Βασική και καταστατική προϋπόθεση όταν τίθεται υπό συζήτηση η οικονομική πολιτική της χούντας είναι να διευκρινιστεί ότι, παρά τις επί τω χειρίστω τροποποιήσεις που επέφερε, ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις οικονομικές στρατηγικές που δρομολογήθηκαν όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην ουσία επρόκειτο για την εφαρμογή ενός σχεδιασμού που εγκαινιάστηκε με το σχέδιο Μάρσαλ και μορφοποιήθηκε από τις οικονομικές προτεραιότητες μιας ελληνικής αστικής τάξης, όπως αυτή προέκυψε δυνάμει των συνθηκών που επικράτησαν στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και η οποία δρομολόγησε έναν συγκεκριμένο τύπο ανάπτυξης, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά. Αυτές προσδιορίστηκαν από την πρόσδεση της ελληνικής οικονομίας στις σχέσεις εξάρτησης που οικοδόμησε ο διεθνής καπιταλισμός στις μεταπολεμικές δεκαετίες.

Με αυτήν την έννοια, το καθεστώς εκτεταμένων και σκανδαλωδών εν πολλοίς φορολογικών «διευκολύνσεων» που επέκτεινε η χούντα (ΝΔ 916/1971) βασίστηκε στο νόμο 4171 του 1961 περί κινήτρων οικονομικής ανάπτυξης, τις βασικές ρυθμίσεις του οποίου ανανέωσε. Ο νόμος 2687 του 1953 «περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» εξελίχθηκε με ενδιάμεσες τροποποιήσεις (1961,1965) στο νόμο 608/1970 της χούντας περί «εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου», ο οποίος και αποθέωσε την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας και εδραίωσε ένα καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης συναρτημένο με την επέκταση των υπηρεσιών χωρίς ανταγωνιστικό μεταποιητικό τομέα αλλά ως επί το πλείστον βασισμένο σε μονάδες συναρμολογήσεων, παραγωγής ελαφρών καταναλωτικών αγαθών και πρωτογενούς κατεργασίας πρώτων υλών χωρίς καθετοποίηση της παραγωγής, ιδίως στη μεταλλουργία. Το ίδιο συνέβη με την πολιτική των συμβάσεων του ελληνικού κράτους με ξένες ιδίως εταιρίες. Επρόκειτο για συμβάσεις, όπως αυτή της «Ολυμπιακής», που υπεγράφη στα 1956 και παραχωρούσε δεκάδες προνόμια εκμετάλλευσης των αεροπορικών μεταφορών, η οποία, μεταξύ άλλων, στα 1971 απέδωσε τη δυνατότητα στον Ωνάση για την προμήθεια αεροπλάνων με πλήρη απαλλαγή των αγορών αυτών από οποιοδήποτε φόρο ή εισφορές υπέρ του δημοσίου.
Το ίδιο καθεστώς αναπαρήγαγε και επέκτεινε η χούντα και με τις προδικτατορικές συμβάσεις του αμίαντου (Εταιρία Μεταλλεία Βορείου Ελλάδος), του Νιάρχου για τα ναυπηγεία, του Τ. Πάππας για τα διυλιστήρια, ή με τη σύμβαση με την Πεσινέ για το αλουμίνιο κ.λπ. Μάλιστα, για τη σχέση αυτή των προδικτατορικών συμβάσεων και αυτών της χούντας η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Πάππας και της «ΕΣΣΟ»: η σύμβαση του 1962 ήταν τόσο σκανδαλώδης ώστε για να χρυσωθεί το χάπι επιβλήθηκε στην εταιρία ως συμβατική υποχρέωση να δημιουργήσει 5-6 γεωργικές βιομηχανίες, στη δημιουργία των οποίων ποτέ δεν προχώρησε. Η χούντα στα 1972 απάλλαξε και τυπικά την εταιρία από τις υποχρεώσεις αυτές, με αντιστάθμισμα τη δημιουργία ενός εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα.

