Η Λιβύη μετά την πτώση της μοναρχίας το 1969 υπήρξε εξαιρετικά ευέλικτη ως προς τις εξωτερικές της σχέσεις, οι οποίες διαμορφώνονταν βάσει τριών παραγόντων: την απόκτηση του οπλισμού της από οποιονδήποτε συνασπισμό, την πώληση του πετρελαίου της στη Δύση, και την προσέγγιση άλλων αραβικών δυνάμεων για τη σύμπηξη ενός πολιτικού στρατιωτικού οικονομικού μπλοκ, που θα συνεισέφερε στον κοινό αγώνα κατά του Ισραήλ. Το σημαντικότερο όπλο της κατά τους ελιγμούς της με τη Δύση υπήρξε βεβαίως το πετρέλαιό της. Η σημασία του πετρελαίου της, ειδικά εκείνη την περίοδο, είχε αναβαθμιστεί για δύο λόγους.

Πρώτον: όσο η διώρυγα του Σουέζ παρέμενε κλειστή (από τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967 μέχρι και τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973), το λιβυκό πετρέλαιο κάλυπτε ένα κρίσιμο ενεργειακό κενό, αφού μπορούσε να μεταφερθεί στις ευρωπαϊκές καταναλώτριες χώρες εντός 6 ημερών. Συνεπώς, το γεγονός αυτό καθιστούσε την τιμή του ανταγωνιστική σε σχέση με το πετρέλαιο των χωρών του Κόλπου, για τη μεταφορά του οποίου απαιτούνταν τότε 35 με 45 μέρες.
Δεύτερον: η πολύ χαμηλή περιεκτικότητα του λιβυκού πετρελαίου σε θείο, που μείωνε σημαντικά το κόστος της περαιτέρω επεξεργασίας του για τους Ευρωπαίους1.
Τα συμφέροντα των ΗΠΑ στη Λιβύη ήταν σημαντικά από οικονομικής άποψης, αφού 28 αμερικανικές εταιρίες παρήγαγαν το 90% του λιβυκού πετρελαίου (η συνολική παραγωγή τον πρώτο καιρό του καθεστώτος Καντάφι ήταν 3.000.000 βαρέλια ημερησίως) από το οποίο, ένα ποσοστό 25% προοριζόταν για τις χώρες της ΕΟΚ και ένα 43% για τη Δυτική Γερμανία μόνο. Επιπλέον, οι αμερικανικές εταιρίες είχαν ετήσια κέρδη της τάξεως των 500.000.000 δολαρίων2.  Όπως αναφέρθηκε σε έκθεση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, βασικό αμερικανικό συμφέρον στη Λιβύη μετά το πραξικόπημα ήταν να διατηρηθεί η βάση Wheelus, όχι όμως εις βάρος των στρατηγικών οικονομικών συμφερόντων. Επίσης, τονίστηκε η ανάγκη να προστατευθεί η εξάρτηση των Ευρωπαίων από το λιβυκό πετρέλαιο, το οποίο λόγω γεωγραφικής θέσης και ποιότητας θεωρούνταν –όπως καταγράφηκε στην έκθεση– κυριολεκτικά αναντικατάστατο. Επομένως, η σημασία που είχε αποκτήσει τα τελευταία χρόνια το λιβυκό πετρέλαιο επέτρεψε στο νέο καθεστώς να είναι σκληρό στις διαπραγματεύσεις του με τις ΗΠΑ, αναφορικά με τη βάση Wheelus. Οι Λίβυοι πράγματι απαίτησαν και κατάφεραν χωρίς κανένα πολιτικό ή οικονομικό κόστος να εκκενωθούν οι αμερικανικές και οι βρετανικές βάσεις στη χώρα. Οι Αμερικανοί φοβούνταν πως η ενεργειακή εξάρτηση των Ευρωπαίων μείωνε σημαντικά τα περιθώρια ελιγμών τους στις σχέσεις τους με τον Καντάφι αφού, όπως ανέφεραν, ακόμα και αν η Λιβύη εθνικοποιούσε το πετρέλαιό της, δεν θα είχε δυσκολία να διατηρήσει τις οικονομικές της συναλλαγές με τις ευρωπαϊκές εισαγωγικές εταιρίες, εφόσον η τιμή του θα παρέμενε ανταγωνιστική. Σε κάθε περίπτωση πάντως, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να διατηρηθεί η πρόσδεση της Λιβύης στο άρμα της Δύσης, αφού η εκκένωση των αμερικανικών και βρετανικών εγκαταστάσεων είχε δημιουργήσει ένα νέο κενό ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο. Η μόνη θετική εξέλιξη για τις ΗΠΑ ήταν ότι, λόγω της οικονομικής της ισχύος, η Λιβύη δεν ένιωθε υποχρεωμένη να στραφεί στη Σοβιετική Ένωση για όπλα, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ριζοσπαστικών αραβικών καθεστώτων.
