Kυνηγητό της ελεύθερης ακαδημαϊκής σκέψης από δεξιές οργανώσεις με κυβερνητική υποστήριξη.

Ομάδες της ισραηλινής Δεξιάς που χρηματοδοτούνται από Εβραίους και φονταμενταλιστές χριστιανούς του εξωτερικού επιτίθενται στην ελεύθερη ακαδημαϊκή σκέψη. Παράλληλα, σημειώνεται μια κίνηση από δεξιά κόμματα στην Κνεσέτ (Κοινοβούλιο) για τον περιορισμό της ελευθερίας δράσης των οργανώσεων πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το όλο θέμα έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις στον Τύπο του Ισραήλ.

Ο πρώτος στόχος της Δεξιάς είναι το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, το μεγαλύτερο της χώρας από την άποψη του αριθμού των φοιτητών, και το πρόσχημα ότι πρέπει να αναζητείται η «ισορροπία απόψεων», χρησιμοποιείται για να περιοριστεί η ελευθερία έκφρασης των καθηγητών και λεκτόρων που θεωρούνται «αντισιωνιστές».
Μια οργάνωση που αποκαλείται Ινστιτούτο Σιωνιστικής Στρατηγικής απαιτεί από τον πρόεδρο του πανεπιστημίου να εξετάζει τα προτεινόμενα από κάποιους κοινωνιολόγους αναγνώσματα με τη βλέψη να αντισταθμίζει τις απόψεις τους με άλλες εντελώς αντίθετες απόψεις. Το Ινστιτούτο, που ισχυρίζεται ότι τα πιο εξέχοντα ισραηλινά πανεπιστήμια είναι διαποτισμένα με «μετασιωνιστικές προκαταλήψεις» στα τμήματα κοινωνιολογίας, ιστορίας και πολιτικής επιστήμης, ορίζει σε δημοσιευμένα ντοκουμέντα του τον «μετασιωνισμό» ως «πρόσχημα για την υπονόμευση των θεμελίων του σιωνιστικού έθους και έκφραση συμπάθειας προς το ριζοσπαστικό αριστερό όραμα».
Μια άλλη ακραία δεξιά ομάδα, η Im Tirtzu, ηγείται ευρείας εκστρατείας εναντίον του Πανεπιστημίου Μπεν Γκουριόν. Σε επιστολή της προς την πρόεδρο του πανεπιστημίου, καθηγήτρια Ρίβκα Κάρμι, ανέφερε πως «αν δεν τερματιστεί ο αντισιωνισμός» θα πείσει τους δωρητές, τόσο στο εξωτερικό όσο και μέσα στο Ισραήλ, να σταματήσουν την οικονομική τους υποστήριξη προς το πανεπιστήμιο.
Η οργάνωση έδωσε στο πανεπιστήμιο διορία ενός μηνός για να ενδώσει στις απαιτήσεις της. Εάν η ανταπόκριση δεν είναι ικανοποιητική, θα συμβουλεύσει και τους φοιτητές να μποϊκοτάρουν το πανεπιστήμιο.
Ο πρόεδρος της Im Tirtzu, Ρόνεν Σόβαλ, στην επιστολή του προς την κ. Κάρμι ανέφερε ότι εννέα από τα έντεκα μόνιμα μέλη του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ήταν αναμεμειγμένα σε «αριστερές πολιτικές δραστηριότητες», όπως το να ενθαρρύνουν νεαρούς Ισραηλινούς να μην υπηρετούν στο στρατό.
Ωστόσο, η Κάρμι, προς το παρόν, αντιστέκεται λέγοντας ότι «είναι ζήτημα αρχής να μην ανταποκρίνομαι σε απειλές ή εκβιασμούς ή εν προκειμένω σε κυνήγι μαγισσών».
Όμως, θορυβημένοι από την αιφνίδια επίθεση και κορύφωση μιας τέτοιου τύπου «μακαρθικής πίεσης», όπως είπε ένας πανεπιστημιακός, οι επικεφαλής εφτά κορυφαίων ισραηλινών πανεπιστημίων απάντησαν, και σε μια κοινή τους δήλωση προέτρεψαν να «καταδικαστεί αυτή η επικίνδυνη απόπειρα δημιουργίας αστυνομίας της σκέψης».
«Κανένα ισραηλινό πανεπιστήμιο δεν οφείλει να αποδείξει σε καμιά οργάνωση, την αγάπη του προσωπικού του προς την παρτίδα του και, βεβαίως, όχι σε κάποια πολιτική οργάνωση που επιχειρεί να παρουσιάσει μια σκόπιμη πολιτική θέση για να προωθήσει τις δημόσιες σχέσεις της».
«Όπως ταιριάζει σε μια φωτισμένη δημοκρατική χώρα», αναφέρει παρακάτω η δήλωση, «τα ισραηλινά πανεπιστήμια δεν είναι ένα πολιτικό σώμα και τα μέλη του διδακτικού προσωπικού επιλέγονται αποκλειστικά βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αρίστευσης στην έρευνα και τη διδασκαλία».
