Υπό το μηδέν, του Άμπελ Θαμόρα στο Θέατρο Π.Κ. στο Νέο Κόσμο. Γράφει η Χριστίνα Ανδρέου

Όταν οι συνθήκες είναι… Υπό το μηδέν, τότε δεν υπάρχουν περιθώρια παρά μόνο για την αλήθεια. Αυτή που όσο σε πονάει, άλλο τόσο σε λυτρώνει. Γιατί κλεισμένος μέσα στο ψυγείο ενός κρεοπωλείου, με τη ρομφαία του θανάτου να στέκει απειλητικά από πάνω σου και το κρύο να περονιάζει το σώμα και την ψυχή σου, έχεις μία, τελευταία ευκαιρία να εξομολογηθείς τα ανομολόγητα, να καταλάβεις τον εαυτό σου και τους άλλους, ίσως και να τον/τους συγχωρέσεις, να αγγίξεις την κάθαρση.
Ο Ισπανός συγγραφέας Άμπελ Θαμόρα έγραψε ένα έργο απλό, μεστό, ένα έντονα θεατρικό «επεισόδιο» ενός καθημερινού σίριαλ με ήρωες της διπλανής πόρτας: δύο αδέρφια, τον 30χρονο Χουάν και τον 25χρονο Σέλιο, που κλείνονται στο ψυγείο του κρεοπωλείου τους μετά από επίθεση ληστών, ημέρα Σάββατο και ώρα 10 μ.μ., με τα στόρια κατεβασμένα, χωρίς κινητά στην τσέπη και με μόνη παρέα τα παγωμένα κρέατα. Το εφιαλτικό σκηνικό δεν αφήνει περιθώρια για… παρεξηγήσεις. Μέχρι τη Δευτέρα όλα θα έχουν τελειώσει, ακόμη και η ελπίδα που όσο και να σιγοκαίει, τελικά, θα σβήσει. Αν και στο έργο του Θαμόρα γίνεσαι από την αρχή αυτόπτης μάρτυρας του χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ωστόσο παρακολουθείς με τρομερή αγωνία τους δύο νέους στην προσπάθεια επιβίωσής τους. Που πια δεν είναι επιβίωση του σώματος, αλλά της ψυχής, γιατί μέσα σε αυτή την παγωμένη ατμόσφαιρα θα μάθουμε τα πιο βαθιά τους μυστικά. Σχόλια για τη μετανάστευση, τα τηλεοπτικά talent shows, την αιώνια αντιδικία του Κάιν και του Άβελ, την ανεργία, τη μοναξιά, το αδιέξοδο των διαπροσωπικών σχέσεων, έρχονται και παρέρχονται σε ένα έργο που δεν προσδοκά να είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι: μία ανάγνωση -και όχι φιλοσοφημένη ανάλυση- της σύγχρονης πραγματικότητας-καθημερινότητας.

Τα της παράστασης
Η αλήθεια είναι πως στη συγκεκριμένη παράσταση άργησα λιγάκι να μπω στο κλίμα. Φυσικά και οι δύο ηθοποιοί προσπαθούσαν από την αρχή να μας πείσουν ότι κάνει πολύ κρύο εκεί μέσα – και ως προς αυτό τα κατάφεραν. Γιατί, πράγματι, είχα «παγώσει» λιγάκι με τις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών, του Πέτρου Λαγούτη και του Νεκτάριου Λουκιανού, καθώς μου φάνταζαν αμήχανες, βεβιασμένες. Αυτό, όμως, ξεπεράστηκε στις δυο-τρεις πρώτες σκηνές, γιατί μετά άρχισε μία κατάθεση ψυχής. Όταν η πρώτη εντύπωση του έργου που κεντιέται σκόπιμα με χιούμορ και καλαμπούρι άρχισε να ξεφτίζει και βγήκε στο προσκήνιο, το δραματικό, το τραγικό, το υποκριτικό δίδυμο δεν σταμάτησε να μας κρατά σε συνεχή εγρήγορση. Ο Λαγούτης μάλιστα στον τελευταίο του ουσιαστικά μονόλογο, αυτόν του απατημένου συζύγου και του πατέρα που κάποιος άλλος μεγαλώνει το παιδί του, είναι σε μερικές στιγμές καθηλωτικός. Όπως και ο Νεκτάριος Λουκιανός, επίσης, ακολουθεί μια κλιμακωτή ερμηνεία γεμάτη παλμό και ένταση.
Η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και του Δημήτρη Ψαρρά έχει γίνει με μεράκι, ενώ σκηνοθετικά η Λίνα Ζαρκαδούλα έχει κινηθεί -όχι λάθος- σε μια απέριττη προσέγγιση, αφήνοντας την απαραίτητη αναπνοή στους ηθοποιούς για να ερμηνεύσουν. Ατμοσφαιρικοί και περιγραφικοί της δράσης οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη, άοσμη η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου. Τα σκηνικά-κοστούμια της Μαρίας Φιλίππου αν και κάποιας αισθητικής, ωστόσο ήταν «εύκολα» ρεαλιστικά. Τους έλειπε η θεατρική μαγεία, αυτό που κάνει ένα απλό ρούχο-έπιπλο θεατρικό κουστούμι-σκηνικό.

Το tip του θεατή
Tα 15 ευρώ του εισιτηρίου είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να πας θέατρο και μάλιστα σε μια καλή παράσταση. Άλλωστε, από την πλευρά του θεάτρου Π.Κ. δείχνει και σεβασμό στο θεατή και τις ανάγκες των καιρών.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!