Γράφει ο Θεόδωρος Τσελεπής. Πριν από λίγο καιρό πέρασε από το νου μου να μετακομίσω στο εξωτερικό.

Από τη μια η ανεργία που με δέρνει, από την άλλη η τάση φυγής από τα προσωπικά μου προβλήματα, με έκαναν να φαντασιώνομαι αποχαιρετιστήρια οικογενειακά τραπέζια και αποχαιρετισμούς σε σταθμούς και αεροδρόμια.

Ξύπνησε μέσα μου και ο Σουρούνης και είπα το λιγότερο που θα πετύχω είναι να γράψω τα δικά μου Μερόνυχτα Φραγκφούρτης. Τι παραπάνω είχε τούτος, δηλαδή; Έτσι, όλα μου φαίνονταν ιδανικά. Θα δούλευα, θα έστελνα χρήματα στα παιδιά μου και θα επέστρεφα κάθε χρόνο ή κάθε δυο χρόνια για οικογενειακές διακοπές σε νησιά και όρη.
Και τότε κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και, για πρώτη ίσως φορά στη ζωή μου, μού μίλησα ειλικρινά.
Και μου ζήτησα ξεκάθαρες απαντήσεις:
Μπορείς, καμάρι μου, να ακούς τον Χαλκιά να τραγουδά «με τους εργάτες μη μιλάς, την ώρα σου να την κρατάς, το γιο σου μην το λησμονάς πεινάει κι είναι κρίμα» και να μη θες να κάψεις το διαβατήριό σου και να επιστρέψεις τρέχοντας πίσω; «Όχι», μου απάντησα.
Μπορείς, καμάρι μου, να ακούσεις τον Μάλαμα να τραγουδά «Και σαν το κουρελόβαρκο αδειάσει στο λιμάνι, θα τους στοιβάξουν στη σειρά οι ξένοι πολισμάνοι» και να μη θελήσεις να βουτήξεις στον Ωκεανό και να επιστρέψεις κολυμπώντας στην πατρίδα; «Όχι», μου απάντησα.
Μπορείς, καμάρι μου, να ακούσεις τον Μπιθικώτση να τραγουδά «Φεγγάρι μάγια μου ’κανες και περπατώ στα ξένα είναι το σπίτι ορφανό αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά κλαμένα» να μη σε πιάσουν οι λυγμοί και να μη βρίσκεις άνθρωπο να σου βαρέσει παλαμάκια όταν θα στρέψεις τα χέρια σου στον ουρανό και θα φέρεις τη βόλτα σου; Μπορείς; «Όχι», μου απάντησα.
Μπορείς στ’ αλήθεια να μην είσαι παρών όταν ο Θάνος θα δίνει ξανά εξετάσεις για το πανεπιστήμιο; Ή φαντάζεσαι πως μόνο το να πληρώνεις τα φροντιστήρια είναι αρκετό; «Όχι, δεν μπορώ», μου απάντησα.
Μπορείς να μην είσαι στα γενέθλια του Παναγιώτη, στους αγώνες του με την ομάδα μπάσκετ; Ή μήπως δεν κατάλαβες πως σε όλη τη διάρκεια του αγώνα ψάχνει να δει αν τον κοιτάς; «Όχι, δεν μπορώ», μου απάντησα.
Μπορείς να είσαι σίγουρος πως, όταν θα επιστρέψεις, θα βρεις πίσω σου όσους γέροντες άφησες, πριν φύγεις; «Όχι, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος», μου απάντησα.
Μπορείς να ακούς για διαδηλώσεις, κυνηγητά, δακρυγόνα, ξύλο στο Σύνταγμα και όλα αυτά να τα βλέπεις στο Ιnternet και στο Facebook και να μη σκας που δεν είσαι παρών; «Όχι, δεν μπορώ να μην είμαι παρών», μου απάντησα.
Μπορείς να αντέξεις ο Άρης της καρδιάς σου να πάει σε ένα ακόμα τελικό -ας είναι και χαμένος- (σε τέσσερις έχεις πάει και γύρισες κλαμένος, στον πέμπτο θα κόλλαγες;) και να μην είσαι παρέα με τον Θάνο στην κερκίδα με τα κιτρινόμαυρα; «Όχι, ούτε καν να το σκεφτώ. Άσε που με την γκαντεμιά που με δέρνει θα ήταν ο μόνος νικηφόρος κι εγώ θα έλειπα».
Όχι, πες μου, μπορείς να ζήσεις χωρίς να βλέπεις το χαμόγελό της, όσο κι αν της το έκανες σπάνιο με όσα πέρασε, έστω κι από μακριά και να αντέξεις; «Όχι, σταμάτα», μου είπα. Δεν μπορώ. Δεν παλεύεται. Δεν είμαι ικανός για κάτι τέτοιο. Θα κάτσω στα αβγά μου, θα ελπίζω σε καλύτερες μέρες και θα είμαι πάντα παρών δίπλα σε όσους αγαπώ. Κι ας τα βγάζω δύσκολα πέρα, κι ας μην έχω δουλειά. Τουλάχιστον έχω ελπίδα…

Υ.Γ. Το μυαλό μου και η σκέψη μου είναι πάντα σε όσους έφυγαν και άφησαν πίσω γονείς, παιδιά, φίλους και συγγενείς. Κουράγιο και καλή πατρίδα σύντροφοι!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!