Η δύναμη που έσπευσε εγκαίρως να καλύψει το κενό στη Λιβύη ήταν η Γαλλία του Πομπιντού. Ήταν η εποχή που η Γαλλία, έχοντας αποφασίσει την επιβολή εμπάργκο στα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, επανασχεδίαζε τη μεσογειακή της πολιτική, μέσω των Αράβων της Βορείου Αφρικής3.  Μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της γαλλικής αραβικής πολιτικής έπαιζαν βεβαίως οι πιεστικές ανάγκες της γαλλικής πολεμικής βιομηχανίας. Η Λιβύη, έναν περίπου χρόνο μετά το πραξικόπημα, σχεδίαζε να αγοράσει 110 Mirage, τα οποία θα παραλαμβάνονταν σταδιακά. Η γαλλική βιομηχανία αεροπλάνων είχε υποστεί σημαντικό πλήγμα μετά την επιβολή του εμπάργκο στο Ισραήλ, αφού οι παραγγελίες της είχαν μειωθεί κατά 55%, επομένως η «δίψα» των Λίβυων για αεροσκάφη αποτελούσε μια έξοχη ευκαιρία. Η Ελλάδα παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τη μεσογειακή πολιτική της Γαλλίας και ήταν προς το συμφέρον της να τη στηρίξει, πρώτον επειδή η γαλλική κυβέρνηση ήταν μια από τις λίγες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που επιδείκνυαν πραγματισμό ως προς τις σχέσεις τους με τη χούντα, αφού αποτελούσε τον καλύτερο εναλλακτικό προμηθευτή οπλισμού μετά τις ΗΠΑ4,  και δεύτερον, επειδή μπορούσε να προσφέρει έναν τρίτο πόλο στις στρατιωτικές και διπλωματικές επιλογές των Αράβων, μεταξύ του υπερβολικά φιλοϊσραηλινού αμερικανικού από τη μια, και του σοβιετικού από την άλλη. Η ανάδυση αυτού του νέου πόλου υπήρξε πράγματι κοινή επιθυμία των Γάλλων και των Αράβων το διάστημα εκείνο αφού, όπως ανέφεραν οι Αμερικανοί, ο ίδιος ο Νάσερ συμβούλευε τον Καντάφι να μην εξαρτηθεί στρατιωτικά από τη Μόσχα, αλλά να στραφεί στο Παρίσι5.  Παράλληλα, η Λιβύη αποτέλεσε το μοναδικό ριζοσπαστικό αραβικό καθεστώς με το οποίο οι ΗΠΑ διατήρησαν μια μειωμένη σε σχέση με τα προ του 1969 επίπεδα σχέση στρατιωτικής συνεργασίας, και αυτό μάλιστα παρά τη βίαιη αντιισραηλινή ρητορική του.
Επομένως, ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα, η Λιβύη αποτελούσε μια ιδιόμορφη περίπτωση αραβικού καθεστώτος, το οποίο είχε αποκτήσει άρματα μάχης από τη Σοβιετική Ένωση λόγω των βρετανικών κωλυσιεργιών για την αγορά των Chieftains, και την ίδια στιγμή διέθετε έναν μικρό αεροπορικό στόλο (περίπου 30 αεροσκάφη), που αποτελούνταν από κάποια αμερικανικά F-5 και γαλλικά Mirage, ενώ εκκρεμούσε η πώληση άλλων 8 F-5 και η παραλαβή ενός μεγάλου αριθμού Mirage. Η διατήρηση κάποιας μορφής στρατιωτικής συνεργασίας με το καθεστώς αποτελούσε για τις ΗΠΑ τον μοναδικό τρόπο να έχουν μια ελάχιστη δυνατότητα επιρροής των πραγμάτων στην Λιβύη, αλλά και μια σχετική ασφαλιστική δικλείδα για τα συμφέροντα των εταιρειών τους.
