«Μόνο σε έναν τόπο μπορεί να γεννηθεί κανείς. Μπορεί, όμως, να πεθάνει πολλές φορές: σε εξορίες και φυλακές, σε μια πατρίδα που οι κατακτητές έχουν μεταμορφώσει σε εφιάλτη. Η ποίηση είναι, ίσως, το μόνο που μπορεί να μας προσφέρει την πιο γοητευτική φαντασίωση: να ξαναγεννιόμαστε, πάλι και πάλι, να χρησιμοποιούμε λέξεις για να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο, ένα φανταστικό κόσμο που θα μας βοηθήσει να υπογράψουμε μια μόνιμη συμφωνία ειρήνης… με τη ζωή».
Ο Μαχμούντ Νταργουίς γεννήθηκε το 1942 στο Αλ Μπέρουιχ, ένα χωριό της Άνω Γαλιλαίας που στον πόλεμο του 1948 ισοπεδώθηκε από τον ισραηλινό στρατό. Μαζί με την οικογένειά του δραπέτευσε στο Λίβανο και έζησε ένα χρόνο σε προσφυγικό καταυλισμό. Κατάφερε να επιστρέψει κρυφά στο Ισραήλ ως πρόσφυγας πάλι, σε άλλη περιοχή, αφού εκεί όπου βρισκόταν το σπίτι του είχε κτιστεί εβραϊκός οικισμός.

«Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια ως παράνομος μετανάστης, υπό τη μόνιμη απειλή του εντοπισμού και της εξορίας. Με το που βλέπαμε αστυνομικούς εξαφανιζόμασταν όλοι. Μπορείτε να φανταστείτε πώς αισθάνεται ένας επτάχρονος υπ’ αυτές τις συνθήκες», λέει σε συνέντευξη η οποία περιλαμβάνεται στο βιβλίο Η Παλαιστίνη ως μεταφορά. «Αυτό που θυμάμαι με ευχαρίστηση από εκείνα τα χρόνια ήταν έναν άντρα με ωραία φωνή που τραγουδούσε την ιστορία του: πώς είχε φύγει, πώς είχε περάσει τα σύνορα, πώς ξαναγύρισε. Μιλούσε για τις νύχτες, για τα φεγγάρια – με μια νοσταλγία που σου έσκιζε την καρδιά. Ακούγοντάς τον καταλάβαινα πως οι λέξεις κουβαλούν την αλήθεια […] Και στο χωριό μας, πολύ μικρός, θυμάμαι πως έρχονταν άνθρωποι στο σπίτι του παππού μου και κάποιος έπιανε ένα βιβλίο και άρχιζε να τους τραγουδά. Αυτή είναι η αραβική παράδοση. Αυτές οι νύχτες μάς έσωζαν πάντα από το παρόν, από την οδύνη, μας έκαναν να πιστεύουμε πως διαθέτουμε τη δύναμη της δημιουργίας».
Οι περιπλανώμενοι τροβαδούροι, οι οποίοι ποτέ δεν έλειψαν από τον αραβικό κόσμο, και όχι τα βιβλία που δεν υπήρχαν σ  πίτι του, ήταν η αφορμή για να ξεκινήσει να γράφει στίχους. Το πρώτο ποίημα το συνέθεσε όταν στο σχολείο τούς ζήτησαν να γράψουν κάτι για την επέτειο της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ: «Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έλεγα, απευθυνόμουν όμως στους Ισραηλινούς συμμαθητές μου: εσύ έχεις σπίτι – εγώ όχι, εσύ έχεις εθνική γιορτή – εγώ όχι, κάτι τέτοιο. Με φώναξε ο διευθυντής και μου είπε πως, αν ξαναμιλήσω έτσι, θα φροντίσει να απολυθεί ο πατέρας μου από τη δουλειά του».
Το 1960 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Πουλιά χωρίς φτερά. Την ίδια εποχή περίπου εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ισραήλ Ρακάχ. Ανάμεσα στο 1961 και το 1967 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται πολλές φορές για τα κείμενά του και την πολιτική του δραστηριότητα. Πηγαίνει στη Μόσχα για να σπουδάσει Πολιτική Οικονομία, από κει στο Κάιρο όπου δημοσιογραφεί. Επιστρέφοντας στη Χάιφα δραστηριοποιείται στην PLO. Ήδη έχει αναγνωρισθεί ως η φωνή της παλαιστινιακής αντίστασης, χάρη, κυρίως, στο ποίημα Ταυτότητα, που έγινε ύμνος ολόκληρου του αραβικού κόσμου.
