Μόνο μια ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες και τη θέση της Ελλάδας στους υπάρχοντες συσχετισμούς της Δύσης.

Του Βαγγέλη Χωραφά

 

Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, η οποία έχει ξεκινήσει από το 2007 και θα εξακολουθήσει να υφίσταται για πολλά χρόνια ακόμη, εκδηλώνεται πλέον, όπως και σε πολλά άλλα εθνικά κράτη της Ε.Ε., ως κρίση του δημόσιου χρέους. Στo πλαίσιο αντιμετώπισής της, η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει επιδοθεί σε ένα μαραθώνιο διεθνών επαφών, όπως επιβάλλουν άλλωστε και οι σχέσεις αλληλεξάρτησης των οικονομιών της Ε.Ε.. Αυτή η διεθνής κινητικότητα είναι απόλυτα φυσιολογική σε ό,τι αφορά τη διαχειριστική διάσταση της αντιμετώπισης της κρίσης.

Η διάσταση, όμως, των γενικότερων διεθνών ισορροπιών και ο επηρεασμός τους από την κρίση χρέους αρκετών χωρών της ευρωζώνης παρουσιάζει ειδικότερο ενδιαφέρον. Σε κάθε περίπτωση, τα ταξίδια του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα, στο Βερολίνο, το Παρίσι και στην Ουάσινγκτον εντάσσονται σε μια γενικότερη αντίληψη περί αντιμετώπισης της κρίσης ως θέματος διεθνών σχέσεων και, δευτερευόντως, ως εσωτερικού ελληνικού προβλήματος. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί το εν γένει γεωπολιτικό πλέγμα, στο οποίο εντάσσεται η Ελλάδα, η κινητικότητα αυτή είναι ελάχιστα οργανωμένη, οριακά αποδοτική και χωρίς στρατηγικούς στόχους. Πολύ πιο αποδοτική ήταν η επίσκεψη της Λ. Κατσέλη στο Αμπού Ντάμπι, αφού κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια σημαντική ροή πόρων στο υπό δημιουργία αναπτυξιακό fund, αλλά κι αυτή προήλθε από μια προσωπική πρωτοβουλία.

Οι απλουστευτικοί διχασμοί του τύπου «με τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ» (που, κατά περίπτωση, διανθίζεται και με υποδούλωση της Ελλάδας στο νεοοθωμανικό πλέγμα, που διαμορφώνουν οι ΗΠΑ και η Τουρκία) ή με το «αναγκαίο κακό της Ε.Ε.» δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και τις στρατηγικές των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου.

 

Κρίσιμο τεστ στη Μεσόγειο

Στη Μεσόγειο διακυβεύονται πολλά αμερικανικά συμφέροντα, από την τρομοκρατία στη Βόρεια Αφρική μέχρι τη σταθερότητα στο Αιγαίο και από την ενεργειακή ασφάλεια μέχρι τη διαδικασία ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή. Η πολιτική απέναντι στην Τουρκία αποτελεί μέρος του όλου σκηνικού, παράλληλα με τη «νότια διάσταση» της στρατηγικής του ΝΑΤΟ.

Οι πρόσφατες αλλαγές στο θέμα της πυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη έχουν μετατρέψει τη Μεσόγειο στο κέντρο βαρύτητας αυτής της βασικής συνιστώσας –με τρεις χώρες να παίζουν πρωταρχικό ρόλο στους σχεδιασμούς: Ισραήλ, Τουρκία, Ελλάδα– της διατλαντικής αμυντικής πολιτικής. Καθώς η Ευρώπη θεωρεί τη Μεσόγειο περιοχή στρατηγικού ενδιαφέροντος, λόγω της μετανάστευσης, της αστάθειας και των θεμάτων ενεργειακής ασφάλειας, οι ΗΠΑ στο πλαίσιο του «διατλαντικού δεσμού», αισθάνονται ότι πρέπει να εμπλακούν περισσότερο στα τεκταινόμενα της περιοχής. Και στους δύο πόλους της Δύσης υπάρχει έντονο ενδιαφέρον να επενδύσουν στην «ώθηση Ομπάμα» και να αναζωογονήσουν τη διατλαντική συνεργασία, παρά τους ανταγωνισμούς που γεννά η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η συνεργασία στη Μεσόγειο φαίνεται να αποτελεί, προς το παρόν, το κρίσιμο τεστ για την ποιότητα της ευρωατλαντικής συνεργασίας τα επόμενα χρόνια.

Παρά τους δύο αιώνες αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή, οι ΗΠΑ δεν αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να διαμορφώσουν μια ειδικότερη μεσογειακή στρατηγική· μέχρι σήμερα, η αμερικανική προσέγγιση καθοριζόταν από δύο διακριτές πολιτικές: μια ευρωπαϊκή και μια μεσανατολική. Τώρα, οι ΗΠΑ επικεντρώνονται στην περιοχή ως μέρος του προβλήματος της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ως κρίσιμο χώρο για τη διακίνηση ενεργειακών πόρων και ως επίκεντρο κρίσεων και δυνητικών αποσταθεροποιήσεων. Η αμερικανική και ευρωπαϊκή στρατηγική στη Μεσόγειο βασίζεται, εν πολλοίς, σε συγκεκριμένες χώρες: στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα –δηλαδή την πλειοψηφία των PIIGS– καθώς και στην Τουρκία –που είναι εσωτερικά αποσταθεροποιημένη και με έντονα οικονομικά προβλήματα– και στο Ισραήλ. Οι οικονομικά αποδυναμωμένες χώρες των PIIGS αποτελούν ένα πρόβλημα για το οποίο η Ουάσινγκτον αισθάνεται ότι πρέπει να παρέμβει. Όχι για να αποσπάσει τις χώρες αυτές από την επιρροή του ευρώ –όπως αφελώς πιστεύουν αρκετοί–, αλλά για να διατηρήσει ανοικτή την προοπτική της ευρύτερης αμερικανοευρωπαϊκής συνεργασίας.

