Όταν η ιστορία της πολιτικής γράφεται από πάνω προς τα κάτω, τότε πρωταγωνιστές είναι πάντα όσοι ανήκουν ή κινούνται στο κοινωνικό εποικοδόμημα. Πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, στρατηγοί, συνταγματάρχες κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και με την ιστορία της μουσικής. Όταν γράφεται από πάνω, πρωταγωνιστές είναι πάντα όσοι ανήκουν ή κινούνται στο εποικοδόμημα, με σπουδές, γνωριμίες, πλάτες, διασυνδέσεις και δημόσιες σχέσεις. Όχι πως όσοι ανήκουν στο εποικοδόμημα δεν είναι κι αυτοί πρωταγωνιστές της ιστορίας (πολιτικής, μουσικής κ.λπ.), αλλά, σίγουρα, δεν είναι μόνον αυτοί όπως τους παρουσιάζει το σύστημα.

Χαρακτηριστικά θύματα αυτής της εκ των άνω θεώρησης είναι οι λαϊκοί δημιουργοί. Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια μέχρι να αναγνωριστεί η αξία και η σημασία τους, αλλά ακόμα και τώρα ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος, στην επίσημη αξιολόγηση ιδίως από τα μέσα επικοινωνίας, δεν αποτιμάται τουλάχιστον ισότιμα με το ρόλο των καλλιτεχνών που ανήκουν ή έχουν εύκολη πρόσβαση στο θεσμικό εποικοδόμημα.
Οι επιλογές του κατεστημένου, όχι σπάνια με τη συνδρομή της Αριστεράς, είναι μονόπλευρες και μεροληπτικές. Συνθέτες με ενάμισι τραγούδι στο ενεργητικό τους -ονόματα δεν λέμε- αναγνωρίζονται γρήγορα και απολαμβάνουν ιδιαίτερα τιμητικής μεταχείρισης από τα ΜΜΕ, την πολιτική εξουσία και το μικροαστικό πνευματικό κατεστημένο, σε αντίθεση με τους λαϊκούς δημιουργούς που είτε δεν αναγνωρίζονται ποτέ είτε αναγνωρίζονται εν μέρει είτε η αναγνώρισή τους καθυστερεί για δεκαετίες, όταν δεν θάβονται κάτω από τόνους λάσπης. Γιατί η ιστορία γράφεται από πάνω προς τα κάτω, με προδιαγραφές.
Τελευταία, μπορεί κανείς να διαβάσει πολυσέλιδα αφιερώματα για τα λαϊκά τραγούδια τού αναμφίβολα σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη με τα οποία, όπως όλοι παραδέχονται, πρωτοαναδείχτηκε. Όμως, το όνομα του Μανώλη Χιώτη είτε απουσιάζει είτε -στην καλύτερη περίπτωση- αναφέρεται με την ιδιότητα του απλού μουσικού.
Άραγε, αυτός ο τρόπος αναφοράς του ονόματος του Χιώτη υπηρετεί την αλήθεια ή εντάσσεται σε ένα δεδομένο τρόπο αξιολόγησης της συμβολής του καθενός ανάλογα όχι μόνο με την καλλιτεχνική αξία του, αλλά και με το κοινωνικοπολιτικό του στάτους;
Εάν γυρίσουμε στο 1960, βλέπουμε καθαρά ότι όταν ο Χιώτης συναντάει τον Θεοδωράκη, είναι καταξιωμένος στη δισκογραφία και πολύ δημοφιλής με δεκάδες επιτυχίες στο ενεργητικό του, ενώ ο Μίκης παντελώς άγνωστος. Χρησιμοποιώντας τα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες της εποχής, του Χιώτη και του Θεοδωράκη συμπεριλαμβανομένων, συμπεραίνουμε ότι ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, γενικός δερβέναγας όχι μόνο της Κολούμπια, αλλά και της ελληνικής δισκογραφίας, συγκροτεί την ομάδα διαμόρφωσης και ερμηνείας ολόκληρης της πρώτης μεγάλης ομάδας τραγουδιών του Θεοδωράκη, των λαϊκών, αναθέτοντας ουσιαστικά τη διαμόρφωση των κομματιών στον Μανώλη Χιώτη. Το λαϊκό ύφος και χρώμα των πρώτων τραγουδιών του Μίκη οφείλεται στον Μανώλη Χιώτη με την ερμηνευτική συμβολή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του Στέλιου Καζαντζίδη και άλλων σπουδαίων καταξιωμένων λαϊκών καλλιτεχνών. Αυτή είναι η αλήθεια, η οποία συστηματικά και σκόπιμα παραλείπεται ή υποτιμάται από την επίσημη καταγραφή της ελληνικής μουσικής. Γιατί η ιστορία γράφεται από πάνω προς τα κάτω, κατά κανόνα και εκ προθέσεως.
Στέλιος Ελληνιάδης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!