Του Ρούντι Ρινάλντι.
Ο λαϊκός ξεσηκωμός που σημαδεύει την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου, το τελευταίο 20ήμερο, με τη συνεχή και πυκνή παρουσία του λαού στους δρόμους και τις πλατείες (υπολογίστηκε ότι πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα πήραν μέρος στις διαδηλώσεις μέχρι τις 10/6, αριθμός πολύ μεγαλύτερος αν προστεθούν και όσοι διαδήλωσαν στις 15/6) τροφοδότησε και τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που ζήσαμε τις τελευταίες 3-4 μέρες.

Πλέον, έχουμε και τη διά γυμνού οφθαλμού ορατή σύγκλιση δύο πολύ σημαντικών και καθοριστικών διαδικασιών: του κινήματος των πλατειών, ας το αποκαλέσουμε συμβατικά έτσι, και των εξελίξεων σε επίπεδο πολιτικού συστήματος και διακυβέρνησης. Η σύγκλιση ανάμεσα στις δύο αυτές διαδικασίες (ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις και μαζικό λαϊκό κίνημα) είχε αρχίσει να συντελείται έντονα από τον Φλεβάρη-Μάρτη και στις 15/6 έφθασε στο απόγειό της.
Κάτω από την έντονη πίεση του ξεσηκωμού, ο ΓΑΠ επιχείρησε να περάσει δυο-τρία πραξικοπήματα σε επίπεδο κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Δεν τα κατάφερε, παραιτήθηκε (στην ουσία για 7 ώρες) δήλωσε ανοικτά ότι δεν μπορεί να κυβερνήσει και να διαχειριστεί μόνος του την κρίση και τελικά οδηγήθηκε στη λύση ενός ανασχηματισμού. Τα πραξικοπήματα αφορούσαν την προσπάθεια να εγκριθεί το Μεσοπρόθεσμο με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου που θα υπέγραφε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (κάτι που ο κ. Παπούλιας αρνήθηκε), τη μυστική διαπραγμάτευση με τη Ν.Δ. (που έγινε γνωστή με τη μέθοδο των διαρροών…) για ένα κυβερνητικό σχήμα διάρκειας 2 χρόνων που θα υιοθετούσε Μεσοπρόθεσμο και Μνημόνιο, έστω και χωρίς τον ΓΑΠ στη θέση του πρωθυπουργού. Στις διαπραγματεύσεις που προχωρούσαν έπεσαν και ονόματα για την πρωθυπουργία όπως του κ. Δήμα από τη Ν.Δ. και του Φ. Κουβέλη από το ΠΑΣΟΚ! Η διαχείριση της κρίσης με μιας μορφής συναίνεση που θα έχει άρωμα Πορτογαλίας, είναι μέσα στις προβαλλόμενες λύσεις από τις συστημικές δυνάμεις. Η αποδοχή μιας τέτοιας μεθόδευσης από τη Ν.Δ. θα την καθιστούσε συνυπεύθυνη και σε κατάφορη αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα, θα ακύρωνε την όποια κριτική της στο Μνημόνιο και, τέλος, θα έδινε καταφύγιο και χρόνο στον ΓΑΠ να ανασυγκροτηθεί και να βγει από τη θανάσιμη θέση που βρέθηκε. Αφού όλα αυτά δεν ευοδώθηκαν, ο ΓΑΠ προσέφυγε στο γάντζωμα από την εξουσία και μια έξοδο -τύπου- Μεσολογγίου μέσω ενός αμφίβολου ανασχηματισμού και με τις πλατείες ακόμα ενεργές. Το τέλος του πλησιάζει, το γνωρίζει και συμπεριφέρεται σαν να εκτελεί συμβόλαια και δεσμεύσεις.

