Μια συζήτηση με τον Χρήστο Καρακέπελη, για το ντοκιμαντέρ Πρώτη ύλη
Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Ο κινηματογραφιστής Χρήστος Καρακέπελης, σκηνοθέτης τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, έχει δύο ταινίες μικρού μήκους στο ενεργητικό του και μία μεγάλου μήκους ταινία, Το σπίτι του Κάιν (2000).
Στο ντοκιμαντέρ Πρώτη ύλη, που βγαίνει από την άλλη εβδομάδα στις αίθουσες, αναφέρεται στους «άθλιους της ανακύκλωσης», όπως τους αποκαλεί, Αλβανούς τσιγγάνους και Ινδούς μετανάστες, κυρίως, που μαζεύουν μέταλλα από τα σκουπίδια ή δουλεύουν σε καμίνια, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Η διακριτική καταγραφή υποδηλώνει και τη στάση του σκηνοθέτη: δεν θέλει να εκμεταλλευτεί και να καταναλώσει τη φτώχεια και τη μιζέρια αυτών των ανθρώπων. Σκέψεις και αναμνήσεις στη γλώσσα τους αποτελούν θραύσματα μιας λαβωμένης αξιοπρέπειας, στο βωμό ενός απάνθρωπου συστήματος.
Συναντήσαμε τον Χρήστο Καρακέπελη και με τον χειμαρρώδη λόγο που τον διακρίνει, μας μίλησε για τη δουλειά του.

Κύριε Καρακέπελη, τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτό το θέμα και πού θέλατε να εστιάσετε περισσότερο, στον άνθρωπο ή στο αντικείμενο της δουλειάς του;
Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε μέσα μου απ’ το 2004, όταν μου κίνησε το ενδιαφέρον ο στρατός από τρίκυκλα που πηγαινοέρχονταν φορτωμένα με παλιοσίδερα. Πήγα μαζί τους μέχρι τη μάντρα εκφόρτωσης και κατάλαβα ότι από πίσω υπάρχει μια ολόκληρη διαδικασία. Μετά πήγα στο μαχαλά τους, έναν άναρχο κόσμο, οργανωμένο σε παράγκες και ένιωσα σαν να βρίσκομαι σε φωλιά ζώου. Άρχισα να τους παρατηρώ και ξεκίνησα την έρευνα με μια βιντεοκάμερα.
Ακολουθώντας τα φορτηγά από την αρχική μάντρα, έφτασα και στη Χαλυβουργία, όπου καταλήγουν όλα. Επρόκειτο για έναν ολόκληρο μηχανισμό, στην υπηρεσία αυτών που τον έχουν στήσει: συγκέντρωση φτηνής πρώτης ύλης, από ένα λούμπεν προλεταριάτο, που δεν καταγράφεται σε καμιά έρευνα για το περιβάλλον ή την ανακύκλωση.
Συνέχισα, ενώ παράλληλα δούλευα, παρακολουθώντας χειμώνα-καλοκαίρι την παραγωγή ενός τεράστιου πλούτου, που τον εκμεταλλεύονται οι τρεις γνωστές οικογένειες: Αγγελόπουλοι, Στασινόπουλοι και η Χαλυβουργία του Μάνεση. Μια δύναμη, πίσω από το real estate όλης της Μεσογείου. Από τα 3 εκατομμύρια τόνους χάλυβα που παράγονται ετησίως, το 1,5 εκατ. το προμηθεύει αφενός η ρωσική μαφία, από τη διάλυση των βιομηχανιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι προέρχεται και από τα διαλυτήρια πλοίων. Το υπόλοιπο 1,5 εκατ. παράγεται από τα σκουπίδια που πετάμε εμείς και μαζεύουν αυτοί που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. Αυτή τη δυσανάλογη σχέση προσπάθησα να κινηματογραφήσω.
Στην πρώτη μάντρα, όπου εκφορτώνουν οι παλιατζήδες, υπάρχει μια όσμωση ανθρώπων και παλιοσίδερων. Στη δεύτερη, τη μεγαλύτερη, κυριαρχούν οι γερανοί με τους χειριστές, ενώ στη Χαλυβουργία, με την «προμηθεϊκή» ισχύ, κυριαρχούν τα μηχανήματα.
Γενικά, σε όλη την ταινία υπάρχουν γερανοί και μπετόβεργες σαν εμμονές και πίσω από αυτά, η σχέση οικονομίας-ανθρώπου.
Ο παραγωγός μου πρότεινε μια συνέχεια για το νέο φαινόμενο με τα καρότσια, όμως για μένα η ταινία έχει τελειώσει.
Βασικά, η ιστορία μου αφορά τους ανθρώπους και το μέταλλο, άξονες που κινούνται παράλληλα σ’ ολόκληρη την ταινία, μέχρι τον Λίβανο, όπου πήγα στο τέλος, σ’ ένα κατεστραμμένο από τις συρράξεις τοπίο, στα σύνορα με τη Συρία, που προσφέρεται για ανοικοδόμηση.
Μ’ ενδιαφέρουν, όμως οι άνθρωποι, ήθελα να κάνω ένα σινεμά ανθρωποκεντρικό, προσπαθώντας να αφηγηθώ ιστορίες ανθρώπων, γιατί στην ουσία «πρώτη ύλη», που είναι και ο τίτλος, δεν είναι τα μέταλλα, αλλά οι άνθρωποι.

