Του Μάρκου Δεληγιάννη. Η βροχή μαστιγώνει τους έρημους δρόμους της πολιτείας.

Μια γκριζοπράσινη γλίτσα τυλίγει τις γειτονιές. Η καπνιά, καθώς ξεπροβάλλει αμέριμνη απ’ της καμινάδας το μαυρισμένο στόμα, το βάζει στα πόδια, κυνηγημένη απ’ του νοτιά τη μανία και χάνεται μες την απεραντοσύνη του ουράνιου θόλου, αφού προηγουμένως φιλοδώρησε με μονοξείδιο του άνθρακα τους ιθαγενείς, χωρίς διάκριση καμιά να κάνει σε χρώμα, αίμα και καταγωγή. Νύχτα παγερή, κατασκότεινη. Μόνο του ανέμου η ανάσα ταράζει της σιγής την περίοδο. Αφόρητη σιγή επιβλήθηκε από τους πραίτορες.
Ανησυχία φωλιάζει στης τρόικας τ’ απρόσιτα μπαλκόνια. Προσοχή! Μην ξυπνήσουν τα νεκρά αγόρια της Λάρισας, ώρα μεσάνυχτα, τούτη τη νύχτα τη χειμωνιάτικη. Τότε, αλίμονο, γιατί αυτά θα σηκωθούν και πάλι ολόρθα, τα δηλητηριασμένα σπλάχνα τους να υψώσουνε σημαία κι αμίλητα να προχωρήσουνε, σαν αστραπές που αυλακώνουνε το μέλλον. Θ’ αναποδογυρίσουνε τα φέρετρα κι έτσι όλοι οι τραγικοί αυτόχειρες -πεντέμισι χιλιάδες άνθρωποι- θα τινάξουν από πάνω τους τα σκουλήκια της φθοράς και θα σηκώσουν τις γροθιές τους. Ένα δάσος απέραντης οργής θα εμφανισθεί, έτοιμο να σκεπάσει τις σκοτεινές πλατείες. Οι δρόμοι, ξαφνικά, θα πλατύνουν. ΟΙ τοίχοι, σπρωγμένοι απ’ του πλήθους την προέλαση, θα καταρρεύσουνε. Χλαλωή και κουρνιαχτός θα επακολουθήσει. Κι ύστερα πάλι σιωπή. Μόνο που τώρα θ’ ακούγεται ο χτύπος μιας πελώριας καρδιάς, σαν ταμπούρλο, που δίνει ρυθμό στο σήμερα, καθώς αυτό βαδίζει αντάμα με το αύριο.
Κι οι συγκλητικοί περιφρόντιδες, συνεδριάζουν κουκουλωμένοι με τις φαιές τηβέννους τους. Προσπαθούν απελπισμένα το θάνατο, την ερήμωση, την εκποίηση της πατρώας γης, την ανεργία, την κατεδάφιση της αξιοπρέπειας, των ραβδούχων τις περιπολίες, να τα καλύψουν, να τα μεταμφιέσουν με ψιμύθια φτηνά, με κακόγουστα μασκαρέματα και να πείσουν τους πολίτες αυτής της υπόδουλης χώρας, πως όλα αυτά είναι μυθεύματα. Είναι της Αριστεράς κατασκευάσματα. Μια φάρσα κακοπαιγμένη.
Όμως, εκλαμπρότατοι, όσο κι αν πλύνετε τις πληγές απ’ τις σκόνες και απ’ τα αίματα, όσο κι αν προσπαθήσετε τις φοβερές ουλές να κλείσετε με άκομψα φκιασίδια, κανένα δεν θα πείσετε. Εσείς, ω συγκλητικοί, πιστοί στον όρκο σας που δώσατε στη Ρώμη, βαυκαλίζεστε πως κάπως έτσι θα διαφυλάξετε αλώβητο το πέρασμά σας απ’ τα κιτάπια της Ιστορίας; Θαρρείτε πως λίγα φτηνά αρώματα και κρέμες αμφιβόλου χρησιμότητας, θα λευκάνουν τις δηλητηριασμένες σάρκες των αγοριών; Νομίζετε πως οι αργυρώνητοι αστέρες των τηλεοπτικών παραθύρων, ή οι βαρύγδουπες πομφόλυγες, θα επιβάλουν τη δική σας αλήθεια; Όχι! Το έγκλημα παραμένει. Το μασκάρεμα του νεκρού, όσο μεγαλόπρεπα κι αν είναι τα στολίδια κι οι φορεσιές, οι ψεύτικες, οι φανταχτερές, κανένα δεν πείθουν. Πίσω από τα απαστράπτοντα φέρετρα, τα άηχα τα λόγια, τα ξαναφορεμένα ενδύματα, προβάλλει αμασκάρευτη η αλήθεια. Πόσο ακόμα θα την κρύβετε; Σε λίγο οι αποκριές τελειώνουν. Μέχρι πότε η νιότη, αδιάφορος θεατής, θα παρακολουθεί τη δυστυχία της; Όσο απέραντη κι αν είναι η νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής, η πολυπόθητη Πασχαλιά θ’ ανατείλει.
Άραγε αναρωτηθήκατε ποτέ ποια όνειρα συντρόφευαν των αγοριών το ταξίδι για το φτάσιμο στην Ιθάκη, στη δική τους Ιθάκη; Δεν ζητούσαν πολλά εκλαμπρότατοι προγάστορες. Λίγο φως, ένα ποτήρι γάλα, ένα βιβλίο. Δεν ζητούσαν και τόσα πολλά. Να μην κοιμηθούν τρέμοντας μέσα στην αδειανή κάμαρα. Κρύωναν μα δεν ζητιάνευαν. Κρατούσαν ένα σιωπηλό λουλούδι και το ζωγράφιζαν στις άγραφες σελίδες του ημερολογίου του πλοίου που μπαρκάρανε. Ταξίδι για την Ιθάκη.
Αλήθεια, άραγε αναρωτηθήκατε εσείς, που τόσο εύκολα σκορπάτε λόγια στις ανούσιες τηλεοπτικές κοκορομαχίες, ποια ήταν τα όνειρα των άμοιρων μανάδων; Πώς είχαν φανταστεί το πρώτο ταξίδι των βλαστών τους; Κι όμως αυτές δεν ζήτησαν τη χλιδή σας να τους μοιράσετε. Το μόνο που ήθελαν, το μόνο που λαχταρούσαν ήταν το παράθυρό τους ν’ ανοίξουν, να χαμογελάσουν στη θάλασσα και να χαρούν το θαρραλέο φτερούγισμα των νεοσσών τους προς τη ζωή.
Ανήμπορες οι λέξεις, φίλοι μου, να συνθέσουν τη συμφωνία της παραφροσύνης, καθώς στρατιές ροπαλοφόρων επιτίθενται σε παιδιά. Βρίζουν, κακοποιούν, ποδοπατούν το μέλλον αυτού του δύσμοιρου τόπου. Κι η βία ανενόχλητη παρελαύνει. Και οι μήτρες, χαίνουσες πληγές, στενάζουν για την ορφάνια της επερχόμενης γενιάς. Καιρός να μιλήσουμε, επιτέλους, απλά στον κόσμο, όπως κανείς απλά πεινάει, όπως απλά θλίβεται για τον εξαφανισμό του δάσους, όπως αγαπάει κανείς, όπως πεθαίνει, τόσο απλά. Έτσι απλά να βροντοφωνάξουμε στον κόσμο πως η λύση είναι μια: Αυτοί, οι εραστές των θώκων, θα πρέπει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, να εξαφανιστούν από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής του τόπου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!