Το τέλος μιας τέλειας μέρας του Δημήτρη Τερζή, Εκδόσεις Ιβίσκος

Πόσοι και πόσες από εμάς δεν έχουμε «χρεωθεί» με μια απώλεια, κυριολεκτική και μεταφορική, στη ζωή μας; Πόσοι όμως μιλάμε γι’ αυτό; Ας μη βιαστεί να σηκώσει κάποιος το χέρι του: Οι περισσότεροι δεν το κάνουμε. Ο Δημήτρης Τερζής, στο συγγραφικό του ντεμπούτο, ανοίγει αυτόν, κατά κάποιο τρόπο, τον «ασκό του Αιόλου». Τριάντα τρία διηγήματα για τη σκοτεινή πλευρά της απώλειας, γραμμένα άλλοτε με ισορροπημένο κυνισμό και σκληρότητα, άλλοτε με ρεαλισμό, άλλοτε με σουρεαλιστικό ύφος, άλλοτε χιουμοριστικά, άλλοτε με πικρή νοσταλγία, αποτυπώνουν την απώλεια της ζωής, της αυτοεκτίμησης, της αυτοεξάρτησης, της αξιοπρέπειας, των αγαπημένων συνηθειών της παιδικής ηλικίας.
Τριάντα τρία σύντομα «θεατρικά έργα» με ήρωες ανθρώπους της διπλανής πόρτας, τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο και τα δακτυλικά αποτυπώματα του καθενός μας. Αυτό εξηγεί και το διαφορετικό ύφος γραφής στα διηγήματα: ο συγγραφέας μπαίνει στο μυαλό, στη γκάμα των συναισθημάτων και στις ψυχολογικές διακυμάνσεις του κάθε πρωταγωνιστή ιστορίας. Οι ήρωές του δεν κρύβουν ένοχα μυστικά αλλά ανοιχτές πληγές, αδύναμοι να τις περιποιηθούν. Όπως η ανέραστη μεσόκοπη Αλεξάνδρα στο Γκουπ, που, ζώντας μια αποστειρωμένη ζωή, δεν αντέχει να ακούει, στο ξενοδοχείο που μένει, το ζευγάρι που κάνει έρωτα στο διπλανό δωμάτιο. Τυπικά, της χαλάνε τον μεσημεριανό ύπνο. Ουσιαστικά της θυμίζουν τη ζωή που δεν έζησε, παρά μόνο «μέσα από τις σελίδες των βιβλίων που τα αγόραζε σχεδόν με το κιλό». «…Μπήκε ξανά μέσα αποφασισμένη να χτυπήσει τα χέρια της στον τοίχο, να κάνει τους αδιάκριτους ενοίκους να σταματήσουν, να τους δείξει πως δεν είχε την όρεξή τους, ενδεχομένως και να τους φωνάξει πως ήταν ώρα κοινής ησυχίας. Τότε διαπίστωσε πως δεν είχε φωνή…».
Σε άλλες ιστορίες ενσωματώνεται ως δεύτερο πρόσωπο στο διήγημα, όπως στο Αμμόκαστρο και συνομιλεί με ένα παιδί στον πιο δύσκολο αποχαιρετισμό της ζωής του: την απώλεια του πατέρα του. «…Τι θα το κάνεις τόσο χώμα; – Θα το πάω στη θάλασσα. – Στη θάλασσα, πώς σου ’ρθε αυτό; – Τα κάστρα στην άμμο πέφτουν άμα τα φτιάξεις μόνο στην άμμο. Αν βάλεις, όμως, λίγο χώμα γίνονται πιο στέρεα και κρατάνε. – Α, ναι, δεν το ήξερα αυτό. – Μου το έμαθε ο μπαμπάς μου. – Μμμμ, ενδιαφέρον. Δεν τον βλέπω, όμως, εδώ γύρω. Θα έρθει αν σε πάρει; Πώς θα πάτε στη θάλασσα; – Ναι, θα έρθει. Τον περιμένω. Και θα πάμε στη θάλασσα….».  Χμ, δεν θα έρθει ποτέ. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε. Χρέη. «Ο μικρός ήταν ο τελευταίος που τον είδε. Για να μην τον δει να πέφτει από το μπαλκόνι, του ’πε να πάει να ετοιμαστεί γιατί θα πήγαιναν στη θάλασσα. Κι έπεσε… Ο μικρός παράτησε τα χώματα, τίναξε τα χέρια του και στάθηκε ξανά στην άκρη του δρόμου σοβαρός. Και περίμενε».
Στην εποχή των μνημονίων και της άτακτης, αρρύθμιστης, θολής καθημερινότητας, διηγήματα σαν το Τέλος μιας τέλειας μέρας είναι ίσως μια μικρή αφορμή να ανιχνεύσουμε το περιεχόμενο της δικής μας «τέλειας» μέρας.

Ηλίας Ακριβάκης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!