Οργανική κρίση και πολιτικό σύστημα
Οι συστημικές και οι πατερναλιστικές αριστερές πολιτικές πρακτικές προσπαθούν να αποσυμπλέξουν τις δύο διαδικασίες (τις πολιτικές εξελίξεις από το μαζικό κίνημα στις πλατείες). Σε αυτό συμπίπτουν ο συστημισμός και οι πατερναλιστικές αριστερές δυνάμεις. Επιχειρούν, μεθοδεύουν, επιδιώκουν να μετατοπίσουν την πολιτική κονίστρα εκτός των διαδικασιών και αναγκών του κινήματος. Ανεξάρτητα από την περίπλοκη διαλεκτική ανάμεσα στις δύο διαδικασίες, η ριζοσπαστική οπτική επιδιώκει την επιμήκυνση της σύμπτωσής τους, δηλαδή να παράγονται πολιτικά γεγονότα μέσα από διαδικασίες κινήματος και κάτω από την επίδραση του κινήματος. Ποιοι είναι οι αρμοί της σύνδεσης και ποιες είναι οι πολιτικές πρακτικές που μπορούν να το πετύχουν, αποτελεί το περιεχόμενο εναγώνιας σκέψης, σήμερα, για όποιον θέλει πραγματικά να συμβάλει.
Το εθνικό-ανεξαρτησιακό ζήτημα που -εκτός των άλλων- επανακαθορίζει και επαναοικειοποιεί σύμβολα, μαζί με τη συνολική απόρριψη του πολιτικού συστήματος, αποτελούν τον πυρήνα της λαϊκής κινητοποίησης. Αυτός ο πολιτικός στόχος είναι πολύ πιο μεγάλος, πολύ πιο μπροστά από επιμέρους αιτήματα και διεκδικήσεις. Αυτή η απαίτηση διαμορφώνει τη μεγάλη εικόνα, τις τεκτονικές αλλαγές μέσα στις οποίες οφείλει να κινηθεί η Αριστερά – αν μπορεί βέβαια.
Βρισκόμαστε ακριβώς στην κατάσταση που περιγράφει ο Σ. Κουβελάκης, στην κατάσταση της «οργανικής κρίσης» (κατά Γκράμσι). Σύμφωνα μ’ αυτήν, παρατηρείται η «διάρρηξη των παγιωμένων σχέσεων εκπροσώπησης μεταξύ βασικών κοινωνικών ομάδων και των κομματικών τους εκφράσεων και «ξαφνικό πέρασμά τους από την πολιτική παθητικότητα σε μια ορισμένη δραστηριότητα και την προβολή διεκδικήσεων, που στο μη συνεκτικό τους σύνολο αποτελούν μιαν επανάσταση». Και στο επίπεδο αυτό έχει ανοίξει μια συζήτηση για το ποια πολιτική γραμμή και ποιοι στόχοι πρέπει να προβληθούν από την Αριστερά (προηγούμενο φύλλο Δρόμου).
Η αριστερή οπτική (ορθότερα, η κομμουνιστική χειραφετητική) οφείλει κατ’ αρχήν να υιοθετεί και να εγκολπώνεται, σε όλη της την έκταση, τη λαϊκή ριζοσπαστική οπτική, να την περιλαμβάνει 100% και να συγκροτεί το παραπέρα, σε επίπεδο θεωρητικής σύλληψης, αν μπορεί. Όσοι βάζουν τον Κομμουνισμό ως καθήκον, οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι από κει και πέρα προωθείται το καθήκον τους – κι όχι με μια σχέση εξωτερικότητας και τάχα «ανωτερότητας» από το ριζοσπαστισμό. Από την άποψη αυτή πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η Αριστερά σχεδόν σε όλες τις εκδοχές της -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- βρίσκεται σε μια ιδιάζουσα σχέση με το πραγματικό κίνημα, έτσι όπως αυτό εξελίσσεται. Εντελώς απροετοίμαστη, μακριά από τα μεγάλα θέματα που αυτό θέτει και συγκροτεί μια νέα «εθνική και λαϊκή» θέληση (πάλι κατά Γκράμσι), μακριά από τις στοχεύσεις του.
