Η υποδοχή, η εγκατάσταση και η ενσωμάτωση περίπου 1.500.000 προσφύγων σε μια χώρα που είχε υποστεί τις συνέπειες δέκα χρόνων πολέμων, ήταν μια διαδικασία μακρόχρονη και εξαιρετικά δύσκολη. Σε αυτό το άρθρο, θα δώσουμε στοιχεία για τη συλλογική οργάνωση των προσφύγων στην Αθήνα και τον Πειραιά και το ρόλο αυτής στη διαδικασία της εγκατάστασης και της ενσωμάτωσης. Του Γιάννη Σκαλιδάκη.

Ήδη με την άφιξη των προσφύγων παρατηρείται μια αληθινή έκρηξη δημιουργίας οργανώσεων. Οι περισσότερες είναι σύλλογοι αλληλοβοήθειας οργανωμένοι ανά συνοικισμό, με βασικούς σκοπούς την οργάνωση της κοινής ζωής, τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων των προσφύγων, τη διεκδίκηση κρατικής βοήθειας για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Αλλά πολύ γρήγορα ιδρύονται επίσης σύλλογοι αθλητικοί, πολιτιστικοί, νεολαίας, οργανώσεις πολιτικές από πρόσφυγες ή για τους πρόσφυγες και αργότερα ομοσπονδίες με στόχο να συσπειρώσουν τους πρόσφυγες σε ανώτερο επίπεδο και να χρησιμοποιήσουν πολιτικά τη δύναμη που αντιπροσώπευε το σύνολο του προσφυγικού πληθυσμού, ως μέρος της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος.

 

Ήδη το 1923, έντεκα οργανώσεις ιδρύθηκαν στην Αθήνα και τρεις στον Πειραιά. Πρόκειται για δέκα οργανώσεις «κοινωνικές», με στόχο την ενασχόληση με τα προβλήματα των προσφύγων και τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, έναν αθλητικό σύλλογο, μια πολιτική οργάνωση και επίσης μια ομοσπονδία, που στόχευε σε μια πιο γενική εκπροσώπηση των προσφύγων. Το μεγαλύτερο μέρος των συλλόγων παρουσιάζονται από τον τίτλο τους ως οργανώσεις αλληλοβοήθειας ή αδελφότητας, ή απλά ως σύλλογοι «προσφύγων», μιας συγκεκριμένης προσφυγικής γειτονιάς, που αναφερόταν στον τίτλο τους ή διαφορετικά ιδρύονταν με βάση την κοινή προέλευση των μελών τους από μια περιοχή περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένη της Μικράς Ασίας, της Θράκης ή του Πόντου. Όμως ακόμα κι αν οι τίτλοι τους είναι το μόνο στοιχείο που έχουμε για το μεγαλύτερο μέρος αυτών, η διάκριση και η ταξινόμηση που μπορούμε να κάνουμε έχει σχετική αξία μιας και, συχνότατα, έχουν ίδιες ή παραπλήσιες δραστηριότητες ενώ παρουσιάζονται ως σύλλογοι «καταγωγής», «αλληλοβοήθειας» ή ακόμα «πατριωτικοί» ή «επαγγελματικοί». Σαφώς η κατάσταση είναι πιο σαφής με συλλόγους που αυτοπροσδιορίζονται ξεκάθαρα ως «πολιτικοί», νεολαίας» ή ασχολούνταν με συγκεκριμένα προβλήματα όπως των σπουδαστών ή για τις προσφυγικές αποζημιώσεις. Ακόμα και οι αθλητικοί σύλλογοι έχουν ορισμένες φορές δραστηριότητες πολιτιστικές ή καλλιτεχνικές, ή ακόμα πολιτικές.