Δανειακή και οικονομική εξάρτηση
Την ίδια στιγμή επιταχύνθηκε η διαδικασία δανειακής εξάρτησης της χώρας. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο την πενταετία 1967-1971 εισήχθησαν στην Ελλάδα 550,8 εκατ. δολάρια στον ιδιωτικό τομέα και 602,2 εκατ. με τη μορφή δανείων στο δημόσιο. Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της επιτάχυνσης της πρόσδεσης στις δομές εξάρτησης που συγκροτήθηκαν αρκεί να σημειωθεί ότι τα κρατικά αυτά δάνεια αντιπροσώπευαν το 90% του συνολικού εξωτερικού δημοσίου χρέους της χώρας μέχρι την περίοδο εκείνη.
Μόνο η επιβάρυνση σε επίπεδο χρεολυσίων υπερδιπλασιάστηκε μέσα στα 5 αυτά χρόνια, συνιστώντας περίπου το μισό των κεφαλαίων που κάθε χρόνο εισήχθησαν ως δάνεια. Έτσι, μεταξύ του 1968 και του 1971 τα χρεολύσια αυξήθηκαν από 35,5 εκατ. δολάρια σε 51,6 εκατ. για να δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις στα 3 επόμενα χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία των χρημάτων αυτών κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ (το 48%). Μάλιστα, για να μην εμφανίζεται άμεσα το ελληνικό δημόσιο ως οφειλέτης, τη λήψη των δανείων διαμεσολαβούσε η Τράπεζα της Ελλάδας, η οποία μέσα σε ένα χρόνο, από τα μέσα του 1973 ως την πτώση της χούντας, δανείστηκε 688 εκατ. δολάρια και έτσι αυξήθηκε το εξωτερικό χρέος κατά 20 δισεκατομμύρια δραχμές. Την περίοδο 1967-1972 το 38,6% των 2.070 εκατ. δολαρίων που εισήχθησαν, και λίγο αργότερα το 50% περίπου, έφευγε από τη χώρα ως τόκοι, μερίσματα και κέρδη.
Συνολικά το ύψος των αμερικανικών τοποθετήσεων κάθε μορφής στην Ελλάδα μέχρι και τις αρχές του 1973, αν και δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, πρέπει να υπολογίζεται σε 400.000.000 δολάρια ενώ οι εμπορικές σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Από τη Γαλλία εισήχθησαν περίπου 230.000.000 ενώ μέχρι το 1973, με στοιχεία του Γερμανο-ελληνικού Επιμελητηρίου, η Δυτ. Γερμανία είχε επενδύσει περίπου 60 εκατ. δολάρια, όμως ήταν η πρώτη χώρα σε αριθμό εταιριών γερμανικών συμφερόντων στη χώρα με 30 θυγατρικές εταιρείες διεθνών γερμανικών επιχειρήσεων, 80 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων και 40 τεχνολογικής συνεργασίας με ελληνικές.

Προστασία του κεφαλαίου
Στον τομέα προάσπισης των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου επιχειρήθηκε μια εκτεταμένη παρέμβαση στην αγορά, πάλι στα πλαίσια της προδικτατορικής λογικής. Φοροαπαλλαγές, διπλασιασμός της κρατικής κάλυψης των αποσβέσεων, απελευθέρωση της τραπεζικής χρηματοδότησης από το Σεπτέμβριο του 1968, συνταγματική προστασία για την εγκατάσταση αλλοδαπών εμποροβιομηχανικών εταιριών με πλήρης φοροαπαλλαγές μέχρι και επί του χαρτοσήμου (Άρθρο 23 του Συντάγματος 1968-1973), παρεμβάσεις του δημοσίου για απαλλοτριώσεις και δωρεάν παράδοση γης στις ιδιωτικές εταιρίες (π.χ. 3.000 στρέμματα στην Πάχη Μεγάρων, 1.000 στρέμματα στην Ελευσίνα για «Στραν» και «Πετρόλα»). Επιπλέον, χαριστικές συμβάσεις για δημόσια έργα με ξένες εταιρίες χωρίς μελέτες, ελαστικότητα στις υπερβάσεις προϋπολογισμού που ξεπερνούσαν το 50%, εγγυήσεις και συγκρότηση κοινοπραξιών με ξένους χρηματοπιστωτικούς οίκους για την παροχή δανείων προς το δημόσιο, επιδότηση επιτοκίων του ιδιωτικού δανεισμού.