Ο συντελούμενος μετασχηματισμός του πολιτικού συστήματος θα περιλάβει και την Αριστερά. Θέλοντας και μη. Το μαζικό κίνημα που αναπτύσσεται είναι έξω από τα πρότυπα και τις προδιαγραφές της υπαρκτής Αριστεράς. Η εν γένει Αριστερά βρίσκεται σε σχέση «αχταρμά» και σε διάκριση με το κίνημα της πλατείας. Το κίνημα συγκροτείται σε μια ορισμένη σχέση με την Αριστερά όπου την περιλαμβάνει λίγο, αλλά αυτή τελεί πάντα σε ανταγωνισμό ιδεών, οραμάτων, πρακτικών και αντιλήψεων με αυτό. Θέλει να υπογραμμίσει την ιδιαιτερότητά της με γενικόλογο και χοντροκομμένο τρόπο. Για παράδειγμα, σχεδόν όλα τα κόμματα και συσπειρώσεις της Αριστεράς (μέχρι και η Αναρχία) συμπίπτουν στο σύνθημα «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά, εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά» κ.λπ., ενώ ομάδες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ διακρίθηκαν στην τελευταία συγκέντρωση με το σύνθημα «Τέρμα πια με τις αυταπάτες ή με το κεφάλαιο ή με τους εργάτες». Κι αυτά μπροστά στο Σύνταγμα, τη Βουλή, όταν όλος ο λαός ενώνονταν στο σύνθημα «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από δω»… Στο εξής πρέπει να καταλάβει η Αριστερά ότι είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει υπό συνθήκες λαϊκού κινήματος, ως Αριστερά του λαϊκού κινήματος και να πάψει να ταυτίζει τον εαυτό της με το λαϊκό κίνημα ή να νομίζει ότι μονοπωλεί την αντίσταση και την πάλη. Για να λειτουργήσει κανείς ως Αριστερά, θα έπρεπε πρωτίστως να δηλώσει μέρος του μαζικού κινήματος, οργανικό στοιχείο του και να λεπτύνει, να φινίρει τους ιδεολογικούς διαχωρισμούς απέναντι στο κίνημα, τα όρια της ιδεολογικής αυτονομίας της.

Η μεγάλη μετατόπιση
Υπάρχει μια σημαντική διαδικασία στο «κίνημα των πλατειών», σε αντίθεση με την κατάσταση πνευμάτων της υπαρκτής Αριστεράς. Πρόκειται για τη μεγάλη μετατόπιση-εξέλιξη που γίνεται στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, η έκταση της μεταβολής της συνείδησης και η σημασία του γεγονότος είναι πολύ μεγαλύτερη από το τι φαίνεται στην πράξη. Από την άποψη αυτή δεν υπάρχει, σήμερα, εν γένει «υπόκλιση στο αυθόρμητο». Πολιτικά αυτό το «αυθόρμητο» είναι πολύ πιο μπροστά από το υποτιθέμενο «συνειδητό» – την Αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της. Όσοι δεν μπορούν να δουν αυτή τη μεταβολή στη συνείδηση – άρα μεγαλύτερα όρια στις πολιτικές εξελίξεις σε πλάτος και βάθος, δεν καταλαβαίνουν ότι το κίνημα θέτει πολύ περισσότερα πράγματα από ό,τι η Αριστερά θέτει στη συγκυρία σαν στοχοθεσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα τα καταφέρει, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην Ιστορία.
