστική Επανίδρυση, οι Πράσινοι, οι Ιταλοί Κομμουνιστές και η Ιταλία των Αξιών- ενώθηκαν στη λίστα της «Κοινωνικής Επανάστασης» με επικεφαλής τον πρώην εισαγγελέα που διακρίθηκε σε δίκες ενάντια στη Μαφία, Αντόνιο Ινγκρόια. Προς δυσαρέσκεια κοινωνικών κινημάτων και επιτροπών βάσης που έλπιζαν σε μια λίστα ενάντια στο δημοσιονομικό σύμφωνο, στη λιτότητα, στις στρατιωτικές δαπάνες, στον αντίποδα της κοινής λίστας PD-SEL.
Για αρκετό κόσμο οι εκλογές του Φλεβάρη θα είναι οι πιο ανούσιες/άχρηστες εκλογές από το 1945 μέχρι σήμερα. Είναι γνωστός ο νικητής και το κυβερνητικό πρόγραμμα έχει ήδη καταρτιστεί από τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη.

* Ο Μάρκο Σαντοπάντρε
 είναι διευθυντής του Radio Città Aperta

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!