Αρχική πολιτισμός Μπούλκες: Μια ελληνική «Σοσιαλιστική Δημοκρατία» στη Γιουγκοσλαβία

Μπούλκες: Μια ελληνική «Σοσιαλιστική Δημοκρατία» στη Γιουγκοσλαβία

Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Από τη Βάρκιζα στο Μπούλκες, Διαδρομές ζωής ή θανάτου, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 344

 

Λιγότερο από ένα χρόνο αφότου δημοσίευσε τη μελέτη της για τις Μέρες της ΟΠΛΑ στη Θεσσαλονίκη (Επίκεντρο 2013) στην οποία είχαμε αναφερθεί από αυτές εδώ τις σελίδες (Ένοπλη βία στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 18/4/2014), η Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, καθηγήτρια Ιστορίας της Εκπαίδευσης, επανέρχεται στο αρχείο του αγωνιστή Νίκου Τσιρώνη, δημοσιεύοντας τη «συνέχεια» της μαρτυρίας του, αυτή τη φορά αυτοτελώς, προικίζοντάς την με μία εισαγωγή 70 σελίδων -αναρωτιέται, μάλιστα, κανείς αν αυτό δικαιολογεί την εμφάνιση του ονόματος της επιμελήτριας, ουσιαστικά, στη θέση του συγγραφέα αντί εκείνου του Ν. Τσιρώνη.

Μέλος της ΟΠΛΑ στην κατοχική Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια της Εθνικής Πολιτοφυλακής, ο Ν. Τσιρώνης αποτελεί έναν από τους συνολικά 4-6.000 αγωνιστές των οργανώσεων της ΕΑΜικής Αντίστασης που, μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και την εκκένωση των μεγάλων πόλεων (στη συγκεκριμένη περίπτωση της Θεσσαλονίκης, πέρασαν οργανωμένα, με εντολή και φροντίδα του ΚΚΕ) στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, για να καταλήξουν, μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, στο Μπούλκες της Βοϊβοντίνας, ένα χωριό που ο γερμανόφωνος πληθυσμός του το εγκατέλειψε, ακολουθώντας τα κατοχικά στρατεύματα στην υποχώρησή τους.

Σταδιακά, η κοινότητα του Μπούλκες μετατράπηκε, με τη συνεργασία των γιουγκοσλαβικών Αρχών, σε μια ελληνική σοσιαλιστική «νησίδα», διοικούμενη από τους Έλληνες κομμουνιστές, υπό την άμεση εποπτεία των Π. Ρούσου και Γ. Ιωαννίδη, μελών του Π.Γ. του ΚΚΕ εγκατεστημένων στο Βελιγράδι.

Αν για την κυβέρνηση της Αθήνας η κοινότητα του Μπούλκες ήταν ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης ενόπλων που θα στέλνονταν στα ελληνικά βουνά για να πολεμήσουν στον Εμφύλιο -καταγγελίες που οδήγησαν την Εξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ (UNSCOB) να επισκεφθεί το χωριό προκειμένου να τις διερευνήσει- για τους Έλληνες κομμουνιστές ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο, πρόπλασμα της σοσιαλιστικής κοινωνίας που επιδίωκαν να οικοδομήσουν. Μια κοινωνία με δική της οργάνωση, παραγωγή, υποδομές, εφημερίδες, πολιτιστική ζωή, ακόμη και δικό της νόμισμα, το «ελληνικό δηνάριο». Και βέβαια, τη δική της αστυνομία, τις δικές της φυλακές, τους δικούς της τόπους βασανιστηρίων και εκτελέσεων… Γιατί η επικράτεια του ΚΚΕ, εντός του γιουγκοσλαβικού εδάφους, δεν διέφερε από τον κοινωνικό και πολιτικό της περίγυρο, εκείνο των άλλων σοσιαλιστικών χωρών, που οικοδομούσαν τη νέα εξουσία αταλάντευτα πιστές στο σταλινικό πρότυπο.

