Αφού μας δόθηκε η ευκαιρία ας ξαναδιαβάσουμε τους Αθλίους. Της Βέρας Δαμόφλη

Κ άποιες σπίθες χαράς νιώθουμε ακόμα, κάπου-κάπου. Πυροτεχνήματα αμηχανίας είχαμε καιρό να δούμε. Επειδή, δηλαδή, δεν ξέραμε να πούμε στους τόσους πολλούς διαδηλωτές τι θα κάναμε μαζί τη Δευτέρα 13/2, βρήκαμε να γράψουμε τι θα έκανε –τάχα- ο μικρός Γαβριάς την Κυριακή στο Σύνταγμα;
Άραγε, τι θα έκανε ο Λένιν το Σάββατο; Ο Γκαριμπάλντι την Παρασκευή; Ο Ντεμουλέν την Πέμπτη; Και ο Άρης την Τετάρτη; την Τρίτη ο Τσε Γκεβάρα; Που ήταν υπαρκτά πρόσωπα και όχι η μυθιστορηματική συμπύκνωση των χαμινιών του Παρισιού του 1848 και του 1862.
«Το πλασματάκι αυτό δεν τρώει κάθε μέρα. Ωστόσο, αν του κάνει κέφι, πηγαίνει κάθε βράδυ στο θέατρο». «Έχει δύο επιθυμίες που ποτέ δεν τις ικανοποιεί: να ανατρέψει το καθεστώς και να μπαλώσει το παντελόνι του». Μας αφηγείται ο Βίκτωρ Ουγκό στους Αθλίους του.
Ο μικρός Γαβριάς, θα ’ταν’ ως δώδεκα χρονώ το πολύ. Ένα χαμίνι του Παρισιού, κομμάτι της ψυχής του, με εξυπνάδα, τόλμη και χρυσή καρδιά. Κάποιο βράδυ χρειαζόταν ένα καρότσι για το οδόφραγμα. Ένας βαστάζος είχε αποκοιμηθεί μεθυσμένος μέσα στη χειράμαξά του. Άδειασε τον κοιμισμένο στον δρόμο «…έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί, ένα κόκκινο μολύβι από την τσέπη του κι έγραψε:
«Γαλλική Δημοκρατία
Πήρα το καρότσι […]
Γαβριάς
»Έβαλε τότε το χαρτί στην τσέπη του γιλέκου του μπεκρή, άρπαξε το δίτροχο […] και όρμησε θριαμβευτικά για την Αγορά.»…
Όταν οι συμπολεμιστές του είχαν ξεμείνει από σφαίρες, ο μικρός Γαβριάς βγήκε έξω από το οδόφραγμα, πήρε ένα καλάθι κι άρχισε να το γεμίζει φυσιγγιοθήκες των σκοτωμένων φαντάρων. «Έλα γρήγορα μέσα!» του φώναξαν οι επαναστάτες σύντροφοί του. Δεν υπάκουσε. «Σωστό άτρωτο φάντασμα της μάχης». […] «γύρισε προς το μέρος απ’ όπου του ήρθε η σφαίρα κι άρχισε πάλι να τραγουδά». Η δεύτερη σφαίρα τον σκότωσε.
Γιατί άραγε να φανταστεί κανείς ότι αυτό το παιδί, αυτός ο χαρακτήρας, αυτή η ιστορία της πόλης, «αν είχε κατέβει στο Σύνταγμα, θα έκαιγε με την παρέα του τράπεζες και κινηματογράφους;» Επειδή «Στο βαθμό που οι δυνάμεις της Αριστεράς μένουν αποξενωμένες από τον κύριο όγκο της νέας γενιάς, στο βαθμό που η “ανατροπή’’ αποτελεί ένα κουραστικό στερεότυπο και δεν μεταφράζεται σε επαναστατικό σχέδιο και πολιτική συγκρουσιακότητα [έλεος σύντροφοι, ποια ανάγκη σας υπαγόρευσε το πλάσιμο αυτής της λέξης;] τα φαινόμενα αυτά και θα πυκνώνουν και θα διαχέονται.» Διαβάζουμε σε ανακοίνωση του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής και αναρωτιόμαστε: Αφού αυτοί που έκαψαν λογαριάζουν το ίδιο τις τράπεζες με τους κινηματογράφους, είναι δυνατόν να ξέρουν ποιος ήταν ο Βίκτωρ Ουγκό και ο μικρός Γαβριάς του;
Ποιοι είναι οι αποδέκτες αυτού του άρθρου άραγε; Πάντως όχι οι οργισμένοι εμπρηστές και «ο κύριος όγκος της νέας γενιάς». Πάλι μεταξύ μας μιλάμε, από μακριά, προσπαθώντας να ρίξουμε την ευθύνη ο ένας στον άλλον για την αναποτελεσματικότητά μας.