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παράδειγμα της κατάστασης αυτής ήταν το δάνειο της ΔΕΗ από  την Boston Corporation και την Deutsche Bank που υπερχρέωσε την εταιρία. Το 1972 η ΔΕΗ συνήψε δάνεια 20 εκατομμυρίων δολαρίων από τις δύο τράπεζες και ορισμένες άλλες με επιτόκιο 8,25%. Την επόμενη χρονιά, με τις ίδιες βασικά τράπεζες, συνήψε νέο δάνειο 60 εκατομμυρίων δολαρίων αλλά με επιτόκιο 10%. Εκτός αυτών, υπέγραψε και συμβόλαιο με τη Siemens για τη δημιουργία 5 κέντρων διανομής ρεύματος αξίας 26.000.000 δολαρίων και πήρε δάνειο από γερμανική τράπεζα για να καλύψει τις υποχρεώσεις της. Και αυτά πλέον των δανείων που ελήφθησαν την ίδια περίοδο για τα λιγνιτωρυχεία της Πτολεμαϊδας και ήταν της τάξης των 100.000.000 δολαρίων προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις των γαλλικών εταιριών που ανέλαβαν το έργο. Από αυτά η χώρα εισέπραξε στην πραγματικότητα μόνο 18.000.000 μετρητά, όσα και οι αμοιβή των τεχνικών εταιριών που εκπόνησαν τις μελέτες.
Να σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων κεφαλαίων που εισήχθησαν ήταν φτηνές επενδύσεις κατώτερης τεχνολογίας που διατηρούσαν ένα πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ή διοχετεύτηκαν σε τρεις μόνο βιομηχανικούς τομείς (χημικά, αλουμίνιο και διύλιση πετρελαίου). Η χούντα υλοποίησε στο ακέραιο τη συμμαχία του μεταπρατικού ελληνικού κεφαλαίου, οι επενδύσεις του οποίου στη μεταποίηση ήταν στο 13% των συνολικών επενδύσεων, με τμήματα του διεθνούς που προσανατόλισαν την οικονομική ζωή της χώρας στα στενά συμφέροντα του τουριστικού, του οικοδομικού και του ναυτιλιακού κεφαλαίου. Είναι ενδεικτικό αυτό που έγινε με την οικοδομή: καταργήθηκε ο φόρος υπεραξίας επί των ακινήτων και προσφέρθηκε αθρόα δανειοδότηση κατασκευαστών και αγοραστών για κατοικίες. Το αποτέλεσμα ήταν να απορροφήσει ο τομέας αυτός, με χαμηλής παραγωγικότητας επενδύσεις, το σύνολο των άλλων δραστηριοτήτων και τους πόρους της χώρας και να εξαφανίσει κάθε ιδέα χωροταξικού σχεδιασμού.
Ανάλογου «αναπτυξιακού» προτύπου ήταν και τα φαινόμενα με τις συμβάσεις με την εταιρία «Μακντόναλτ» για την διάνοιξη της Εγνατίας Οδού, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αν και πληρώθηκε από το κράτος, η σύμβαση με τη «Λίττον» που ανέλαβε την οικονομική ανάπτυξη της Πελοποννήσου και σύντομα αποσύρθηκε αφού ιδιοποιήθηκε όλες τις εγγυήσεις του ελληνικού κράτους, οι συμβάσεις με σειρά αμερικανικών πετρελαϊκών εταιριών όπως η «Οσεάνικ», η «Έσσο Στάνταρτ Όιλ», η «Τέξακο» κ.λπ., οι οποίες αφότου πήραν κρατικά χρήματα αποσύρθηκαν σε σύντομο διάστημα, χωρίς καμία επίπτωση. Τα ίδια συνέβησαν και με σειρά άλλων μικρότερων συμβάσεων, όπως η σύμβαση με την Στάγιερ-Ντρέμλερ για την ίδρυση βιομηχανίας παραγωγής ελκυστήρων, φορτηγών και μοτοποδηλάτων, όπου με τον πρώτο ισολογισμό της στα 1973 διαπιστώθηκε ότι η εταιρία δεν είχε καν καταθέσει το μερίδιο της στο μετοχικό κεφάλαιο της κοινής εταιρίας με την ΕΤΒΑ, ενώ αποκαλύφθηκε ότι η εταιρία εισήγαγε έτοιμα τρακτέρ από την Αυστρία –και δεν τα παρήγαγε στην Ελλάδα– επιβάλλοντας την πώληση τους βάσει της σύμβασης που είχε υπογράψει μέσω δανειοδότησης των αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα. Της ίδιας μορφής ήταν και η σύμβαση του ελληνικού κράτους της 16 Οκτωβρίου 1972 με τη «Νεστλέ» που παρέδωσε στην εταιρία αυτή το μονοπώλιο της εσωτερικής αγοράς γάλακτος για 30 χρόνια.
