Όρος αναγκαίος οι μορφές ενεργού «λαϊκής αντι-εξουσίας». Του Ανέστη Ταρπάγκου

Στην τελευταία εξηκονταετία της ελληνικής Ιστορίας με αφετηριακό ορόσημο τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, η πολιτική διακυβέρνηση ασκήθηκε από τους δύο πόλους του αστικού δικομματισμού, ΕΡΕ και Ε.Κ. αρχικά και Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια. Αυτή η πολιτική διακυβέρνηση που διασφάλιζε τη λαϊκή πλειοψηφική νομιμοποίηση συναρθρωνόταν με τη λειτουργία των αστικών κρατικών μηχανισμών και των επιχειρηματικών και οικονομικών κέντρων, με αποτέλεσμα να υφίσταται μια λειτουργικότητα ανάμεσα στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης και στους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας.
Βέβαια, εντάσεις και αντιπαλότητες αναπτύσσονταν μεταξύ αυτών των δύο παραμέτρων (διακυβέρνησης και εξουσίας), όπως συνέβη στις αρχές της 10ετίας του 1960 με τη ρήξη ανάμεσα στην τότε κυβέρνηση της Δεξιάς και στη βασιλική, καθώς και τη στρατιωτική εξουσία, με αφορμή τα σχέδια συνταγματικής αναμόρφωσης του πολιτειακού συστήματος, και αντίστοιχα με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στο δεύτερο μισό της ίδιας 10ετίας, και μάλιστα με καθαρή και ολοκληρωμένη μορφή: Η λειτουργία των εξουσιαστικών μηχανισμών δεν μπορούσε να συνεχίσει να αναπαράγεται χωρίς την ίδια την κατάργηση της αστικής κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης.
Σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο, το ελληνικό αριστερό κίνημα διαδραμάτιζε το μειοψηφικό ρόλο της αντιπολίτευσης (δημοκρατικής, ριζοσπαστικής, κομμουνιστικής κ.λπ.). Η παρατεταμένη μειοψηφικότητα της ελληνικής Αριστεράς προερχόταν αφενός από την 25ετή λειτουργία του «αστυνομικού κράτους της εθνικοφροσύνης» (1949-74) και τον κατασταλτικό του ρόλο και αφετέρου από τις μορφές στρεβλώσεων και ανεπαρκειών που χαρακτήριζαν τη φυσιογνωμία των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, όσο και από την ιστορική εδραίωση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας σε ευρύτατα στρώματα των λαϊκών τάξεων.
Το ξέσπασμα της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης (2008) και η συνακόλουθη δρομολόγηση της αδιάλειπτης μνημονιακής επέλασης, οδήγησαν στην ανάδειξη ενός λαϊκού αντιμνημονιακού αντιπολιτευτικού ρεύματος, το οποίο στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου-Ιουνίου 2012 εκφράστηκε πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα την ανάδειξη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη θέση του διεκδικητή της πολιτικής διακυβέρνησης της χώρας.