Στην παρούσα φάση, το θέμα του Αιγαίου και της Κύπρου είναι δευτερεύουσας σημασίας για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αν και το Κυπριακό θεωρείται εμπόδιο για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Το κύριο ενδιαφέρον των ΗΠΑ δεν επικεντρώνεται τόσο στην τουρκική συμμετοχή στην Ε.Ε. –αν και μια τέτοια προοπτική θα ήταν καλοδεχούμενη, στο βαθμό που θα συμφωνούσε ο γαλλογερμανικός άξονας– όσο στη συνεχή τουρκική σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και πολιτικές. Στο βαθμό που η τουρκική υποψηφιότητα δημιουργεί προβλήματα στη σύγκλιση μεταξύ ΝΑΤΟ-Ε.Ε. για την αμυντική συνεργασία (που αποτελεί προτεραιότητα για την Ουάσινγκτον), τότε η αμερικανική στάση θα επανεξετασθεί. Προς το παρόν, οι ΗΠΑ θα επιθυμούσαν μια γρήγορη διευθέτηση του προβλήματος της FYROM, για το οποίο θεωρούν ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την εξεύρεση λύσης.

 

Ο παράγοντας Κίνα

Σε ό,τι αφορά στην Κίνα, της οποίας η εμπλοκή σε σενάρια διάσωσης της Ελλάδας αποδείχθηκε εικονική, έγιναν σαφείς δύο όροι εμπλοκής στα ελληνικά δρώμενα. Πρώτον, ότι η Κίνα θα δράσει στο μέλλον ως ορθολογικός επενδυτής (πράγμα που απαιτεί μείωση των ελληνικών ελλειμμάτων σε μονοψήφια ποσοστά του ΑΕΠ, ελκυστικά επιτόκια και άνοιγμα νέων επενδυτικών ευκαιριών στην Ελλάδα) και, δεύτερον, ότι η δυνατότητα παρέμβασής της καθορίζεται από τις σχέσεις που διαμορφώνει με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του, προς το παρόν, ανύπαρκτου αλλά συμβολικού G2.

Γενικότερα, η Κίνα μπορεί να κινήσει πολλά νήματα. Μπορεί να επηρεάσει το ευρασιατικό σύστημα, από το οποίο οι ΗΠΑ έχουν de facto αποκλεισθεί μετά τον πόλεμο της Γεωργίας, το 2008, μπορεί να ενισχύσει την παρουσία της στις ιρανικές πετρελαιοπηγές, μπορεί να παρέμβει διαμεσολαβητικά στη Μέση Ανατολή μεταξύ ΗΠΑ, Ε.Ε., Ισραήλ και των σουνιτικών αραβικών χωρών του ΟΠΕΚ, αλλά και να διαχειριστεί τους δρόμους του σουδανικού και νιγηριανού πετρελαίου.

Οι δυνατότητες αυτές ανοίγουν για την Κίνα μια σειρά γεωπολιτικών επιλογών, που δεν είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Η Κίνα έχει ήδη διαμορφώσει ισχυρές οικονομικές σχέσεις με την Αφρική και με αρκετές χώρες του Μαγκρέμπ, οι οποίες θα ενδυναμωθούν όσο αποδυναμώνεται οικονομικά η ευρωζώνη και τα μεσογειακά PIIGS, ενδιαφέρεται για το πετρέλαιο του Σουδάν και της Νιγηρίας, αναζητά ευκαιρίες αγροτικού αποικισμού στην Αφρική (πρόσβαση σε καλλιεργήσιμη γη εκτός Κίνας, με παράλληλη αποδέσμευση από το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων, αποτιμώμενων σε δολάρια, όπως γίνεται σήμερα στη Ζιμπάμπουε και σε άλλες περιοχές της Κεντρικής Αφρικής) και έχει δημιουργήσει πύλες εισόδου των προϊόντων της σε ιταλικά λιμάνια, όπως και στον Πειραιά.

 

Υπό όρους ειρηνική διείσδυση

Σε ό,τι αφορά στη Ρωσία, όταν και αν ενισχυθεί στρατιωτικά και σταθεροποιήσει το οικονομικό της σύστημα στην Κεντρική Ασία μαζί με τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης, τότε μπορεί να επεκταθεί στη Μεσόγειο, σε μια ειρηνική διείσδυση που δεν θα ανατρέπει το status quo της Δύσης. Η δε προσοχή της είναι στραμμένη προς το Ισραήλ και την Τουρκία και όχι προς την Ελλάδα, για λόγους μεταφυσικούς ή ενεργειακούς ή στρατιωτικών προμηθειών. Αυτό έγινε, εξάλλου, σαφές και κατά το πρόσφατο ταξίδι του Γ. Παπανδρέου στη Μόσχα.

Η θέση της Ελλάδας στους υπάρχοντες συσχετισμούς της Δύσης είναι δεδομένη. Το μόνο που μπορεί να ανατρέψει τις ισορροπίες είναι μια ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη, η οποία θα δημιουργήσει νέες προοπτικές. Και ενώ αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να αποκλεισθεί, η πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς είναι αυτή που πρέπει να μας απασχολήσει άμεσα.

 

* Ο Βαγγέλης Χωραφάς είναι εκδότης του περιοδικού Monthly Review.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!