Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποιο μακρινό βασίλειο ένας προδομένος λαός. Ήταν προδομένος απ’ τον βασιλιά που τον κυβερνούσε, απ’ τον προκάτοχό του, αλλά και απ’ όλους τους βασιλιάδες που τον είχαν κυβερνήσει. Αυτός ο λαός είχε δώσει πολλούς αγώνες για την ελευθερία και την κοινωνική πρόοδο, αλλά πάντα βρισκόταν κάποιος βασιλιάς που εκμεταλλευόταν τους αγώνες και τους πόθους του και δίνοντας ψεύτικες υποσχέσεις ανέβαινε στο θρόνο. Ο λαός αυτός δεν ήταν κουτός, απλώς δεν είχε μάθει ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς βασιλιάδες.

Ο βασιλιάς αν και ορκιζόταν ότι είναι φίλος του λαού, στην πραγματικότητα δεν τον γνώριζε καθόλου. Νόμιζε ότι ο λαός είναι οι αυλικοί που τον επευφημούσαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτοί οι θλιβεροί άνθρωποι με τις γεμάτες τσέπες, την ευλύγιστη μέση και την επιδέξια γλώσσα, ήταν απλώς παράσιτα και τίποτα παραπάνω. Ότι ο λαός είναι αυτοί οι χιλιάδες ανώνυμοι άνθρωποι που κερδίζουν το ψωμί τους με τη δουλειά τους. Έτσι οι αγρότες που σπέρναν και θερίζαν τα χωράφια, οι εργάτες που έχτιζαν τις γέφυρες και κατασκεύαζαν τους δρόμους, οι βοσκοί, οι ξυλοκόποι, οι πραματευτές, οι εργάτριες που ύφαιναν τα ρούχα, οι μαίες που βοηθούσαν τα παιδιά να έρθουν στον κόσμο, ήταν για το βασιλιά απλοί αριθμοί. Δεν ήξερε τι σημαίνει να μην έχεις να δώσεις γάλα στο παιδί σου, να υποσιτίζεσαι, να πεθαίνεις αβοήθητος γιατί δεν μπορείς να αγοράσεις φάρμακα, να σακατεύεσαι την ώρα της δουλειάς και να σε πετάνε στο δρόμο γιατί δεν σε χρειάζονται άλλο. Όταν δεν γνωρίζεις κάποιον, δεν μπορείς να νιώσεις και τον πόνο του.
Οι πραγματικοί φίλοι του βασιλιά ήταν οι πλούσιοι έμποροι και οι γαιοκτήμονες. Ο βασιλιάς τους χάριζε μεγάλες εκτάσεις που θα έπρεπε να ανήκουν στο λαό, γιατί αυτός τους έδινε ζωή, θέσπιζε νόμους που τους ευνοούσαν, τους χάριζε τους φόρους που έπρεπε να πληρώνουν. Αυτοί, ως αντάλλαγμα, έδιναν στο βασιλιά χρήματα. Κάποια από αυτά τα χρήματα ο βασιλιάς τα διέθετε για να προσλαμβάνει αυλικούς και στρατιώτες για τη φρουρά του. Μια άδικη εξουσία χρειάζεται τη βία, το ψέμα και την απάτη για να διατηρηθεί.
Το μεγάλο όπλο του βασιλιά ήταν οι κήρυκες. Αυτοί καλούσαν το λαό, κάθε απόγευμα, στις πλατείες του βασιλείου και του έλεγαν τα νέα. Άλλοι από αυτούς ήταν υπάλληλοι του βασιλιά και άλλοι των πλούσιων εμπόρων και των γαιοκτημόνων. Άλλοι πληρώνονταν πολύ καλά και άλλοι λιγότερο καλά – αυτό είχε να κάνει με το πόσο επιδέξια μπορούσαν να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους. Οι κήρυκες, λοιπόν, είχαν διαφορετικά αφεντικά και διαφορετική θέση στην ιεραρχία του βασιλείου. Τα νέα, όμως, που έλεγαν ήταν ακριβώς τα ίδια.