Από το 1924, το φαινόμενο των προσφυγικών συλλόγων παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Βρίσκουμε την ίδρυση σαράντα τριών συλλόγων στην Αθήνα και δέκα στον Πειραιά. Η πλειοψηφία τους (28 σε 52) είναι γενικά «κοινωνικοί σύλλογοι». Αλλά οι σύλλογοι αρχίζουν επίσης να διαφοροποιούνται με την εμφάνιση λεσχών και συλλόγων αθλητικών, μορφωτικών ή πατριωτικών. Η εμφάνιση πέντε συλλόγων, που αυτοπροσδιορίζονται ως ομοσπονδίες, καταδεικνύει τις προσπάθειες συνεργασίας σε ένα ανώτερο στάδιο για την εκπροσώπηση των προσφύγων. Διαπιστώνουμε επίσης την εμφάνιση συλλόγων στην πλειοψηφία των συνοικισμών, στην Καισαριανή, το Βύρωνα, το Παγκράτι, τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τη Νέα Χαλκηδόνα, τη Νέα Ερυθραία στην Αθήνα και την Κοκκινιά στον Πειραιά.
Ο «Σύλλογος αλληλοπροστασίας προσφύγων» ιδρύθηκε στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Οι στόχοι του παρουσιάζουν τις βασικές ανάγκες των προσφύγων. Αυτοί οι στόχοι ήταν: 1) η εξυπηρέτηση των αναγκών των προσφύγων του συνοικισμού γενικά, 2) την απαλλοτρίωση των οικοπέδων, στα οποία είχαν κτίσει οι πρόσφυγες και την αποζημίωση των ιδιοκτητών τους από το Κράτος, 3) την ίδρυση επαρκών σχολείων για τους πρόσφυγες μαθητές και την οικονομική υποστήριξη όσων δεν είχαν τα μέσα να παρακολουθούν τα μαθήματα, 4) την ίδρυση υπηρεσιών υγιεινής, την υποχρεωτική επίσκεψη γιατρών στους άρρωστους και τη διανομή των απαραιτήτων φαρμάκων, 5) την κατασκευή και συντήρηση δημόσιων αποχωρητηρίων, αποχετεύσεων και πλυσταριών, 6) την δωρεάν παροχή πόσιμου νερού, 7) τον έλεγχο της διανομής των βοηθημάτων των διαφόρων φιλανθρωπικών οργανώσεων στο συνοικισμό, 8) την καταγραφή των ανέργων του συνοικισμού και την εύρεση εργασίας ή την παραχώρηση ενός κρατικού επιδόματος, ίσου με τον τρέχοντα μισθό, 9) τη δραστηριότητα για την αποζημίωση των μελών του για την εγκαταληφθείσα περιουσία τους, 10) την εκκένωση των αποθηκών από πρόσφυγες και την παραχώρηση οικοπέδων και υλικών για να χτίσουν κατοικίες, 11) την ίδρυση παρόμοιων συλλόγων σε όλους τους συνοικισμούς και τη συνεργασία μαζί τους για την επίτευξη των στόχων.