Τα αστικά κέντρα απέναντι στην αριστερή διακυβέρνηση
Έτσι, για πρώτη φορά μετά την πολυσήμαντη 10ετία του 1940 το ελληνικό αριστερό κίνημα στην πλειοψηφική του ριζοσπαστική εκδοχή βρίσκεται αντιμέτωπο με το καίριο ζήτημα της πολιτικής διακυβέρνησης και της συνολικότερης αστικής εξουσίας, δηλαδή τόσο με τη δυνατότητα σχηματισμού διακυβέρνησης με πυρήνα τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όσο και με το ακόμη πιο σύνθετο και δισεπίλυτο ζήτημα του ελέγχου και του αναγκαίου μετασχηματισμού της αστικής εξουσίας, των μηχανισμών δηλαδή του κράτους και της επιχειρηματικής ισχύος. Γιατί ακριβώς ο σχηματισμός μιας αριστερής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την πραγματοποίηση σημαντικών ρηξικέλευθων αλλαγών που σήμερα έχουν κατεπείγοντα χαρακτήρα, για την ουσιαστική αντιμετώπιση των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων των λαϊκών τάξεων που έχει επιφέρει η πολιτική των μνημονίων, των εφαρμοστικών τους νόμων και των προγραμμάτων σταθεροποίησης. Οποιεσδήποτε ριζοσπαστικές τομές επιχειρηθεί να υλοποιηθούν (π.χ. αύξηση της φορολογίας των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, αποκατάσταση των εργατικών δικαιωμάτων στην καπιταλιστική παραγωγή, επαναφορά αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων στο δημόσιο και εργατικό έλεγχο κ.λπ.) θα συναντήσουν την ασυμφιλίωτη αντίδραση των κυρίαρχων τάξεων και των κέντρων άσκησης της αστικής εξουσίας που θα συνεχίζουν να κατέχουν.
Οι κίνδυνοι που αναδεικνύονται είναι ολοφάνεροι, με βάση άλλωστε και την ιστορική εμπειρία ανάλογων αριστερών κυβερνητικών εγχειρημάτων, παρά τη διασφάλιση της λαϊκής δημοκρατικής νομιμοποίησης, γιατί ακριβώς οι δυνάμεις του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας δεν είναι κατά κανέναν τρόπο διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τις ισχυρές θέσεις στον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων που κατέκτησαν στην τελευταία τριετία. Κατά συνέπεια, οι ασφυκτικές αυτές πιέσεις και σφοδρές αντιπαλότητες που θα ασκούνται από την πλευρά των κέντρων που κατέχουν την πραγματική πολιτική εξουσία (μηχανισμοί του κράτους και οικονομικά επιχειρηματικά κέντρα), είναι σε θέση να οδηγήσουν τη ριζοσπαστική προοδευτική πολιτική σε οπισθοχωρήσεις, προσαρμογές και διολισθήσεις και τελικά σε μορφές ενσωμάτωσης ή ήττας στο μέτρο που θα παρεμποδίζεται η εφαρμογή των ρηξικέλευθων τομών που είναι αναγκαίες για την επίλυση των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων της κοινωνικής καταστροφής που έχει επισυμβεί. Τίθεται έτσι το ζήτημα, ήδη από σήμερα, από την περίοδο δηλαδή της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στην τρικομματική κυβέρνηση και τις ρυθμίσεις του 3ου Μνημονίου, της ανάδειξης «λαϊκών κοινωνικών αντίβαρων» σ’ αυτή την άσκηση των πιέσεων που θα ασκούν τα κέντρα και οι μηχανισμοί της αστικής πολιτικής εξουσίας.

Τα λαϊκά αντίβαρα
Ακόμη κι αν υιοθετεί κανείς μια κριτική αντιμετώπιση της πολιτικής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για τη δημοκρατική κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης, θεωρώντας ότι η αντιμνημονιακή της πολιτική είναι «ανεπαρκής και ρηχή» και στερείται «επαναστατικού περιεχομένου» (π.χ. άμεση κατάργηση της εξουσίας των μονοπωλίων, έκρηξη μιας αντικαπιταλιστικής επανάστασης κ.λπ.), ωστόσο οφείλει να αναγνωρίσει ότι μέσα στη σημερινή περίοδο η ακύρωση των αλλεπάλληλων μνημονίων και η δρομολόγηση μιας μεταβατικής ριζοσπαστικής προοδευτικής κυβερνητικής διαχείρισης αντιπροσωπεύει μια ιστορική τομή που βρίσκεται στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση με την συντριβή της μισθωτής εργασίας. Και ως τέτοια ακριβώς ρηξικέλευθη τομή έρχεται σε αντιπαράθεση με τα μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα, με την οικονομική εξουσία των κυρίαρχων τάξεων, με τους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης, με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους. Και αν η διαδικασία αυτή των αντιμνημονιακών και ριζοσπαστικών αλλαγών μιας αριστερής διακυβέρνησης εδράζεται από άποψη δημοκρατικής νομιμοποίησης στη δυνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η αντιμετώπιση της αντίδρασης όλων αυτών των κέντρων άσκησης της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να γίνεται παρά με την ανάδειξη, παρέμβαση και ενεργοποίηση μορφών κοινωνικής συγκρότησης και εκπροσώπησης λαϊκού και κινηματικού χαρακτήρα.
Άλλωστε, στην περίπτωση του χιλιανού σοσιαλιστικού εγχειρήματος (1970-73), η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Αριστεράς και η λειτουργία της αριστερής διακυβέρνησης ανατράπηκαν βίαια λόγω ακριβώς της απουσίας μορφών ενεργού «λαϊκής αντι-εξουσίας» σε παραγωγικό και εδαφικό επίπεδο, ικανών να αντιπαλέψουν την επιβολή των κατασταλτικών, στρατιωτικών και αστυνομικών, μηχανισμών. Ταξικά εργατικά σωματεία σε κλάδους και επιχειρήσεις, κινήσεις στις γειτονιές για την οικολογική προστασία και την απόκρουση των φορολογικών επιβαρύνσεων, δίκτυα αγωνιστικής κοινωνικής αλληλεγγύης κ.ά. αντιπροσωπεύουν σήμερα τις μήτρες γένεσης όλων εκείνων των αναγκαίων «κοινωνικών αντίβαρων» και για την αντιμετώπιση των αστικών αντιδράσεων, αλλά και για την κατάκτηση και το μετασχηματισμό της ίδιας της πολιτικής κοινωνικής εξουσίας.

* Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης
και του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!