Αξίζει ενδεικτικά να αναφερθεί η περίπτωση της αμερικανικής εταιρίας «Μακντόναλντ» και της σύμβασης του 1969: για να διανοιχτεί η Εγνατία Οδός από το συνολικό κόστος των 150.000.000 δολαρίων που προϋπολογίστηκε, η Ελλάδα υποχρεούνταν ως μερίδιο της να καταβάλει τα 45.000.000. Όμως επειδή η «Μακντόναλτ» δεν είχε δικά της κεφάλαια, θα την διευκόλυνε το ελληνικό δημόσιο με την παροχή κρατικών ομολόγων αξίας 80.000.000. Δηλαδή η αμερικανική εταιρία θα δαπανούσε μόνο 25.000.000 δικά της χρήματα. Αξιοσημείωτο με βάση τη σύμβαση θα έπαιρνε ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της το 14% του κόστους όλου του έργου, δηλαδή 21.000.000 δολάρια. Με άλλα λόγια θα έβαζε δικά της κεφάλαια μόνο 4.000.000 δολάρια ενώ θα εκμεταλλευόταν το έργο για 30 χρόνια. Το έργο δεν πραγματοποιήθηκε αφού οι Αμερικανοί, που είχαν αναθέσει υπεργολαβικά, το έργο σε ελληνικές τεχνικές εταιρίες, δεν εξασφάλισαν ούτε τα ελάχιστα αυτά κεφάλαια. Σημείωση: η ατυχής αυτή σύμβαση με την απίθανη αυτή εταιρία στοίχισε στο κράτος 1 ½ δισεκατομμύριο δραχμές.
Στα τέλη του 1973, 1.000 ανώνυμες εταιρίες με ξένα κεφάλαια λειτουργούσαν επωφελούμενες από την απουσία ελέγχων και ένα ανεξέλεγκτο καθεστώς υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων. Τα έσοδα των βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν στα 1972 κατά 32,6% και μέσο ετήσιο ρυθμό 5ετίας 17,5%, που ήταν προφανώς ακόμη μεγαλύτερος αφού στην πραγματικότητα, ιδίως στο βιομηχανικό κλάδο, δεν δηλώνονται τα πραγματικά κέρδη. Την ίδια στιγμή γιγαντώνεται η τραπεζική πίστη και στη διετία 1971-1973 τριπλασιάζεται η ανάληψη βιομηχανικών μετοχών και ομολογιών από τράπεζες, συντελώντας στην τραπεζική επικυριαρχία του όλου πλαισίου κεφαλαιοκρατικής συγκρότησης της χώρας. Να σημειωθεί ότι μόνο ο Όμιλος Τραπεζών του συγκροτήματος Ανδρεάδη είχε τέτοια κέρδη και γιγάντωση ώστε περιελάμβανε την Εμπορική, την Ιονική, την Τράπεζα Επενδύσεων, την Τράπεζα Αττικής, την Τράπεζα Πειραιώς, εκτός από σειρά άλλων εταιριών οικονομικού χαρτοφυλακίου.