Η κάμερα καταγράφει τις κινήσεις των πρωταγωνιστών από απόσταση, με λιγοστά κοντινά πλάνα, ενώ οι σκέψεις τους ακούγονται σε αφήγηση εκτός κάδρου. Θα θέλαμε να μας αναπτύξετε αυτές τις επιλογές.
Για να μην παρασυρθώ από το πρώτο κλισέ, φτιάχνω μια σχέση εμπιστοσύνης, χωρίς να υποτιμώ ούτε και να εξωραΐζω αυτούς τους ανθρώπους. Αναζητώ τη διαλεκτική ανάμεσα σ’ αυτόν που κοιτάει και σ’ αυτόν που κοιτιέται. Όταν ένας άνθρωπος δουλεύει χειρωνακτικά, δεν μπορεί να γυρνάει σε μια κάμερα που θέλει να τον καταναλώσει, ηδονοβλεπτικά και αδηφάγα.
Η αφήγηση εκτός κάδρου επιλέχθηκε για να αποφύγω το επιφανειακό. Πριν από το γύρισμα, κάνω πολλές ώρες ηχοληψία. Αυτό το υλικό λειτουργεί σαν δούρειος ίππος, για να μπω στο θέμα. Το σενάριο χτίζεται παράλληλα με τη σχέση εμπιστοσύνης με το πρόσωπο. Αυτό μου παίρνει δύο χρόνια. Και όταν τελικά αρχίζουν τα γυρίσματα, ο άλλος έχει μπει μέσα σου και εσύ τον κουβαλάς. Κατ’ αυτή τη λογική, προτίμησα τη φόρμα ενός εσωτερικού, απολογητικού μονόλογου, έχοντας στο νου τον Μπρεσόν. Ο εσωτερικός λόγος έχει έναν ουμανισμό, όπως το δημοτικό τραγούδι, έτσι αφουγκράζεσαι την «ανθρωπίλα» του άλλου. Όλοι οι χαρακτήρες μαζί συνθέτουν το πορτρέτο του παλιατζή, που πασχίζει να σώσει με αξιοπρέπεια την ύπαρξή του.

Ποιους συνειρμούς θέλετε να ενεργοποιήσετε με τις έντονες αντιπαραθέσεις, όπως σκουπιδότοπους κάτω από την Ακρόπολη, βιομηχανικά πλάνα με αφόρητο θόρυβο, εναλλαγή εικόνων από σωρούς στοιβαγμένων συσκευών με πλάνα πολυκατοικιών κ.ά.;
Αυτή η πόλη με τα απόβλητα είναι κομμάτι του θεατή. Νιώθαμε περηφάνια, όταν αγοράζαμε τα πάντα με μια πιστωτική κάρτα και μπορούσαμε εύκολα να τα αντικαταστήσουμε, αφού κατασκευάστηκαν ως αναλώσιμα. Σ’ αυτό το τοπίο του σκουπιδότοπου, υπάρχει ο πολίτης-καταναλωτής. Είναι μια ταυτοποίηση που την επιδίωξα. Η ανακύκλωση, αποτελεί ένα αφηγηματικό εργαλείο, όπως λειτουργεί και μια παραβολή. Το μαγνητάκι που γράφει «Ικαρία», πάνω σ’ ένα πεταμένο ψυγείο, δείχνει μια μνήμη που τη χάνουμε, και μια αυθάδεια στον τρόπο που καταναλώνουμε. Μέσα από παρόμοιες νύξεις, επιδιώκω διάλογο και όχι διδακτισμό. Ο θεατής πρέπει να ενεργοποιήσει το δικό του βίωμα. Ωθούμαστε στην υπερκατανάλωση και μετά μας πασάρουν την ανακύκλωση σαν συγχωροχάρτι, για να εξαγοράσουμε την ενοχή μας. «Ανακύκλωση», «πράσινη ανάπτυξη» και πράσινα άλογα… Πρόκειται για ένα στημένο κόλπο. Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. Η βιομηχανία θέλει φτηνή πρώτη ύλη, τέλος.