Οι Αμερικανοί γνώριζαν πως οι Λίβυοι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα αναφορικά με τον χειρισμό των F-5 και τη συντήρηση των βάσεων που είχαν εκκενωθεί, επομένως, η ύπαρξη μιας φιλικής δύναμης, ικανής να εκπαιδεύσει τους Λίβυους στα αμερικανικά όπλα, ήταν ένας καλός τρόπος να αντισταθμιστεί η φθίνουσα αμερικανική στρατιωτική επιρροή μετά την αποχώρηση από τη βάση Wheelus. Η Ελλάδα μπορούσε να παίξει άνετα τον ρόλο αυτό, στο πλαίσιο της ενίσχυσης της συνεργασίας της με τους Άραβες γείτονες. Έτσι, το 1970, 110 Λίβυοι πιλότοι στάλθηκαν στην Ελλάδα για εκπαίδευση ώστε να μπορούν να επανδρώσουν τα F-5. Επίσης, Λίβυοι εκπαιδεύονταν από Έλληνες στη Σχολή Δοκίμων στον χειρισμό ακταιωρών6.  
Οι Αμερικανοί, βέβαια, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο μια τέτοια πολιτική να στρεφόταν μακροπρόθεσμα εναντίον τους, αφού οι εκπαιδευμένοι από Έλληνες σε αμερικανικά όπλα Λίβυοι κατά πάσα πιθανότητα θα στρέφονταν εναντίον του Ισραήλ. Αυτό ωστόσο δεν έδειχνε να προβληματίζει διόλου την Ελλάδα, η οποία έφτασε στο σημείο να στείλει αποστολή στην πρώην βάση Wheelus, η οποία μαζί με μια αντίστοιχη πακιστανική επικουρούσαν Αιγύπτιους τεχνικούς συμβούλους στο έργο της εκπαίδευσης των Λίβυων και της συντήρησης της βάσης7.  Και οι Αιγύπτιοι, βεβαίως, ήταν με τη σειρά τους εκπαιδευμένοι από τους Σοβιετικούς, αλλά ούτε αυτό έδειχνε να ενοχλεί την Ελλάδα.
Οι ελληνολιβυκές σχέσεις αποτέλεσαν ζήτημα που απασχόλησε τους Αμερικανούς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, καθ’ όλη την επταετία. Αρχικά οι Αμερικανοί τις αντιμετώπισαν με νηφαλιότητα, ίσως και με κάποια ικανοποίηση. Σε μνημόνιο της 17ης Μαΐου του 1971 αναφέρθηκε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα και το Πακιστάν αποτελούν δύο φιλοδυτικές δυνάμεις που ζητούν να παίξουν ρόλο στα οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα της Λιβύης, στην κατεύθυνση της ανάσχεσης του κομμουνιστικού κινδύνου για το καθεστώς8».  Εντούτοις, λίγο αργότερα η συνεργασία αυτή έδειχνε να τους ενοχλεί, αφού πίστευαν πως είχε χάσει τον αρχικό εποικοδομητικό της χαρακτήρα. Μάλιστα μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, έφτασαν μέχρι το σημείο να αναφέρουν ότι η ελληνική χούντα θα ακολουθούσε τον δρόμο του Καντάφι σε περίπτωση που επιδεινώνονταν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Η «επιρροή του Καντάφι» στους Έλληνες χουντικούς και η προτίμησή τους για τις εθνικιστικές, ουδετερόφιλες πολιτικές του –ασχέτως του πόσο ήταν υπαρκτή ή όχι– άρχισε να προβάλλεται όλο και συχνότερα στα αμερικανικά διπλωματικά έγγραφα ως ένα νέο είδος ελληνικού εκβιασμού. Η «επιρροή του Καντάφι» ακόμα και αν υπήρξε ένας διπλωματικός μύθος, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον πρέσβη Τάσκα στην προσπάθειά του να σκιαγραφήσει το προφίλ της νέας ομάδας εξουσίας στην Αθήνα. Άλλωστε, υπήρχε η τάση το όνομα του Καντάφι, όπως παλιότερα και του Νάσερ, να χρησιμοποιείται μεταξύ των ελληνικών πολιτικοστρατιωτικών κύκλων, με σκοπό την πρόκληση των εντυπώσεων ή τον εκβιασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε ο πρωθυπουργός της χούντας Μαρκεζίνης, ο οποίος λίγο πριν από την ανατροπή του Παπαδόπουλου τον Νοέμβριο του 1973, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στη Le Monde πως αν αποτύχαινε το φιλελεύθερο πείραμά του και ανατρεπόταν, τότε θα τον διαδεχόταν ο «Έλληνας Καντάφι». Ωστόσο, ποιοι ήταν αυτοί οι περιβόητοι «Έλληνες Καντάφηδες» και πόσο στα σοβαρά τους έπαιρναν οι Αμερικανοί;
Η εμμονή του Τάσκα με τους «Έλληνες Καντάφηδες», πέραν της επιθυμίας του Αμερικανού πρέσβη να περιγράψει με γλαφυρότητα το ύφος της πολιτικής των νέων πραξικοπηματιών, ουσιαστικά αντανακλούσε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη βάση της εξουσίας στην δικτατορική Ελλάδα. Το πολιτικό σύστημα, το οποίο μελετούσαν οι Αμερικανοί αναλυτές κατά την περίοδο της επταετίας, ήταν το στράτευμα, δηλαδή ο μόνος πόλος εξουσίας του προδικτατορικού πολιτικού συστήματος που είχε διατηρηθεί στην Ελλάδα.