Συμπίεση του εργατικού κόστους
Εκεί όμως που αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματική η χούντα, προδιαγράφοντας και το μέλλον των εργασιακών σχέσεων, ήταν να καθηλώσει το εργασιακό κόστος, απαγορεύοντας τις απεργίες και νομιμοποιώντας απαιτήσεις για ληστρική εκμετάλλευση της εργασίας. Έτσι, οι μισθοί στην τριετία 1968-1971 αυξήθηκαν κατά 8%, όταν τα κέρδη κατά 18%, ενώ τις επόμενες χρονιές, όταν η διεθνής κρίση εκδηλώθηκε, η χούντα απλά πολλαπλασίασε τα κέρδη του κεφαλαίου στο 32% και περιόρισε τους μισθούς στο 6% του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Σε επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας ιδίως από το 1969 και μετά η παραγωγικότητα εργασίας ανέβηκε στο 11,6%  ενώ ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 6,9%, ενώ το 1973 με παραγωγικότητα εργασίας στο 8,4% ο μέσος πραγματικός μισθός έπεσε στο 1,5%, τη στιγμή, μάλιστα, που το ονομαστικό κόστος εργασίας ανέβηκε στο 8,1 από το -0,2% που ήταν στα 1971.
Βεβαίως, στα πρώτα χρόνια η σχέση της μέσης ετήσιας ανόδου των ωρομισθίων και των τιμών ειδών κατανάλωσης ήταν 8 προς 2 και ο μέσος πραγματικός μισθός 2 μονάδες μεγαλύτερος του ύψους της παραγωγικότητας της εργασίας (στα 1968 στο 9,5%), φαινόμενο που εμφανίστηκε και σε άλλες χώρες την ίδια περίοδο υπό χουντική διακυβέρνηση, όπως στην Ισπανία, γεγονός που κατά τον Πουλαντζά εξηγεί και την απουσία σημαντικών εργατικών αγώνων στην πρώτη αυτή φάση. Όμως, ειδικά μετά τα 1971, με την εκτίναξη του πληθωρισμού σε πρωτοφανή επίπεδα, (το 1972 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξάνεται κατά 4,3%, το 1973 κατά 15,5% και το 1974 κατά 26,9%) και την ανεργία να υπερδιπλασιάζεται σε ετήσια βάση, η συμπίεση στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων ήταν αλύπητη. Αλλά και στις φάσεις που δουλειά φαινόταν να υπάρχει, η αξία της εργατικής δύναμης ήταν πολύ χαμηλή. Το πόσο χαμηλή φαίνεται από το γεγονός ότι, ακόμα και τη στιγμή που εμφανιζόταν στις εκθέσεις ως χαμηλός ο δείκτης ανεργίας, η εξωτερική μετανάστευση αυξανόταν συνέχεια. Μόνο την περίοδο 1968-1971 έφυγαν ως μετανάστες συνολικά 297.500 άτομα.
Πέρα από τα χαμηλά επίπεδα των μισθών, η χούντα συμπίεσε στα όρια του και τον έμμεσο μισθό. Καταρχήν πάγωσε τις περισσότερες οφειλές προς το ΙΚΑ των εργοδοτών, μειώνοντας τις εισφορές τους κατά 20% για σειρά επιχειρήσεων, ιδίως των μεταλλευτικών επιχειρήσεων, των βιομηχανιών σιδήρου και χάλυβα αλλά και των τουριστικών εκμεταλλεύσεων (ΝΔ 1377/1973). Και ενώ μείωσε τις ασφαλιστικές εισφορές καταληστεύοντας τα ασφαλιστικά ταμεία, στην ουσία εμφανίστηκαν ασφαλιστικές ιδιωτικές εταιρίες που κερδοσκοπούσαν σε ένα περιβάλλον, όπου με απόφαση της νομισματικής της επιτροπής του 1969 απελευθερώθηκε η τραπεζική αγορά, διευκολύνοντας τους τραπεζίτες να ασκούν ανεξέλεγκτη πιστωτική πολιτική και να απαιτούν στήριξη στην ουσία από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.