Πόσος χρόνος χρειάστηκε για να συλλέξετε και να επεξεργαστείτε όλο αυτό το υλικό;
Περίπου 5 με 6 χρόνια. Τράβηξα 16 ώρες βίντεο, το οποίο δεν χρησιμοποίησα, έκανα έρευνα για τις ηχοληψίες και μετά ξεκίνησα το γύρισμα. Το μοντάζ παίρνει πολύ χρόνο. Συνήθως το υλικό που έχω είναι 8 προς 1. Κινηματογραφώ σε φιλμ, για περισσότερη αμεσότητα, κι ας κοστίζει παραπάνω. Ασχολούμαι πολύ με τον ήχο, γιατί δημιουργεί περισσότερες προσλαμβάνουσες στον θεατή. Μόνο για τον ήχο του καροτσιού, τοποθέτησα 5 ξεχωριστά μικρόφωνα, για να ξεχωρίζει από τον ήχο των αυτοκινήτων. Όλα τα κατασκευάζω μετά, για να αποδοθεί καλύτερα αυτός ο ρεαλισμός. Εξάλλου, ο κινηματογράφος είναι μια κατασκευή εικόνων και ήχου. Ο σκηνοθέτης δεν είναι παρά ένας παραμυθάς. Το ζήτημα είναι πώς αυτό το παραμύθι θα είναι αρθρωμένο με αισθητικό τρόπο και συγκροτημένο λόγο.

Γιατί προτιμάτε το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ;
Δεν είμαι ταχυδρόμος, δεν μεταφέρω πληροφορίες. Το ντοκιμαντέρ είναι μια σχέση που αναπτύσσεται, εκφράζει μια σκέψη, ένα συναίσθημα και μια αισθητική, δηλαδή αφορά προσωπικές διαδρομές. Μ’ ενδιαφέρει η διαλεκτική ανάμεσα στο βλέμμα και το θέμα. Η πολιτική σκέψη έρχεται και από τους ανθρώπους και από το βλέμμα της κινηματογράφησης. Οι άνθρωποι δεν εκφράζουν μόνο αγανάκτηση, αλλά κάτι πιο υπαρξιακό.
Το ντοκιμαντέρ είναι σινεμά, δεν είναι τηλεοπτικό ρεπορτάζ. Το ζητούμενο είναι να φτιάχνεις έναν κόσμο δικό σου, μπαίνοντας στην πραγματικότητα των άλλων. Μια καταγραφή στείρα και επιφανειακή συνήθως καταλήγει στο μελόδραμα.

Είναι εύκολη η έξοδος ενός ντοκιμαντέρ στις αίθουσες ή η μοίρα τους είναι να κινούνται μόνο στα φεστιβάλ;
Η Πρώτη ύλη, έχει ήδη ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ, με πολλές διακρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, δυσκολεύτηκα να βρω διανομή και το έβγαλα μόνος μου. Προτιμούν τις ταινίες μυθοπλασίας, με κριτήριο πάντα το κέρδος.
Η προβολή σ’ ένα πνευματικό κέντρο ή σε μια λέσχη, δημιουργεί μια όσμωση με το κοινό. Θα άξιζε να στηριχθούν όλες αυτές οι μικρές προσπάθειες με εναλλακτικά κυκλώματα διανομής, σε μικρές αίθουσες, με ένα ελάχιστο αντίτιμο, ώστε να δοθεί η δυνατότητα να υφανθεί μια επικοινωνία μεταξύ κοινού και ντοκιμαντέρ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!