Ωστόσο, ο πόλος αυτός δεν ήταν ενιαίος στον βαθμό που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα αυστηρά μονοπολικό σύστημα εξουσίας. Αντίθετα, γινόταν αντιληπτός ως κατακερματισμένος σε μικρότερους πόλους, σημαντικούς ή ασήμαντους. Οι πόλοι αυτοί, βέβαια, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά άμορφες ή περισσότερο οργανωμένες συσπειρώσεις αξιωματικών του Στρατού Ξηράς. Κατά τους Αμερικανούς, το μέλλον του συστήματος εξουσίας που είχε δημιουργηθεί θα εξαρτιόταν είτε από τη συνεχιζόμενη αδυναμία της μιας  ομάδας να αντισταθεί στις πιέσεις της άλλης, με αποτέλεσμα τη διαρκή εκδήλωση πραξικοπημάτων και αντιπραξικοπημάτων και την τελική αυτοκατάλυση της δικτατορίας είτε από την ανθεκτικότητα που θα επιδείκνυε μια ομάδα κατά την παραμονή της στην εξουσία. Η κοινή εκτίμηση, ωστόσο, ήταν πως καμιά ομάδα δεν θα άντεχε για πολύ, δεδομένης της διαρκούς συρρίκνωσης της βάσης της εξουσίας. Βάσει των όσων ανέφερε ο Τάσκα στον Κίσινγκερ τον Μάρτιο του 1974, η χούντα του Ιωαννίδη υπήρξε το καθεστώς με τη μικρότερη βάση εξουσίας στη χώρα από το 1821. Η μόνη του στήριξη ήταν 20 με 30 ή ίσως 10 με 12 αξιωματικοί9.  
Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν ότι πέραν του δικτύου του Ιωαννίδη υπήρχαν και άλλες ομαδώσεις αξιωματικών, άλλες χαλαρές και άλλες πιο συμπαγείς. Μία από αυτές ήταν ένας σκληρός πυρήνας των λεγόμενων «Καντάφηδων», πολλοί από τους οποίους φαίνεται ότι βοήθησαν τον Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, ελπίζοντας πως θα επέβαλλε ένα πιο ακραίο εθνικιστικό καθεστώς.
Όπως αναφέρει το εν λόγω έγγραφο, οι «Καντάφηδες» ήταν υπερεθνικιστές αξιωματικοί, που επιθυμούσαν μια πιο ανεξάρτητη πολιτική για την Ελλάδα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τη χρήση των εγκαταστάσεων επί ελληνικού εδάφους10.