Απέμειναν μόνο, και αυτά για να εξασφαλίσει η χούντα μια κάποια κοινωνική στήριξη, η άναρχη και ευνοιοκρατική χρηματοδότηση, τμημάτων της μικροαστικής τάξης και των συνεταιριστικών βιοτεχνιών. Έτσι, δημιουργήθηκε σωρεία μικρών παραγωγικών μονάδων χωρίς δυνατότητες επιβίωσης, ιδίως της οικοδομικής και τουριστικής δραστηριότητας, εξαρτημένες από τους υψηλόβαθμους υπαλλήλους της χούντας, όσο και μορφές επιλεκτικής παραγραφής χρεών και απόδοση μικροϊδιοκτησιών σε αγρότες και συνεταιριστικές ενώσεις, που δημιούργησαν μια ακραία πελατειακή νοοτροπία. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που το μέσο αγροτικό εισόδημα συρρικνωνόταν ραγδαία για να αγγίξει τα χαμηλά επίπεδα της προηγούμενης δεκαετίας στα 1972.

Οι άμεσες συνέπειες
Η παροχή «κινήτρων» προς το κεφάλαιο από τη χούντα προκάλεσε μια γενική οικονομική αναρχία, που αρχικά εκδηλώθηκε τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας με πτώση του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης που μειώθηκε κατά 3% σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο, φαινομενική ανάκαμψη τα δύο επόμενα χρόνια, για να αποδιαρθρωθεί οικονομικά η χώρα από το 1971 και μετά. Όταν εκδηλώθηκε η διεθνής κρίση του 1971 στην Ελλάδα, απλώς επιβεβαιώθηκε πλήρως, και χωρίς καμία αντίσταση, η διαδικασία απρόσκοπτης εξαγωγής των συνεπειών της διεθνούς κρίσης από τις ισχυρές χώρες στις εξαρτημένες, ιδίως στον τομέα του πληθωρισμού και της ανεργίας. Για αυτό και η Ελλάδα στα 1973 εμφάνισε το ρεκόρ πληθωρισμού στην Ευρώπη με 30%, μαζί με την Πορτογαλία, ενώ η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια. Αποτυγχάνοντας δε πλήρως στην απόπειρα σταθεροποίησης που υποσχέθηκε η χούντα, σε ένα ακραία υπονομευμένο πεδίο από ανεξέλεγκτους επενδυτές και μια νέα γενιά κεφαλαιοκρατών που πλούτισαν απότομα, χωρίς πραγματική παραγωγική βάση, η οικονομία της χώρας δεν απέφυγε την κατάρρευση.
Όταν λοιπόν, στο διεθνές πρόβλημα προστέθηκε η πετρελαϊκή κρίση του 1973, εξαιτίας του Ισραηλοαραβικού πολέμου του Yom Kippur, γεγονός που επιτάχυνε την εκδήλωση των συνεπειών της κρίσης υπερσυσσώρευσης που βρισκόταν σε εξέλιξη, ήταν σχεδόν αδύνατο να τιθασευτούν οι επιπτώσεις της στην Ελλάδα. Ο Σ. Καράγιωργας το απέδιδε στη σώρευση των επιπτώσεων από το καταναλωτικό μοντέλο που επιβλήθηκε από την χούντα και το οποίο προκάλεσε μια υπερβάλλουσα ζήτηση χωρίς αντίστοιχες αναπτυξιακές τομές και διεξόδους συμπίεσης της κατανάλωσης.
Έτσι, κατά ριπάς εμφανίζονταν πλέον οι συνέπειες της πολιτικής της χούντας. Την ίδια στιγμή εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση όλες οι επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων που είχαν προηγηθεί. Μια τεράστια έκρηξη τιμών και καθίζηση της παραγωγής αύξησε, μέσα σε ένα χρόνο, τα επίπεδα φτώχειας στο 30% του πληθυσμού. Οι συνθήκες που επικράτησαν επέτειναν τη μεταφορά κεφαλαίων στους κερδοσκόπους ενώ επιβλήθηκε η δραστική περιστολή των κρατικών δαπανών, που προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου συρρίκνωση στην κοινωνική ασφάλιση. Η ανατροπή της χούντας ήταν πλέον εκ των ων ουκ άνευ.

* Ο Μιχάλης Λυμπεράτος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!