Πίσω από τη φιλολογία μιας τυπικής εβδομάδας συνύπαρξης με την τρόικα. Του Γιάννη Τσούτσια

Πυρετώδεις υπήρξαν αυτή την εβδομάδα οι διαβουλεύσεις με το κλιμάκιο της τρόικας για τη διαθεσιμότητα και την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, για τους επίορκους λειτουργούς, οι διαπραγματεύσεις για τον φόρο των ακινήτων, τα σενάρια για το χαράτσι, για τη ρύθμιση των δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Μέχρι και πεισματάκια εκδηλώθηκαν από τους εκπροσώπους των δανειστών, που οδήγησαν σε μετάθεση την προγραμματισμένη συνάντηση με τον πρωθυπουργό. Ο Σαμαράς διαμήνυσε ότι δεν θα υπάρξουν άλλα μέτρα, αναζητώντας πρόσθετο πολιτικό χρόνο, ενόσω η τρόικα του ζητά ολοένα και περισσότερα, εμφανίζοντας και απαξιωτική συμπεριφορά απέναντί του.
Την ίδια ώρα ο Αλέξης Τσίπρας, από την Αλεξανδρούπολη, τροφοδοτεί τη θεματολογία των τηλεοπτικών εκπομπών με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ανασυγκρότηση της χώρας και για τις προτεραιότητες των πρώτων 100 ημερών. Από κοντά και η φιλολογία για τους υδρογονάνθρακες και την ΑΟΖ, ολοκληρώνει το αποτύπωμα μιας συνήθους εβδομάδας, της οποίας η ειδησεογραφική νεύρωση συνεχίζει να πέφτει -εν είδη βομβαρδιστικού- στα κεφάλια μας. Αναδεικνύονται έτσι και πάλι οι κόμβοι της συγκυρίας, κόμβοι ασύνδετοι και ακατανόητοι, που αναζητούν περιεχόμενο και ουσία, έξω από τα κατεστημένα πρόσημα. Και εκκρεμεί η διαδικασία που θα οδηγήσει σε νοηματοδότηση της πολιτικής η οποία, με τη σειρά της, δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς να διαθέτει ισχυρό φορτίο νοήματος.
Από την περίοδο του Συντάγματος και των πλατειών, περίοδο της πρωτόβουλης εισβολής της κοινωνίας στο προσκήνιο, διανύουμε μια φάση ανάθεσης (για την εύρεση λύσης και διεξόδου) προς τα πολιτικά κόμματα και ιδίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η φάση αυτή είναι ριζικά διαφορετική. Η κοινωνία παρακολουθεί και περιμένει. Αλλά το μήνυμα που αυτή στέλνει, συχνά επιστρέφει χωρίς παραλήπτη και οι ανταποκρίσεις αναπέμπονται ως ελλιπείς και ανολοκλήρωτες. Στη θέση των κρίσιμων και αναγκαίων, εμφανίζεται μια εκτροχιασμένη πολιτική διαμάχη, η οποία διεξάγεται στα όρια του ερήμην της κοινωνίας. Αυτή η διαμάχη, όπως πάντα συμβαίνει, υλοποιείται με τρόπο αντιφατικό και δισυπόστατο. Από τη μια αναπαράγει ακριβώς τα χειρότερα χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου (την οποία ισχυρίζεται ότι επικρίνει), από την άλλη όμως, μέσα σ’ αυτήν εμφιλοχωρούν τα ουσιαστικά ζητούμενα που μέλλει να ανασυρθούν.
Σ’ αυτή, λοιπόν, τη συγκυρία της ολομέτωπης κρίσης, η επικαιρότητα διαμορφώνεται διαχέοντας ανασφάλεια, συστολή, απομόνωση και αδιαφορία. Οι τρομοκρατούμενοι ζουν υπό το κράτος των επερχόμενων συμφορών και τον ορυμαγδό των στοχευμένων μηνυμάτων που εξαπολύονται για να περιοριστεί κάθε ενδεχόμενο αντίδρασής τους. Ταυτόχρονα, όμως, η θεματολογία αυτή δεν τους κινητοποιεί, δεν τους «ξεσηκώνει», ακριβώς επειδή δεν τους περιλαμβάνει. Ακόμη και ο πιο προσηλωμένος θεατής παραμένει παθητικός δέκτης. Έτσι η κοινωνία καθηλώνεται και η δημοκρατία εκπίπτει, όχι μόνο λόγω των κατά συρροή θεσμικών παραβιάσεών της αλλά, κυρίως, γιατί ο δημόσιος χώρος που συγκροτείται διά της πολιτικής, ως δυνατότητα έκφρασης, αντιπροσώπευσης και συμμετοχής, παύει να υφίσταται.
Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει, λοιπόν, υπέρβαση και στις πολιτικές. Ένα συνειδητό σχέδιο διεξόδου δεν μπορεί να περιορίζεται σε αναφορές-τίτλους οικονομικής υφής, (πάταξη της φοροδιαφυγής, δίκαιο φορολογικό σύστημα, αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, παραγωγική ανασυγκρότηση κ.λπ.) και σε τακτικές εκλογικών διευρύνσεων, είτε προς το «κέντρο», είτε προς την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Χρειάζεται κάτι περισσότερο.
Αποκρυπτογράφηση της κοινωνικής συνθετότητας, επανασύνδεση με το βουβό κοινωνικό ριζοσπαστισμό, σεβασμό προς τα διαπιστωμένα εγερτήρια αιτήματα της περιόδου, την αντιμνημονιακή παραδοχή και την υπέρβαση του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Απαιτούνται, δηλαδή, επινοήσεις ικανές να νοηματοδοτήσουν την πολλαπλότητα των αυθόρμητων τάσεων της κοινωνίας (που ενώ συγκλονίζεται, κανείς δεν μπορεί να την υπερασπιστεί) και, αφετέρου, η οικοδόμηση κοινωνικοπολιτικών συγκλήσεων γύρω από τα πραγματικά επίδικα, για ν’ αλλάξει ο ρυθμός και η κατεύθυνση των εξελίξεων. Και σε αυτά η Αριστερά μπορεί ν’ ανταποκριθεί.
Σήμερα το έλλειμμα της κοινωνικής συνέγερσης είναι ιδιαίτερα εμφανές. Χωρίς ριζική αλλαγή πολιτικής οπτικής, η κατάσταση ολοένα και θα μοιάζει (στο βαθμό που θα παραμένει ελέγξιμη), παρωχημένη. Διαξιφισμοί μεταξύ κομματικών εκπροσώπων και διαμάχες περί τα δευτερεύοντα δεν αξιολογούνται σοβαρά, πέραν των τοποθετημένων στα ήδη διαμορφωμένα στρατόπεδα. Αλλά τα στρατόπεδα δεν αρκούν. Δεν διανύουμε μια γραμμικού τύπου εξέλιξη. Η έκρηξη εγκυμονείται ανά πάσα στιγμή και οι υπάρχουσες συσπειρώσεις ελάχιστη εγγύηση προσφέρουν. Η ανοχή όσων στερούνται οποιασδήποτε πρόσβασης στην πολιτική διαδικασία εξαντλείται. Και σύντομα κανείς δεν θα μπορεί να προδικάσει την κατεύθυνση των εξελίξεων, όταν οι κάθε λογής χειραγωγήσεις αποδειχτούν εύθραυστες και προσωρινές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!