Το φαινόμενο ίδρυσης αυτών των οργανώσεων είναι εντυπωσιακό. Κατά την περίοδο 1923-1931, ιδρύονται στην Αθήνα 273 σύλλογοι, από τους οποίους 170 έχουν γενικούς κοινωνικούς σκοπούς και στον Πειραιά, από το 1923 έως το 1936 βρίσκουμε 130 συλλόγους, εκ των οποίων 73 «κοινωνικούς».
Η δραστηριότητα των περισσοτέρων κοινωνικών οργανώσεων ήταν προσανατολισμένη στην αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων των συνοικιών με ελάχιστα μέσα και στην προσπάθεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων των προσφύγων. Το φαινόμενο των κοινωνικών οργανώσεων προσφύγων στον Πειραιά είναι παρόμοιο με εκείνο της Αθήνας. Η ύπαρξη ωστόσο των καταστατικών αυτών των οργανώσεων μας επιτρέπει να εξετάσουμε από πιο κοντά τους στόχους τους. Από 130 προσφυγικούς συλλόγους, που ιδρύθηκαν ανάμεσα στα 1923 και 1936, βρίσκουμε 73 με γενικά κοινωνικούς σκοπούς.
Μέσα από τα καταστατικά, μπορούμε να δούμε τους στόχους τους, παρόμοιους ή διαφορετικούς. Το 1934, βρίσκουμε την ίδρυση της οργάνωσης «Λέσχη αστέγων προσφύγων Προφήτη Ηλία και περιχώρων». Σύμφωνα με το καταστατικό της, ο σκοπός της ήταν «η φροντίδα στέγασης των μελών της εγκατεστημένων σε ξύλινες παράγκες σε γειτονιές γύρω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια των μελών και η υποστήριξη των γενικών τους συμφερόντων. Ως μέσα ορίζονται, η αποστολή αιτημάτων στις αρμόδιες αρχές για τα δικαιώματα των μελών της οργάνωσης, η οικονομική υποστήριξη των απόρων μελών από το ταμείο της οργάνωσης και κάθε άλλη ενέργεια που εγκρίνει το Συμβούλιο». Παρατηρούμε τους κοινωνικούς σκοπούς της οργάνωσης σε σχέση με τα συγκεκριμένα προβλήματα της περιοχής δράσης της και την οδυνηρή κατάσταση ορισμένων ομάδων προσφύγων ακόμη και το 1934, που οδηγεί στην ίδρυση παρόμοιων οργανώσεων αλληλοβοήθειας.
Το 1932 ιδρύεται μια οργάνωση, που αυτοπροσδιορίζεται ως αποκλειστικά κοινωνική υπό τον τίτλο «Οργάνωση ντόπιων και προσφύγων των συνοικιών του Πειραιά “Η Αναγέννηση”». Οι σκοποί της είναι πιο γενικοί και συμπεριλαμβάνουν «την πραγματοποίηση με κάθε νόμιμο μέσο των αμέσων αναγκών των μελών, τη λεπτομερή μελέτη όλων των θεμάτων που συνδέονται με την καλύτερη και ταχύτερη εγκατάσταση τους και την ανάπτυξη του αισθήματος της αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη» και εξάλλου μέλος της οργάνωσης μπορούσε να γίνει κάθε κάτοικος του Πειραιά και όχι μόνο οι πρόσφυγες. Βλέπουμε εδώ ένα πιο υψηλό επίπεδο αντιμετώπισης των προσφύγων σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ενός αισθήματος κοινωνικής αλληλεγγύης που αντιτιθόταν στη διαίρεση μεταξύ προσφύγων και ντόπιων.