Ο ίδιος ο Τσιρώνης, που καταγράφει τη μαρτυρία του στις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρξε, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον, όργανο αυτής της κατασταλτικής δομής, καθώς συμμετείχε, ήδη από τις πρώτες μέρες της πορείας προς το Μπούλκες (με σταθμούς το Μοναστήρι, το Τέτοβο και το Νόβι Σίβατς) στην περίφημη ΥΤΟ (Υπηρεσία Τάξης Ομάδας), την εσωτερική αστυνομία του κομματικού γραφείου του Μπούλκες, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Μιχάλης Τερζής-Πεταχτσίδης (στις περισσότερες πηγές συναντάται ως Πεχτασίδης) ώσπου να δολοφονηθεί και αυτός, αφού του φορτώθηκαν όλες οι «αμαρτίες» του εσωκομματικού καθεστώτος στην κοινότητα.

Γράφοντας σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ο Τσιρώνης, ή μάλλον οι επεξεργασίες της μνήμης του, αφήνει αυτόν του τον ρόλο να περάσει σε δεύτερη μοίρα – για παράδειγμα δεν αναφέρει πότε έπαψε να είναι μέλος της ΥΤΟ για να γίνει διευθυντής του Μηχανοτρακτερικού Σταθμού και γραμματέας της ΚΟΒ του. Μολονότι στηλιτεύει τις αυθαιρεσίες του κομματικού γραφείου και τον στιγματισμό αγωνιστών όπως οι Περικλής (Χουλιάρας), Σμόλικας, Ραφτούδης, Μαύρος ως αντικομματικών ή την απόφαση να «απελαθούν» στα ελληνικά σύνορα 60 πρόσφυγες, κρατά μια μάλλον ισόρροπη στάση, αποδίδοντας τις αποφάσεις αυτές σε «λάθη» ή ανθρώπινες αδυναμίες, όπως πολλοί από τους αγωνιστές που γράφουν εκείνη την περίοδο, πριν το 1989 επιτρέψει διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις της βιωμένης εμπειρίας τους.

Μονάχα όταν αναφέρεται στο νησί-κάτεργο του Δούναβη, στο οποίο στέλνονταν οι «απείθαρχοι» του Μπούλκες, και όπου, σύμφωνα με τη μαρτυρία συναγωνιστή του, έχασαν τη ζωή τους 106 κομμουνιστές, ο Τσιρώνης εξανίσταται για την έλλειψη δημοκρατίας στις γραμμές του ΚΚΕ. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αποκάλυψη των όσων συνέβαιναν στο «νησί της ντροπής» (έτσι το αποκαλεί) και η διάλυση του κάτεργου υπήρξε αποτέλεσμα της ρήξης των σχέσεων του γιουγκοσλαβικού καθεστώτος με την Κομινφόρμ και το ελληνικό κόμμα. Οι Γιουγκοσλάβοι ξέθαψαν τα πτώματα των δολοφονημένων αγωνιστών και κατήγγειλαν τις πρακτικές του ΚΚΕ μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, που κοσμούσαν ανατριχιαστικές φωτογραφίες…

Η μαρτυρία του Νίκου Τσιρώνη συγκαταλέγεται ανάμεσα στις ελάχιστες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το Μπούλκες (έχουν προηγηθεί εκδοτικά, αν και αρκετές είναι μεταγενέστερες του Τσιρώνη, κυρίως οι μαρτυρίες των Καινούργιου, Σιαπέρα, Χείμαρου, Μαργαρίτας Λαζαρίδου). Αλλά και οι μελέτες ιστορικών είναι ελαχιστότατες – η μοναδική μονογραφία για το Μπούλκες είναι αυτή του Σέρβου ιστορικού Μίλαν Ρίστοβιτς, Το πείραμα Μπούλκες (Κυριακίδης 2006).

Έτσι, παρά τα όποια μειονεκτήματα, παραμένει πολύτιμη, προκειμένου να αποτελέσει την πρώτη ύλη για μια ψύχραιμη και επιστημονική αντιμετώπιση αυτής της κρίσιμης και τραυματικής πτυχής του ελληνικού εμφυλίου και, ιδιαίτερα, της ιστορίας του ΚΚΕ.

 

Στρατής Αρτεμισιώτης

 

Σχόλια

Exit mobile version