Εκδόσεις Κέδρος, 2007. Παρουσίαση: Γιώργος Βοϊκλής.

Δύο εννιάχρονα αγόρια ανταμώνουν σ’ ένα έρημο, γυμνό και σκοτεινό τοπίο, στη μέση του πουθενά. Ανάμεσά τους ένα απέραντο πανύψηλο συρματόπλεγμα. Το καθένα βιώνει τη δική του μοναξιά και το δικό του δράμα που, για το ένα από αυτά, είναι φρικτή τραγωδία.

Κάθε απόγευμα κάθονται αντικριστά στο χώμα, με το συρματόπλεγμα ανάμεσά τους και κουβεντιάζουν ή μάλλον ακούνε το ένα το μονόλογο του άλλου. Γιατί οι κόσμοι τους είναι τόσο διαφορετικοί και τόσο ακατανόητοι, που δεν υπάρχει δυνατότητα διαλόγου ανάμεσά τους. Ακατανόητος, άλλωστε, είναι κι ο δικός του κόσμος για το καθένα απ’ αυτά. Κι όμως, όχι απλά επικοινωνούν, αλλά κατακτούν την πιο βαθιά, την πιο δυνατή ανθρώπινη σχέση, αυτή που μόνο στην άδολη ψυχή των παιδιών μπορεί να φυτρώσει και ν’ ανθίσει.

Θα περάσει περίπου ένας χρόνος μ’ αυτή την παράξενη καθημερινή επικοινωνία, μέχρι να βρεθούν από την ίδια πλευρά του συρματοπλέγματος, ντυμένα και τα δύο με την ίδια ριγέ πιτζάμα και να έχουν την πρώτη σωματική επαφή τους, να πιάσει το ένα το χέρι του άλλου. Μέχρι να ξεκινήσουν το πρώτο παιχνίδι τους.

Η εξερεύνησή του, όμως, δεν θα διαρκέσει για πολύ. Πιασμένα απ’ το χέρι θα προχωρήσουν ή μάλλον θα σπρωχτούν, στη σιωπηλή πορεία που οδηγεί στη σκοτεινή «έξοδο». Στη «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», κατά τον αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας.

Ούτε αυτά ούτε ο ανήλικος αναγνώστης του βιβλίου δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς γίνεται στις δύο πλευρές του συρματοπλέγματος. Ο ενήλικος, βέβαια, που ξέρει τι σημαίνει ναζισμός και τι σημαίνει Άουσβιτς, σύντομα αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Μόνο αυτός, όμως, καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει το γεγονός πως το ένα παιδί είναι ένα από τα εκατοντάδες Εβραιόπουλα που είναι κλεισμένα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς και το άλλο ο γιος του διοικητή του στρατοπέδου, στενού συνεργάτη του Χίτλερ.

Στο βιβλίο, από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα του, δεν υπάρχουν παρά αυτά που αντιλαμβάνονται τα δύο παιδιά-ήρωές του. Όλα είναι ιδωμένα με τα δικά τους μάτια, είναι γραμμένα στο δικό τους νοητικό, συναισθηματικό και γνωστικό επίπεδο. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το πώς ο συγγραφέας καταφέρνει να ταυτιστεί με τους μικρούς του ήρωες, να «μπει στο πετσί τους» και να μιλήσει τη γλώσσα τους.

Αυτός, βέβαια, είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να γραφτεί ένα μυθιστόρημα για παιδιά με θέμα το ολοκαύτωμα των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα. Όχι μόνο γιατί η φρίκη τους είναι «αυστηρώς ακατάλληλη για ανηλίκους», αλλά γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να ιστορήσει το άρρητο.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο συγγραφέας «πετάει το μπαλάκι» στους γονείς, τους παππούδες και τους δασκάλους των παιδιών που θα διαβάσουν το βιβλίο και θα ζητήσουν διευκρινίσεις για όσα αποσιωπούνται ή απλώς υπαινίσσονται στις σελίδες του. Δεν θα πρέπει να πέσουν σ’ αυτήν την παγίδα. Αυτά που δεν κρίνει σκόπιμο να πει ο συγγραφέας δεν θα μπορούσαμε να τα πούμε εμείς στα παιδιά καλύτερα απ’ αυτόν. Το βιβλίο λειτουργεί μόνο του έτσι όπως είναι γραμμένο, τουλάχιστο για παιδιά από 10 μέχρι 14 ετών. Από εκεί και μετά το παιδί και θα μάθει και θα καταλάβει. Στο να καταλάβει, μάλιστα, θα το βοηθήσουν αυτά που θα αφήσει μέσα του αυτό το βιβλίο∙ η κατανόηση, δηλαδή, της βαθύτερης ουσίας της ανθρώπινης επικοινωνίας. Άλλωστε, έτσι όπως είναι γραμμένο το βιβλίο αυτό, αποκτάει ευρύτερη και διαχρονική εμβέλεια, καθώς θα μπορούσε να αναφέρεται σε κάθε περίπτωση κοινωνικού αποκλεισμού, φαινόμενο που, δυστυχώς, βρίσκεται σε έξαρση στην εποχή μας.

Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για ένα σπάνιο, μοναδικό, θα έλεγα, βιβλίο που, με λιτό και αδρό τρόπο μάς βοηθάει, μικρούς και μεγάλους, να διαβούμε τα πιο δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας μας αλλά και της ζωής μας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!