Αυτό που ενόχλησε πολλούς ακαδημαϊκούς ήταν η, τουλάχιστον μερική, υποστήριξη που παρείχε ο υπουργός Παιδείας Γκίντεον Σα’ αρ στην καμπάνια των δεξιών οργανώσεων εναντίον του προσωπικού των πανεπιστημίων. Νωρίτερα, στο τρέχον έτος, έλαβε μια εξαιρετικά σκληρή θέση, όταν διατυπώθηκε η απαίτηση να απολυθεί ο καθηγητής Νέβε Γκόρντον, επικεφαλής τμήματος στο Μπεν Γκουριόν, που είχε ταχθεί υπέρ του «κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μποϊκοτάζ του Ισραήλ», για να τερματιστεί η κατοχή (των παλαιστινιακών εδαφών).
Ο Γιόσι Σαρίντ, πρώην υπουργός Παιδείας στις «κυβερνήσεις της ειρήνης», κατά τη δεκαετία του 1990, επέπληξε έντονα τον Σα’ αρ, λέγοντας ότι ανέβηκε στο τρένο της Im Tirzu και έδωσε χείρα βοηθείας στους «αστυνόμους της σκέψης».
«Θα έπρεπε να έχουμε επίγνωση αυτής της αποδιοργανωτικής τάσης», έγραψε στην εφημερίδα Haaretz. «Όταν σπιλώνεται και διαβάλλεται ο ακαδημαϊκός χώρος, μπορεί να συνθηκολογήσει και να συμπεριλάβει στη διδακτέα ύλη του την Επιστήμη της Κατοχής. Και μόνο κυνικοί δεξιοί ή ανόητοι υπερπατριώτες θα επιτρέπεται να διδάσκουν τέτοια μαθήματα – η πιο μεγάλη συμβολή τους στη δόξα του κράτους του Ισραήλ και στην παγκόσμια νομιμοποίησή του».
Ο πρόεδρος του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, καθηγητής Τζόζεφ Κλάφτερ, όταν ρωτήθηκε αν απειλείται η ακαδημαϊκή ελευθερία στο Ισραήλ, δήλωσε απερίφραστα: «Σημειώνονται κάποιες εκφοβιστικές προσπάθειες για να πληγεί η ακαδημαϊκή ελευθερία. Ελπίζω ότι ακόμη είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί αυτό το φαινόμενο». Και πρόσθεσε: «Όποιος επικρίνει τα πανεπιστήμιά μας ότι δεν ενδιαφέρονται για τις αξίες του σιωνισμού, δεν κατανοεί ότι η διατήρηση ενός πλουραλιστικού περιβάλλοντος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του σιωνιστικού και δημοκρατικού οράματος πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε το κράτος μας.
Μόνο μέσα από το διάλογο είναι δυνατόν να εκπαιδεύσουμε γενιές πολιτών που να γνωρίζουν αυτές τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αξίες».
Δεν φαίνεται, όμως, ότι αυτό είναι ο κύριος σκοπός των δεξιών νομοθετών που ετοιμάζουν μια παράλληλη καμπάνια για να κόψουν τα φτερά των οργανώσεων πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ένα νομοσχέδιο που απαιτεί από τις ισραηλινές οργανώσεις πολιτών να αναφέρουν κάθε δωρεά που λαμβάνουν από ξένες κυβερνήσεις ή από οποιαδήποτε πηγή που χρηματοδοτείται από ξένες κυβερνήσεις έχει ήδη εγκριθεί, κατ’ αρχήν στην επιτροπή Συντάγματος, Δικαίου και Δικαιοσύνης της Κνεσέτ. Οι οργανώσεις που δεν δηλώνουν την προέλευση των δωρεών θα τιμωρούνται με πρόστιμο 8.000 δολαρίων. […]
Τα αριστερά κόμματα που αποκαλούν τον προτεινόμενο νόμο «μακαρθικό» υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια προσπάθεια τρομοκράτησης των οργανώσεων που αντιτίθενται στην πολιτική του δεξιού συνασπισμού.
Η Ένωση Πολιτικών Δικαιωμάτων (η παλαιότερη -ίδρυση 1972- και μεγαλύτερη αστικοδημοκρατικού τύπου οργάνωση στο Ισραήλ) ανησυχεί ότι το νομοσχέδιο θα υπονομεύσει τη νόμιμη δραστηριότητα οργανώσεων, βάσει των πολιτικών τους θέσεων: «Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι αδιαπραγμάτευτη. Είναι δικαίωμα του καθενός που το επιθυμεί να οργανώνεται για προωθήσει πολιτικούς σκοπούς – είτε αυτό αρέσει είτε όχι σε κάποιο κόμμα ή πολιτική πλειοψηφία», δήλωσε εκπρόσωπός της.

(Ανάλυση των Jerrold Kessel και Pierre Klochendler. Πηγή: Inter Press Service 26/8)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!