Οι ομοσπονδίες είχαν ως στόχο τη γενική εκπροσώπηση των προσφύγων, εκπροσώπηση σε πολιτικό επίπεδο και φιλοδοξούσαν να διαδραματίσουν έναν ρόλο ενδιαμέσου ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τον προσφυγικό πληθυσμό. Σύμφωνα με αυτό το ρόλο, ασχολούνταν με τα γενικά προβλήματα των προσφύγων όπως η ανέγερση των συνοικισμών, οι σχέσεις με τις υπεύθυνες για τους πρόσφυγες αρχές, όπως η ΕΑΠ, το υπουργείο Προνοίας ή και ο Δήμος Αθήνας, η αποζημίωση των προσφύγων σύμφωνα με το πρωτόκολλο της Λοζάννης. Σκόπευαν επίσης να ελέγξουν τους πρόσφυγες και να διαχειριστούν την πολιτική τους συμπεριφορά μέσω τοπικών παραρτημάτων στους συνοικισμούς και της επιρροής των βουλευτών και πολιτευτών που σχετίζοντας με αυτές. Μονάχα το Πολιτικό Μικρασιατικό Κέντρο είχε στις τάξεις του δεκαεπτά βουλευτές, από τους οποίους τρεις, οι Απόστολος Ορφανίδης, Αναστάσιος Μισυρλόγλου και Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, έγιναν υπουργοί κοινωνικής Πρόνοιας σε αυτήν την περίοδο.
Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου μας, μπορούμε να αναφέρουμε 26 ομοσπονδίες, κρίνοντας από τους τίτλους τους, 24 στην Αθήνα και μόνο 2 στον Πειραιά. Είναι πολύ πιθανό ότι η πλειοψηφία από αυτές δεν είχαν γενική δραστηριότητα ούτε ομοσπονδιακή δομή, όπως προβάλλουν οι τίτλοι τους. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η πληθώρα υποδεικνύει μια ακόμη φορά τη διάσταση της συλλογικής οργάνωσης των προσφύγων και τη θέληση και συνειδητοποίηση της ανάγκης ανώτερης και ενοποιημένης οργάνωσης για την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων των προσφύγων και την υπεράσπιση των διεκδικήσεων τους απέναντι στην κεντρική εξουσία, την κυβέρνηση, την ΕΑΠ ή την Εθνική Τράπεζα. Ωστόσο, η ίδρυση πληθώρας ομοσπονδιών δείχνει επίσης μια διαίρεση πολιτική, ανάμεσα σε κόμματα που επεδίωκαν την προσφυγική υποστήριξη, αλλά και επίσης διαιρέσεις μέσα στα κόμματα και βασικά στη βενιζελική παράταξη, από διαφορετικές ομάδες προσφύγων βουλευτών ή σημαντικών προσωπικοτήτων του κοινοτικού συστήματος της δημογεροντίας στην προσπάθεια τους να εμφανιστούν ως εκπρόσωποι του «προσφυγικού κόσμου».
Η ίδρυση οκτώ ομοσπονδιών το 1925 και εννέα το 1926 δείχνει την άνοδο της συλλογικής οργάνωσης. Εκτός του «Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου» (ΠΜΚ), οι πιο σημαντικές ομοσπονδίες ήταν η «Παμπροσφυγική Οργάνωση Άμυνας Δικαιούχων Ανταλλαξίμων», γνωστή ως «ΠΟΑΔΑ» και επίσης μια οργάνωση, που προϋπήρχε του 1922, η «Κοινή Αλυτρώτων Επιτροπή», που διαδραμάτισε επίσης ένα ρόλο στο προσφυγικό ζήτημα και τη βρίσκουμε επίσης με τον τίτλο «Κοινή Αλυτρώτων και Προσφύγων Επιτροπή».