Οι ορίζοντες, όμως, πνευματικοί, πολιτικοί, στοχοπροσηλωτικοί (κατά τον τρόπο που προσεγγίζουν οι μάζες τους πολιτικούς στόχους μέσα από σκοτάδια σκαρφαλώματος, χωρίς υποκείμενο…) είναι πιο μπροστά από κάθε άποψη από αυτούς της Αριστεράς που -υποτίθεται- ότι είναι το «συνειδητό», η «πρωτοπορία», ο μονοπωλητής του αγώνα και της αντίστασης. Η επιμονή στο «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από δω», η εναντίωση και η στοχοποίηση του πολιτικού συστήματος δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλοιό στις συστημικές δυνάμεις, οξύνουν αντιθέσεις, δημιουργούν μιαν ακυβερνησία και ανιχνεύουν μια άλλη διαδικασία και δύναμη μέσα από συνελεύσεις, πλατείες και συγκεντρώσεις όπου διατρανώνεται η δύναμη του λαού. Η στοχοπροσήλωση στο στόχο τού να φύγουν (αυτοί και το Μνημόνιο), να πληρώσουν οι κλέφτες, σήμερα, στην εξέγερση του σήμερα, είναι ο βασικός παράγοντας κινητοποίησης και εισβολής της μάζας στο προσκήνιο. Κανένα άλλο αίτημα, κανένας άλλος στόχος σήμερα δεν θα κρατούσε τη μάζα αυτή, τόσο πολυπληθή και τόσο ενωμένη γύρω από ένα στόχο. Το ανέβασμα της συνείδησης σε άλλα επίπεδα δεν θα γίνει με κλασικούς όρους (π.χ. προβολή ενός μεταβατικού προγράμματος) αλλά μάλλον με στόχους που θα αφορούν την κεντρική πολιτική σκηνή και την εξουσία και όχι κάποια άλλα σημαντικά θέματα γύρω από τα οποία πρέπει να γίνεται ζύμωση και δράση. Για να εξηγηθούμε, σε συνθήκες απουσίας μιας Αριστεράς που να θέλει και να μπορεί να παίζει ρόλο στις εξελίξεις, σε συνθήκες απουσίας ενός πολιτικού υποκειμένου και σε συνθήκες ύπαρξης αυτού του κινήματος -και όχι αυτού που φανταζόμαστε- πρέπει να παραδεχτούμε πως το κίνημα αυτό είναι το παρόν ιστορικό υποκείμενο και η μήτρα διεργασιών και απελευθέρωσης κοινωνικής δυναμικής. Συνακόλουθα να προβληματιστούμε πολύ για το ποιους στόχους θα το κρατούσαν ενωμένο και θα του πρόσδιδαν κι άλλη δύναμη, θα το κρατούσαν με διάρκεια στη πλατεία και δεν θα έχανε τη δυναμική του. Οι συστημικές δυνάμεις ελίσσονται αλλά δεν παραιτούνται. Ο ΓΑΠ δεν παραιτήθηκε και δεν έφυγε ακόμα. Το Μνημόνιο είναι εδώ και επιχειρείται η ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου. Η στοχοπροσήλωση πρέπει να μείνει ίδια, ως αυτή αναδείχθηκε από το μαζικό κίνημα και πρέπει να επικεντρωθεί στο πολιτικό σύστημα, στον πολιτικό αγώνα. Για παράδειγμα, οι πλατείες δεν λένε ως κεντρικό σύνθημα το «Δεν πληρώνουμε, δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε». Αυτό μόνο του, την στιγμή αυτή, χωρίς το πληβειακό «φύγετε», «ουστ», «Πάρτε το Μνημόνιο και φύγετε από δω», είναι λίγο, είναι πιο πίσω, γιατί δεν θέτει στο επίκεντρο την πολιτική πάλη και δεν αναδεικνύει την ανατροπή του πολιτικού συστήματος σαν αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για κάθε θετική φιλολαϊκή μεταβολή.
Στις παρούσες συνθήκες θα μπορούσε να τεθεί ο στόχος της «Μεταπολίτευσης του λαού» ως όρος, για να πραγματοποιηθεί, να προωθηθεί και να κατοχυρωθεί μια «πολιτική οικονομική και κοινωνική διέξοδος της χώρας». Μια μεταπολίτευση του λαού που θα κατοχύρωνε ή θα έθετε βάσεις ή θα προωθούσε από καλύτερες θέσεις τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανακούφιση του λαού. Που θα ήταν στυλοβάτης μιας πολιτικής ρήξεων με τα δεσμά που έχουν επιβληθεί από το Χρέος και το ευρώ. Που θα προωθούσε λύσεις -πάντα με το λαό στο προσκήνιο και στηριζόμενη σε αυτόν- που θα κατοχύρωναν μια νέα θέση της χώρας στο σύγχρονο κόσμο.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!