Σε κάθε περίπτωση, οι Αμερικανοί γνώριζαν πως χωρίς οποιασδήποτε μορφής στήριξης από τις ΗΠΑ, μικρής ή μεγαλύτερης, το καθεστώς θα κατέρρεε. Εντούτοις, μέχρι και την κατάρρευσή του, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν όχι απλά μια επαφή αλλά κανονική συνεργασία με τη χούντα, για την αποφυγή νέων δυσάρεστων κενών ισχύος στην κρίσιμη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Προς μεγάλη τους απογοήτευση, το Κυπριακό δεν είχε διευθετηθεί «ατλαντικά και ήσυχα» από το καθεστώς Παπαδόπουλου, η Μέση Ανατολή παρέμενε ασταθής, ενώ ακόμα υπήρχαν Σοβιετικοί στα θερμά ύδατα. Οι Αμερικανοί, επομένως, ήταν αναγκασμένοι, χάριν των συμφερόντων τους, να ανεχτούν μια χούντα πολύ πιο ενοχλητική από την προηγούμενη, την οποία δεν μπορούσαν ούτε να ανατρέψουν, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα συνέβαλε στην αστάθεια της περιοχής, αλλά ούτε και να αφήσουν απόλυτα ανεξέλεγκτη, αφού υπήρχε μια γενικότερη αίσθηση πως θα ήταν επιρρεπής στην πρόκληση νέων προβλημάτων.
Η αίσθηση αυτή πήγαζε από την αντίληψη που είχαν για τον εθνικισμό του νέου καθεστώτος: Ενώ τους ταύτιζαν ως προς τον αντικομμουνισμό με τους προκατόχους τους, θεωρούσαν ότι οι νέοι κυβερνώντες της χώρας –αν και φιλικά διακείμενοι απέναντι  στο ΝΑΤΟ– δεν αποτελούσαν εκείνο το είδος των Ατλαντιστών με τους οποίους θα προτιμούσαν να συνεργαστούν οι ΗΠΑ, λόγω του ακραιφνούς εθνικισμού τους. Πρακτικά, ο εθνικισμός αυτός σήμαινε τρία πράγματα:
Πρώτον: Ότι η ομάδα Ιωαννίδη θα θεωρούσε οποιαδήποτε μορφή αμερικανικής πίεσης προς την κατεύθυνση της πολιτικής φιλελευθεροποίησης ως απροκάλυπτη παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας, γεγονός που θα οδηγούσε σε εκβιασμούς «αλά Καντάφι».
Δεύτερον: Ότι το νέο καθεστώς θεωρούσε πως ο μόνος τρόπος για να συνεργαστεί αρμονικά με τις ΗΠΑ θα ήταν να παραδεχτούν οι τελευταίες ότι η Ελλάδα είναι το ίδιο σημαντική για αυτές όσο και αυτές για την Ελλάδα, πράγμα που σήμαινε πως οι Αμερικανοί θα έπρεπε να βοηθούν την Ελλάδα χωρίς κάποιο αντάλλαγμα.
Τρίτον: Ότι οι ΗΠΑ όφειλαν να παραδεχτούν πως η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να τις βοηθήσει εφόσον έκρινε ότι τα συμφέροντά της στην περιοχή δεν ταυτίζονταν με τα αμερικανικά συμφέροντα.
Ουσιαστικά αυτός ο νέος εθνικισμός ήταν που ώθησε τον Τάσκα να αναζητά τους «Έλληνες Καντάφηδες», αφού όπως ο ίδιος πίστευε, οι νέοι κυβερνώντες δεν θα είχαν κανέναν δισταγμό –εφόσον οι ΗΠΑ αρνούνταν να τους βοηθήσουν– να «γίνουν Γάλλοι» (go French) και αν όχι Γάλλοι, να «γίνουν Άραβες» (go Arab). Και βέβαια λέγοντας «Άραβες», ο Τάσκα εννοούσε τον Καντάφι, αφού όπως ανέφερε στον Κίσινγκερ, οι Έλληνες χουντικοί ήταν αυτοί που είχαν εκπαιδεύσει το ναυτικό και την αεροπορία της Λιβύης.

*Ο  Παναγιώτης  Κουργιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

 

1.  Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.39, p.1 – 10.
2.  Ό.π.,  doc.44, p.1 – 11.
3. Berstein S. & Rioux J-P, The Cambridge History of Modern France,
The Pompidou Years 1969 – 1974, Cambridge University Press –
Edition de la maison des sciences de l’ homme, Paris, 2000.
4. Το Βήμα, 27/2/1970 & 19/9/1970.
5.  Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.52, p.1 – 2.
6. Το Βήμα, 13/1/1970.
7. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume E-5, Part 2,
Documents on North Africa, doc.74, p.1 – 13.
8. Ό.π.,  doc.77, p.1 – 15.
9. Foreign Relations of the United States, 1969 – 1976 Volume XΧΧ,
Greece; Cyprus; Turkey, 1973 – 1976, doc.12, p.47 – 60.
10.  Ό.π.,  doc.13, p.60 – 69.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!