Οι προσφυγικές οργανώσεις ως μέρος του πολιτικού συστήματος

Παράλληλα με την εγκατάσταση και ενσωμάτωση τους στην ελληνική κοινωνία και σε συνδυασμό με αυτές τις διαδικασίες, οι πρόσφυγες έβρισκαν τη θέση τους στην πολιτική ζωή της μεσοπολεμικής Ελλάδας. Οι πρόσφυγες υποστήριξαν τα κόμματα της βενιζελικής παράταξης περιμένοντας μια λύση στα προβλήματα της εγκατάστασης τους. Στις εκλογές του 1923, δεκάδες πρόσφυγες εκλέχτηκαν βουλευτές. Η εξάρτηση τους από την κρατική βοήθεια ενδυνάμωσε τους δεσμούς τους με το βενιζελισμό, που έλεγχε την κρατική εξουσία, και αυτοί οι δεσμοί αναπαρήγαγαν και ανανέωναν τον «εθνικό διχασμό». Αυτός ο διχασμός λειτουργούσε ως οδός αφομοίωσης των προσφύγων στο βενιζελισμό στα πλαίσια του δοσμένου πολιτικού συστήματος. Εκτός από αυτές τις συγκεκριμένες αιτίες, η προσωπική δημοφιλία του Βενιζέλου ήταν πολύ δυνατή ανάμεσα στους πρόσφυγες και υπερέβαινε την υποστήριξη στην παράταξη του.
Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο είναι η σχέση των προσφυγικών οργανώσεων με τις βενιζελικές οργανώσεις. Σύμφωνα με τον Μαυρογορδάτο, ήταν αναγνωρισμένες ως σπουδαίο μέρος του βενιζελισμού και του τοπικού και πανελλήνιου δικτύου του και επίσης λόγω του αποκλεισμού των προσφύγων από τα παραδοσιακά πολιτικά πελατειακά δίκτυα ανέπτυξαν τα δικά τους δίκτυα με επικεφαλείς πρόσφυγες ή φιλο-πρόσφυγες πολιτικούς1. Οι πρώτες πολιτικές οργανώσεις των προσφύγων ήταν οργανώσεις συνδεδεμένες με τη φιλελεύθερη παράταξη και τις δημοκρατικές της τάσεις, που εκπροσωπούνταν από την «Δημοκρατική Ένωση» του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, αλλά και από το «Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα» του Γεώργιου Κονδύλη. Βρίσκουμε χαρακτηριστικά την «Λέσχη Φιλελευθέρων Μικράς Ασίας» από το 1923 και την «Δημοκρατική οργάνωση προσφύγων της συνοικίας του Βύρωνα» και την «Εθνική δημοκρατική οργάνωση Κοκκινιάς» το 1924.
Αλλά προπάντων, η πολιτική δραστηριότητα συνδεόταν και ελεγχόταν από τις ομοσπονδίες, που είχαν ένα καθαρά πολιτικό ρόλο και οι διοικούντες τους ήταν πολιτικές προσωπικότητες, βουλευτές και ακόμα και υπουργοί. Όλες οι κυβερνήσεις είχαν τουλάχιστον ένα πρόσφυγα στη σύνθεση τους, και κυρίως στη θέση του Υπουργού Προνοίας, που ήταν επιφορτισμένος με την εγκατάσταση των προσφύγων. Έτσι, οι πρόσφυγες που διετέλεσαν Υπουργοί Προνοίας την περίοδο 1922-1932 ήταν οι Απόστολος Δοξιάδης, από την ανατολική Ρωμυλία, Απόστολος Ορφανίδης, από τη Σμύρνη και ιδρυτικό μέλος του ΠΜΚ, Αναστάσιος Μισυρλόγλου, από την Μικρά Ασία και μέλος του ΠΜΚ, Κωνσταντίνος Φίλανδρος, από την ανατολική Θράκη, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης από την Καππαδοκία, επίσης μέλος του ΠΜΚ, Μιχαήλ Κύρκος από την ανατολική Θράκη και Λεωνίδας Ιασονίδης από τον Πόντο.
Ο Κονδύλης συνδέθηκε με το ΠΜΚ στην προσπάθεια του να εκπληρώσει τους πολιτικούς του στόχους. Είναι γνωστές οι σχέσεις του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος με το προσφυγικό στοιχείο. Παράλληλα ο Κονδύλης ίδρυσε οργανώσεις-παραρτήματα του κόμματος του για τους πρόσφυγες όπως αυτή της Κοκκινιάς.  Η σχέση του Κονδύλη όμως με το ΠΜΚ διακόπηκε όταν, όντας υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου το 1925, αθέτησε τις υποσχέσεις του προς τους πρόσφυγες.
Από τη θητεία ακριβώς της κυβέρνησης Μιχαλακόπουλου, οι πρόσφυγες άρχισαν να δυσανασχετούν για την κατάσταση τους, που δεν βελτιωνόταν αισθητά, μιας και ούτε η εγκατάσταση τους ούτε η διαδικασία αποζημίωσής τους προχωρούσε. Η δυσαρέσκεια αυτή τους οδηγεί σταδιακά στην σχετική απομάκρυνση τους από τη βενιζελική παράταξη. Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου διακόπηκε από το πραξικόπημα του στρατηγού Πάγκαλου, ο οποίος, τοποθετούμενος στην ριζοσπαστική πτέρυγα του «δημοκρατισμού», είχε ήδη επιδιώξει την υποστήριξη των προσφύγων. Όρισε τον πρόσφυγα Κωνσταντίνο Φίλανδρο ως υπουργό Προνοίας  και στις μέρες του οργανώθηκε το δεύτερο συνέδριο προσφύγων, με μεγάλη συμμετοχή, όπου εκφράστηκαν τα παράπονα και οι διεκδικήσεις των προσφύγων. Όμως, καθώς ούτε η δικτατορία του Πάγκαλου δεν έλυσε στην πραγματικότητα τα προσφυγικά προβλήματα, άρχισε να σχηματίζεται από τη μεριά των προσφύγων μια πολιτική θέση ανεξαρτησίας από τα κόμματα. Η κυρίαρχη τάση παρέμενε η πρόσδεση στο βενιζελικό στρατόπεδο αλλά και αυτή σχετικοποιούνταν στο εσωτερικό του στρατοπέδου αυτού καθώς οι πρόσφυγες πολιτικοί προσπαθούσαν να έχουν μια πιο αυτόνομη θέση σε σχέση με τις διάφορες φιλελεύθερες και δημοκρατικές τάσεις. Ήδη πριν την περίοδο της δικτατορίας του Πάγκαλου, αυτή η διαδικασία είχε ξεκινήσει και συγκεκριμένα οι βουλευτές του ΠΜΚ, μετά τη διάσπαση τους από το κόμμα του Κονδύλη, πήραν την πρωτοβουλία να σχηματίσουν ένα ξεχωριστό κόμμα των προσφύγων βουλευτών. Δυστυχώς για αυτούς, η σκλήρυνση του παγκαλικού καθεστώτος ματαίωσε αυτή την προσπάθεια.
Ωστόσο, την επομένη της πτώσης του Πάγκαλου, στις εκλογές του Νοεμβρίου 1926, αυτή η «ανεξάρτητη» τάση εμφανίζεται με πληθώρα προσφυγικών σχηματισμών που συμμετέχουν στις εκλογές, ακόμα κι αν οργανώσεις σαν το ΠΜΚ συμμετέχουν στην «Ένωση των Φιλελευθέρων» των μεγάλων αρχηγών της παράταξης, Καφαντάρη και Μιχαλακόπουλου. Ανάμεσα στα πενήντα κόμματα που συμμετείχαν στις εκλογές, εννέα είχαν το προσδιοριστικό «πρόσφυγες» στον τίτλο τους. Παραθέτουμε τα αποτελέσματα τους στον πίνακα.