Κι όμως, θα έπρεπε να ασχοληθούμε. Αλλά θέλει τόλμη κι επιδεξιότητα να πάει κανείς ως δημοσιογράφος, ως ιστορικός, ως πολιτικός επιστήμονας να τους βρει, να κερδίσει λίγη από την εμπιστοσύνη τους και να καταγράψει μεθοδικά, πού ανήκουν ταξικά, επαγγελματικά, μορφωτικά, αλλά και πολιτικά. Να πουν γιατί κάνουν ό,τι κάνουν. Για να μη μιλάμε στον αέρα και να μη καταφεύγουμε στα πασίγνωστα αφού το σύστημα ωθεί εκτός εργασίας, εκπαίδευσης και πολιτισμού ένα τμήμα της νεολαίας, το αφήνει να εξαχρειωθεί, να μην εκτιμάει ούτε την ιστορία, ούτε τον πολιτισμό, άρα περιθωριοποιείται κι  εύκολα ξεσπάει την οργή του αδιακρίτως. Με αυτό το επιχείρημα αντιμετωπίζεται και το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι γίνονται χαφιέδες, προβοκάτορες, νεοναζί, δολοφόνοι ρατσιστές, έμποροι ναρκωτικών, όπλων και ανθρώπων. Άλλο η κοινωνιολογική ανάλυση, άλλο τα ελαφρυντικά κι άλλο το άλλοθι. Την ιδεολογική και πολιτική αδυναμία της Αριστεράς όχι μόνο να παρέμβει με τα επιχειρήματά της και την κοινή δράση της σε αυτούς τους χώρους, αλλά και να οργανώσει τους δικούς της ανθρώπους ενάντια στη νέα Κατοχή ας μην επιχειρούμε να την καλύψουμε με πυροτεχνήματα.
«Ο ιστορικός των ηθών και των ιδεών -γράφει ο Β. Ουγκό στους Αθλίους- έχει την ίδια αυστηρή αποστολή με τον ιστορικό των γεγονότων. Ο δεύτερος σταματά στην εξωτερική όψη του πολιτισμού […] Ο πρώτος μπαίνει στο βάθος, στην ουσία. Νοιάζεται για το λαό που μοχθεί, που τσακίζεται καθημερινά […] για τις πρωτόγονες αγριότητες, […] για την εξέγερση των παρανόμων εναντίον των επίσημων νόμων, για την κρυφή εξέλιξη των ψυχών, για τις αφανείς ζυμώσεις των όχλων, για τους γυμνούς, τους αστέγους […] Όλα αυτά πρέπει να τα δει προσεκτικά, με συμπόνια και αυστηρότητα, σαν αδερφός και κριτής μαζί. […] Δεν είναι κύκλος μ’ ένα μόνο κέντρο ο άνθρωπος, μα έλλειψη με δύο εστίες. Η μία εστία είναι οι ιδέες. Η άλλη τα γεγονότα».
«Μήπως δεν είναι μεταμορφώσεις οι επαναστάσεις; -γράφει σε άλλο σημείο του βιβλίου- Όμως, φιλόσοφοι εμπρός! Οφείλετε να διδάσκετε, να φωτίζετε, να σκέφτεστε φανερά, να μιλάτε δυνατά, […] να ανακατευτείτε με τις λαϊκές μάζες, να μιλάτε για τα δικαιώματά τους […] σπέρνοντας τον ενθουσιασμό. […] Το ιδανικό μπορεί να κατακτηθεί όταν χρησιμοποιηθούν κατάλληλα οι τιποτένιοι, οι κουρελήδες, οι ανάξιοι κι αγράμματοι εκείνοι. Την αλήθεια μόνο μέσα από τον λαό μπορείτε να τη δείτε. […] Κι ένας πρέπει να είναι ο σκοπός μας: να λιγοστέψουν οι σκοτεινοί, να πληθύνουν οι φωτισμένοι.»
Ο μικρός Γαβριάς, δεν ήταν αλλοτριωμένος, ήξερε γιατί πολεμούσε. Αφού θέλετε σώνει και καλά να τον προβάλετε στην ιστορία, δεν «θα κατέβαινε στο Σύνταγμα», γιατί μετά δεν θα είχε να «ανέβει» κάπου. Θα ζούσε και θα κοιμόταν γύρω από το Σύνταγμα, την Ομόνοια, την Πλατεία Κουμουνδούρου, τον Βοτανικό, την Πλάκα, θα έκανε φίλους στα Εξάρχεια, θα τρύπωνε στα σοκάκια, στα παρατημένα σπίτια, στα «κακόφημα» ξενοδοχεία. Θα ήταν σαλταδόρος αλλά και μέλος της Αντίστασης στην Κατοχή.
Σήμερα θα βοηθούσε διαδηλωτές και απεργούς. Άντε να «ανέβαινε» μέχρι το Κολωνάκι για να γλιτώσει από τα χημικά και να βρει τίποτα να φάει. Το Αττικόν και το Άστυ δεν θα τα έκαιγε. Θα ήταν σημεία αναφοράς του. Το πολύ-πολύ να τρύπωνε μέσα μαζί με τα άλλα παιδάκια για να κοιμηθεί.
Αφού λοιπόν μας δόθηκε, έστω κι έτσι η ευκαιρία, ας ξαναδιαβάσουμε τους Αθλίους:
«Ναι, η πρόοδος μόνο με την τόλμη δημιουργείται. Για να γίνει η επανάσταση του 1789, δεν φθάνει η προαίσθηση του Μοντεσκιέ, το κήρυγμά της από τον Ντιντερό, η αναγγελία της από τον Μπομαρσέ, ο υπολογισμός της από τον Κοντορσέ, η προπαρασκευή της από τον Αρουέ και η προμελέτη της από τον Ρουσό. Χρειάζεται η τόλμη του Δαντόν!»

* Τα αποσπάσματα από το μυθιστόρημα Οι άθλιοι του Β. Ουγκό είναι σε μετάφραση από τα γαλλικά του Γιάννη Κουχ. Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη. Αθήνα 1998.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!