Οι υπήκοοι του βασιλιά που συνέρρεαν κάθε απόγευμα στις πλατείες, άκουγαν ότι το να ληστεύεις το λαό είναι προσφορά προς την πατρίδα, ότι το να δίνεις δουλειά σε κάποιο κάτεργο με αντάλλαγμα ένα κομμάτι ψωμί είναι φιλανθρωπία, ότι το να διαμαρτύρεσαι για τη φτώχεια και την εξαθλίωση είναι αντικοινωνική συμπεριφορά, ότι το να ανταποδίδεις τη βία που δέχεσαι είναι έγκλημα, ότι είναι επίσης έγκλημα το να αναζητάς την τύχη σου σε άλλους τόπους όταν η πείνα και ο πόλεμος σε διώχνουν απ’ τον τόπο σου, ότι το να ονειρεύεσαι έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, αδικία και ανισότητα είναι ακραίο. Η αλήθεια ήταν διαφορετική. Η αλήθεια ήταν ότι έγκλημα είναι να κλέβεις τη ζωή και να σακατεύεις τα όνειρα χιλιάδων ανθρώπων για να αυξήσεις τα πλούτη σου, ότι η φτώχεια δεν είναι κάτι τυχαίο, ότι ντόπιοι και ξένοι εργάτες μοιράζονταν την ίδια δυστυχία, ότι το δίκιο το έχουν όσοι αντιστέκονται στη λεηλασία της ζωής τους. Αυτή η αλήθεια ήταν μπροστά στα μάτια των υπηκόων του βασιλιά. Αλλά δεν την έβλεπαν. Γιατί ο αγώνας για την επιβίωση δεν τους άφηνε χρόνο να σκεφτούν. Γιατί τους είχαν μάθει να μη σκέφτονται. Έτσι, οι κήρυκες, αποθρασύνονταν και έλεγαν ολοένα και μεγαλύτερα ψέματα.
Όμως τα ψέματα δεν κρατάνε για πάντα. Οι υπήκοοι του βασιλιά κάποτε κατάλαβαν ότι όσα άκουγαν απ’ τους κήρυκες έμοιαζαν πολύ με παραμύθια για να είναι αληθινά. Κατάλαβαν ότι η αλήθεια βρίσκεται αλλού, σε μέρη που οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους. Έτσι, σταμάτησαν να ακούνε τους κήρυκες. Κι όταν εκείνοι έβγαιναν κάθε μέρα στις πλατείες, προπαγάνδιζαν με ζήλο και πάθος την αλήθεια των αφεντικών τους, δεν τους άκουγε κανείς. Οι υπήκοοι του βασιλιά, αρχικά, κλείστηκαν στα σπίτια τους. Με τον καιρό άρχισαν να προσπαθούν να γνωρίσουν καλύτερα όσους μοιράζονταν την ίδια μοίρα μ’ αυτούς. Άρχισαν να επικοινωνούν περισσότερο μεταξύ τους. Έτσι, διαπίστωσαν ότι αυτά που τους ενώνουν είναι πολλά και ότι δεν τους χωρίζει τίποτα. Εμπιστεύονταν αυτά που έβλεπαν με τα μάτια τους και άκουγαν με τα αφτιά τους και όχι αυτά που άκουγαν απ’ τους καλοταϊσμένους υποτακτικούς. Αποφάσισαν πως ήταν καλύτερα, απ’ το να ακούνε τους κήρυκες, να βγαίνουν στους δρόμους και να φωνάζουν για αυτά που τους μαυρίζουν την ψυχή, για το δίκιο τους που τόσα χρόνια πνιγόταν απ’ τις φωνές των έμπιστων του βασιλιά, για αυτά που δεν τους επιτρέπουν να ελπίσουν, για αυτά που τους στερούν το μέλλον, για αυτά που τους κρύβουν τον ήλιο. Είχε έρθει η ώρα να ακουστεί και η δική τους φωνή. Δεν ήταν πια υπήκοοι. Ήταν ελεύθεροι άνθρωποι που έπαιρναν τη ζωή τους στα χέρια τους κάνοντας σημαία τα όνειρά τους.
Ο βασιλιάς, ανήσυχος, έστειλε τους στρατιώτες της φρουράς του να πνίξουν τη φωνή που αντηχούσε στους δρόμους του βασιλείου, όμως η φωνή ολοένα δυνάμωνε. Ένιωθε πια το τέλος της παντοδυναμίας του να πλησιάζει.

Νίκος Σουβατζής

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!