Ωστόσο αυτοί οι προσφυγικοί σχηματισμοί εντάσσονταν μέσα στη βενιζελική παράταξη, ως «εσωτερική αντιπολίτευση» και όχι ως πολιτικός αντίπαλος. Εξάλλου, η μεγάλη πλειοψηφία των προσφύγων υποστήριξε την «επίσημη» έκφραση του βενιζελισμού, την «Ένωση Φιλελευθέρων». Ενάμιση χρόνο αργότερα, σχηματίστηκε τελικά μια «ανεξάρτητη φιλελεύθερη π ροσφυγική ομάδα» από τους βουλευτές. Οι αιτίες αυτού του διαχωρισμού από την υπόλοιπη φιλελεύθερη ομάδα, όπως αναπτύσσονται στο μανιφέστο της ομάδας, είναι σχετιζόμενες για άλλη μια φορά με τα ανεπίλυτα προβλήματα των προσφύγων και της εγκατάστασης τους.
Με την επιστροφή του Βενιζέλου στις εκλογές του 1928, οι πρόσφυγες υποστήριξαν μαζικά τους Φιλελευθέρους, ελπίζοντας μια αλλαγή από τον ίδιο το Βενιζέλο. Μέσα στο 1928 ιδρύονται η «Πολιτική Λέσχη προσφύγων φιλελευθέρων Δραπετσώνας», με σκοπό «την αναπτέρωση του φιλελεύθερου αισθήματος ανάμεσα στον προσφυγικό πληθυσμό με πολιτικές εκδηλώσεις και διάφορες άλλες ενέργειες για την ανύψωση της εθνικής φιλελεύθερης πεποίθησης και την υποστήριξη του παραμελημένου συνοικισμού μας», το «Πολιτικό δημοκρατικό κέντρο Φιλελευθέρων Νέας Ιωνίας» και η «Φιλελεύθερη προσφυγική νεολαία» και επίσης με πιο γενικό τίτλο, η «Πολιτική ένωση προσφύγων Νέας Φιλαδέλφειας» και η «Προοδευτική ένωση νέων Νέας Φιλαδέλφειας. Επίσης το 1929, η «Προοδευτική ένωση νέων Αμπελοκήπων» και το «Πολιτικό Κέντρο προσφύγων».

