Μπορεί η Άνγκελα Μέρκελ, με το πρότυπο της Σουαβής νοικοκυράς –εργατικής, οικονόμας, μετρημένης, αυστηρής-, να έχει πείσει πολλούς Γερμανούς ότι έχουν κάτι το «ανώτερο» από τους γλεντζέδες και απερίσκεπτους Νότιους, όμως, όταν το θέμα έρχεται στα πυρηνικά και στον πόλεμο, έχει απέναντί της ατίθασα εκλογικά σώματα, ακόμη και μεσοαστούς, που δεν διστάζουν να αλυσοδεθούν στις σιδηροτροχιές, για να μην περάσουν τα τρένα με τα πυρηνικά απόβλητα.

Έτσι, ένα απρόβλεπτο -αλλά προβλεπτό για τους αντιπυρηνικούς διαδηλωτές- γεγονός, οι επιπτώσεις του σεισμού στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα, είχε σοβαρές συνέπειες για τους Χριστιανοδημοκράτες στις εκλογές της Βάδης-Βιρτεμβέργης, όπου υπέστησαν μια τρομερή ήττα, ύστερα από εξήντα χρόνια ανενόχλητης κυριαρχίας τους. Το κρατίδιο αυτό, με ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, με ποσοστό ανεργίας 3%, έριξε τους Χριστιανοδημοκράτες στα εκλογικά τάρταρα, σπρώχνοντας στην επιφάνεια, με ένα γερό 25%, τους Πράσινους, πάνω και από τους Σοσιαλδημοκράτες. Σύμφωνα με Γερμανούς αναλυτές, ρόλο έπαιξε και το πιθανολογούμενο «πακέτο διάσωσης» της Πορτογαλίας και τα αντίστοιχα χρήματα που πρέπει να πληρώσουν για να σωθούν οι τράπεζες –έτσι, για να βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους- ή κάποια τοπικά προβλήματα. Ωστόσο, το 70% του πληθυσμού που τάσσεται κατά της πυρηνικής ενέργειας αποτελεί το βασικό λόγο αποδοκιμασίας μιας κυβέρνησης, που αισθάνονται ότι τους «δουλεύει» σε ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως απέδειξαν τα γεγονότα στην Ιαπωνία.
Η κυβέρνηση Μέρκελ βάλλεται, επίσης, αυτή τη φορά από κύκλους της ελίτ για τη στάση της στον πόλεμο της Λιβύης. «Θεέ μου, τι θα απογίνει η Γερμανία, όταν εγώ θα έχω φύγει;» Με αυτή τη ρήση του Κόνραντ Αντενάουερ, πρώτου μεταπολεμικού Χριστιανοδημοκράτη καγκελάριου (Der Spiegel online – Ralf Neurkirch, 29/3), χτυπούν το καμπανάκι κινδύνου για το «νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής», που δεν θα είναι τόσο πιστό στη δυτική συμμαχία, αλλά ενίοτε θα τάσσεται και με τις αναδυόμενες δυνάμεις (και τους νέους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας), όπως οι Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, οι οποίες επίσης απείχαν στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας για τη «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» στη Λιβύη. Θεωρείται ότι μια τέτοια στάση υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Δηλαδή: «Ακόμη και όταν υπάρχουν αμφιβολίες, πάντα τασσόμαστε με τους Αμερικανούς» και «δεν κρατάμε αποστάσεις από την Ευρώπη» (βλέπε Γαλλία).
Εδώ επανέρχεται μια διαμάχη, που φαίνεται να διεξάγεται, πότε εμφανώς και πότε αφανώς, στους κόλπους των γερμανικών ελίτ και αφορά το πώς θα αντιστοιχηθεί η οικονομική δύναμη της Γερμανίας με έναν ανάλογο ρόλο στην εξωτερική πολιτική και στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του ιμπεριαλισμού. Διαμάχη που πέρσι οδήγησε στην παραίτηση του προέδρου Χ. Κέλερ, ο οποίος είχε υποστηρίξει το «ευνόητο»: Μια μεγάλη εμπορική και οικονομική δύναμη πρέπει να παρεμβαίνει στρατιωτικά για την περιφρούρηση των οικονομικών της συμφερόντων. Μήπως, όμως, αυτό ακριβώς κάνει η επαμφοτερίζουσα στάση της Μέρκελ;

Μ.Ν.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!