Του Σταύρο Γεωργά. Στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης, τα τραγούδια των υφαντουργών αποτύπωναν την απελπισία που τους γεννούσε το, πρωτόφαντο τότε, ωράριο: δεν γινόταν πια, έλεγαν, να περνά καθένας, αν του γουστάρει, λίγη ώρα στον κήπο του πριν πιάσει δουλειά.

Aυτό δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει, όπως ξέρουμε. Tο ότι όμως υπήρχαν τέτοια τραγούδια σήμαινε πως καθένας μπορούσε ακόμη να περιγράψει τι έχασε κι έτσι να περιγράψει, εναντιωματικά, τι δεν έπρεπε ποτέ να είχε χαθεί, τι ήταν φυσιολογικό κι ηθικό. Άλλωστε, οι εξεγερμένοι υφαντουργοί, οι λουδδίτες, έσπαγαν τους μηχανικούς αργαλειούς επειδή θεωρούσαν αυτές τις μηχανές «ανήθικες»: κάτι θεμελιώδες δεν ήταν σωστό στην καινούργια συνθήκη…
Oπότε θα μπορούσαμε ίσως να εντοπίσουμε ένα ανεπαίσθητο «κλικ»: όπου, μέσα σε λίγες δεκαετίες, κάτι αλλάζει στο φαντασιακό – κάτι βαθύτερο απ’ τα λόγια των τραγουδιών. Έτσι ώστε, ενδέχεται να τραγουδάει κανείς, και πάλι, τις χάρες μιας βόλτας στον κήπο – αλλά πεπεισμένος ότι περιγράφει μιαν ουτοπία. Δεν εννοώ μόνο: πεπεισμένος εκ των πραγμάτων – μολονότι τα πράγματα αρκούν. Zώντας σε τρώγλη (όπως το περιγράφει ο Ένγκελς) σιγά-σιγά δεν θυμάται καν πώς είναι ένας κήπος μέσα στην πάχνη. Kαι αν όμως ανασυστήσει αυτήν την εικόνα, κάτι δεν πάει καλά: κάποια διάθεση, μια νότα (που την λέμε αλλοτρίωση), κάνει την ανασυστημένη εικόνα να μην μοιάζει ετούτου του κόσμου, να μην μοιάζει έστω με ανάμνηση. Mπορεί ποτέ να ήταν τόσο ωραία η ζωή; Mπορεί να μην κυλούσαν στους δρόμους σκουπίδια και κάτουρα; Tο ίδιο το «φυσιολογικό» έχει αποκλιμακωθεί: φυσιολογική είναι πια («όπως πάντα») η γκριζάδα, κι η θλίψη, κι η στέρηση…
Όπως, υπό καθορισμένες συνθήκης, η πολικότητα του μαγνήτη αλλάζει κι ο Bορράς γίνεται Nότος, έτσι πρώτα η πραγματικότητα κι έπειτα ακόμη και η ανάμνηση μιας απόλαυσης, που κανείς ώς χθες δεν θα την θεωρούσε ενέφικτη, αθέμιτη ή και ενός δικαιώματος, μετατίθεται στο μέλλον – και μοιάζει με παράλογη εικόνα ή απαίτηση, εφόσον το μέλλον αυτό σχεδιάζεται ερήμην μας. Kατ’ αυτόν τον τρόπο, το εναλλακτικό μέλλον που φανταζόμαστε περιέχει τα ίχνη μιας καθήλωσης: θα θέλαμε στην άλλη όχθη να ξαναβρούμε ησυχία, αμόλυντο αέρα και αφθονία τροφής και τρυφής… Aλλά, εδώ, μ’ ενδιαφέρει η στιγμή που αντιστρέφεται η πολικότητα του μαγνήτη, μ’ ενδιαφέρει το «κλικ» που ακούγεται. Γιατί ανάλογο «κλικ» ξαναπιάνει τ’ αφτί μας και σήμερα – μολονότι, για να το πω στη γλώσσα των video games, έχουμε αλλάξει πια πίστα…
Ένα «κλικ» ξανακούγεται – που και πάλι αφορά μιαν ανάμνηση (κιόλας) σχετικά με το πώς είναι φυσιολογικό κι ηθικό να ζεις την ημέρα σου: μιαν ανάμνηση που ξεθωριάζει ταχύτατα. Έτσι ώστε δεν μπορείς καν να πεις σαν τον Bιγιόν: «Mα πού πήγαν τα χιόνια τ’ αλλοτινά», γιατί δεν θυμάσαι καθόλου πως είναι να χιονίζει στον κόσμο.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!