Αποδέσμευση των προσφύγων από τον βενιζελισμό

Όμως, η ακολουθούμενη πολιτική, ειδικά η πτώση των τόκων των ομολόγων που δίνονταν στους πρόσφυγες ως αποζημίωση, από 8% σε 6% και πρώτιστα η συμφωνία της Άγκυρας ανάμεσα σε Βενιζέλο και Κεμάλ, η οποία εξίσωσε την αξία των περιουσίων των Ελλήνων και Τούρκων ανταλλαξίμων, οδήγησε εκ νέου στη δυσαρέσκεια των προσφύγων και αυτή την φορά μπόρεσαν να επωφεληθούν και τα κόμματα εκτός του βενιζελικού στρατοπέδου. Το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη, η βασική αντιβενιζελική και αντιπροσφυγική δύναμη τους προσέγγισε. Το κόμμα δημιούργησε το δικό του «Κέντρο» προσφύγων, πιθανότατα το «Πολιτικό Κέντρο προσφύγων» του 1929 και σημαντικές προσφυγικές οργανώσεις, όπως η «Κοινή Αλυτρώτων και Προσφύγων Επιτροπή» απείλησαν τους βενιζελικούς να περάσουν στον έλεγχο του αντιπάλου στρατοπέδου.
Μετά το 1930, αρχίζουν πραγματικά να ιδρύονται πολιτικές οργανώσεις προσφύγων συνδεόμενες με το Λαϊκό Κόμμα.
Η «Λαϊκή πολιτική ένωση Νέας Ιωνίας» το 1930, η «Λαϊκή πολιτική οργάνωση Νέας και Παλιάς Κοκκινιάς» και η «Λαϊκή πολιτική οργάνωση Ταμπουρίων» το 1932 και η «Λαϊκή πολιτική οργάνωση Πειραιά, συνοικισμός Παλιάς Κοκκινιάς» το 1933. Επίσης, στα 1935, μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα του Πλαστήρα, βρίσκουμε μια οργάνωση υπό τον τίτλο «Ένωση ντόπιων και προσφύγων μοναρχικών της συνοικίας Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου “Η Εθνική Αναγέννηση”».
Αλλά δεν επωφελήθηκε μόνο το Λαϊκό Κόμμα από την απομάκρυνση των προσφύγων από τους Φιλελεύθερους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο γενικά ενδυναμώνεται εκείνη την περίοδο, εξαπλώνει επίσης την επιρροή του στους πρόσφυγες. Αυτή η αλλαγή πολιτικής στάσης των προσφύγων συνδέεται με τη σειρά της με την ενδυνάμωση του ΚΚΕ. Επιπλέον, αυτή η ανάπτυξη του κόμματος ανάμεσα στους πρόσφυγες των πόλεων οδηγεί στο γεγονός ότι τη δεκαετία του ’30 η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος να αποτελείται από πρόσφυγες. Τα μέλη του Κόμματος ήταν ενεργά μέσα στους συλλόγους για να μεταδώσουν τα πολιτικά τους μηνύματα. Η εγγραφή των διαφόρων οργανώσεων προσφύγων στα Πρωτοδικεία γινόταν μετά από αστυνομικές έρευνες για τις σχέσεις τους με κομμουνιστικές δραστηριότητες. Οι οργανώσεις που ήταν ύποπτες για συμμετοχή κομμουνιστών ως μέλη τους κινδύνευαν με διάλυση. Ο φόβος για εξάπλωση του κομμουνισμού ανάμεσα στους πρόσφυγες είναι διαρκής για την άρχουσα τάξη από τον ερχομό τους και επηρεάζει την πολιτική απέναντι τους.
Αυτή η αντικομμουνιστική δραστηριοποίηση έχει τις εκφράσεις της και ανάμεσα στις προσφυγικές οργανώσεις. Καταστατικά δυο «εργατικών» οργανώσεων προσφύγων μας διαφωτίζουν σε αυτό το ζήτημα. Η «Λέσχη της προσφυγικής εργατικής ένωσης της Κοιλάδας Μαιάνδρου στη Νέα Κοκκινιά», του 1932, έχει ως στόχο μεταξύ άλλων  «την αποθάρρυνση των μελών της σε συμμετοχή τους σε αντεθνικές ενέργειες ή την προσχώρηση τους σε ενώσεις ή οργανώσεις που σαμποτάρουν την ύπαρξη του Κράτους (…)». Πιο σαφής ακόμη το 1935, η «Εργατική προσφυγική λέσχη Πειραιά», έχει σκοπό «την αλληλοβοήθεια και την ανόρθωση των εθνικών πεποιθήσεων», διακηρύττοντας την αντίθεσή της στις «συνωμοτικές θεωρίες, τις οποίες οι κομμουνιστές διασπείρουν ανάμεσα στους εργάτες».