Για πολλά χρόνια ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Αραφάτ. Εκείνος του έγραψε τον περίφημο λόγο τον οποίο εκφώνησε ο ηγέτης των Παλαιστινίων στον ΟΗΕ, κρατώντας στα χέρια του ένα κλαδί ελιάς. Μαζί ήταν και στην πολιορκημένη Βηρυττό -όπου ο Νταργουίς έγραψε ένα από τα ωραιότερα βιβλία του, το Μια μνήμη για τη λήθη- και μαζί ξαναπήραν το δρόμο της εξορίας, Ελλάδα, Τυνησία, Αίγυπτος και τελικά Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε. Οι σχέσεις τους διακόπηκαν όταν ο Αραφάτ υπέγραψε τη συμφωνία του Όσλο, την οποία ο Νταργουίς κατήγγειλε ως «τυχοδιωκτική».
Σε διάστημα 20 χρόνων μόνο μια φορά του δόθηκε άδεια από το Ισραήλ να επισκεφθεί για λίγες ώρες την Παλαιστίνη, για να πάει στην κηδεία της μητέρας του. Επέστρεψε, τελικά, το 2000, υπό περιορισμόν στη Ραμάλα και δεν ξανάφυγε μέχρι που τα προβλήματα υγείας του τον ανάγκασαν να πάει για εγχείρηση στην Αμερική. «Γέρασα, μάνα», λέει σε ένα ποίημα, «της αθωότητας τα χρόνια / των αστεριών το χάρτη ξαναδώσ’ μου/ Το δρόμο των χελιδονιών να πάρω / και να γυρίσω στη φωλιά σου / που με καρτερεί».
Πέθανε λίγες μέρες μετά, στις 8 Αυγούστου του 2008. «Οι αντιδράσεις του κόσμου στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα μού θύμιζαν εκείνες των Αμερικανών όταν άκουσαν για τη δολοφονία του Κένεντι», έγραψε μια Αγγλίδα δημοσιογράφος. «Δεν περίμενα να θρηνεί έτσι ένας ολόκληρος λαός έναν ποιητή».
Όπως τα πολύ παλιά αραβικά ποιήματα, οι «κασίδες», που ξεκινούν από μιαν απώλεια, ο βαθύς γνώστης της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κοσμοπολίτης, όχι μόνο εξ ανάγκης, Νταργουίς κατάφερε να διηγηθεί την ιστορία της πατρίδας του αναδεικνύοντας την ανθρώπινη διάσταση του παλαιστινιακού προβλήματος.
Ο ίδιος δεν ήθελε να τον βλέπουν σαν σύμβολο, δεν εκτιμούσε τη στρατευμένη ποίηση, αλλά τα όμορφα ποιήματα για ό,τι γνώριζε, την απώλεια, τον έρωτα, τη νοσταλγία, την εξορία: «Ό,τι δίνει στη ζωή μας αξία είναι σ’ αυτή τη γη: / οι τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη / η ομορφιά μιας ώριμης γυναίκας / η ώρα που μπαίνει ο ήλιος στη φυλακή / το σύννεφο που αλλάζει χιλιάδες μορφές / το χειροκρότημα γι’ αυτούς που χαμογελούν στο θάνατο / ο τρόμος του δυνάστη για τα τραγούδια».

Τα ποιήματα απο τα οποία παραθέσαμε στίχους τα έχει μεταφράσει η Τζένη Καραβίτη στο Μαχμούντ Νταργουίς: Να σκέφτεσαι τους άλλους (εκδόσεις Νήσος). Μπορείτε να τα αναζητήσετε και μέσω του Πανελλήνιου Δικτύου για το θέατρο στην εκπαίδευση και της οργάνωσης «Ένα καράβι για τη Γάζα», η οποία ξεκινά, σύντομα, καινούργιο ταξίδι. Τα έσοδα διατίθενται σε φορείς που δραστηριοποιούνται για τα παιδιά στη Γάζα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!