Η αλλαγή αυτή της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων θα οδηγήσει το 1933 στην ήττα του Βενιζέλου. Ανάμεσα σε 1932 και 1933, οι βενιζελικοί θα χάσουν χίλιες ψήφους στις προσφυγικές συνοικίες Βύρωνα, Καισαριανή και Νέα Ιωνία και η «Hνωμένη Αντιπολίτευση» θα κερδίσει είκοσι στις είκοσι μία έδρες των Αθηνών.  
Από αναφορές των ίδιων των προσφυγικών πηγών, ο αριθμός των συλλόγων θεωρούνταν υπερβολικός. Η δικαιολόγηση αυτού του φαινομένου δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ο συνδυασμός όλων των απαραίτητων δραστηριοτήτων των προσφύγων με τις προσωπικές, πολιτικές ή άλλες φιλοδοξίες που ωθούσαν στην ίδρυση πολλών συλλόγων, ακόμα και μέσα στον ίδιο συνοικισμό και με τους ίδιους σκοπούς.
Πράγματι, οι ανάγκες ήταν τεράστιες και πολλαπλές, ανάγκες επιβίωσης την πρώτη περίοδο, οικοδόμησης των συνοικισμών και οργάνωσης της κοινής ζωής σε αυτούς, διεκδίκηση δικαιωμάτων, πολιτική συμμετοχή και δημιουργία κομματικών οργανώσεων στους συνοικισμούς, τέλος, δραστηριότητες πολιτιστικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές κ.λπ.
Πρέπει να διαπιστώσουμε, ότι σύμφωνα με την ιστοριογραφία και τις πήγες των ίδιων των συλλόγων, το ζήτημα της εγκατάστασης των προσφύγων στις πόλεις ήταν μια διαδικασία μακρά και δύσκολη.
Η διαδικασία αυτή, μέσα σε γενικότερα ιστορικά πλαίσια πολιτικών κρίσεων και του πολέμου και της κατοχής της χώρας, επεκτάθηκε και μετά το μεσοπόλεμο.
Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι οι κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις συνέβαλαν μεν στη διαδικασία αυτή αλλά δεν διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Η σημασία τους μειωνόταν καθώς οι πρόσφυγες εντάσσονταν στα αντίστοιχα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας και στις συλλογικές μορφές τους, συνδικάτα, οργανώσεις και κόμματα. Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία τους μας φωτίζει την ιστορία της προσφυγικής εγκατάστασης από μια ιδιαίτερη οπτική.

Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας Τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

ΕΚΛΟΓΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1926  – ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ

Λίστα αγροτών προσφύγων    4.684
Κόμμα Ανεξαρτήτων και Προσφύγων    14.373
Λίστα εφέδρων και προσφύγων    2.101
Κόμμα αποκατάστασης προσφύγων    1.797
Φιλελεύθερον Προσφυγικόν Κόμμα    10.235
Σοσιαλιστές εργάτες πρόσφυγες    1.004
Αλληλεγγύη των προσφύγων    1.106
Εργάτες πρόσφυγες    1.782
Ομάδα ανεξαρτήτων προσφύγων    53 2

1 George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, University of California Press, Berkeley, σ. 202.
2 Αρχεία Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών: MAE/DAPC/ Grèce – Politique Intérieure, D.G. n. 60 (1925-1927, août),  journal « MESSAGER D’ATHENES », dimanche 14 novembre 1926.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!