Αρχική πολιτισμός Μάνια Παπαδημητρίου: “Παρ’ όλα αυτά αντέχουμε…”

Μάνια Παπαδημητρίου: “Παρ’ όλα αυτά αντέχουμε…”

Στο Σόλο Ντουέτο, που ανεβάζει φέτος η γνωστή σε όλους μας για τις πολύ ενδιαφέρουσες δουλειές της Μάνια Παπαδημητρίου, κυρίαρχο στοιχείο είναι η σχέση της τέχνης με την ψυχανάλυση, με θέμα την απώλεια και το πένθος. Το ότι το έργο, παρόλο που είναι καθαρά υπαρξιακό, έχει σχέση με την κατάσταση που περνά σήμερα η ελληνική κοινωνία είναι εντελώς συμπτωματικό…

Η παράσταση που ανεβάζετε, το Σόλο Ντουέτο, αφορά μια δεξιοτέχνιδα του βιολιού που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και τη σχέση της με τον ψυχοθεραπευτή της. Πραγματεύεται, λοιπόν, την απώλεια και το πένθος. Πώς αντιμετωπίζει η ηρωίδα αυτό το πλέγμα πραγματικότητας και συναισθημάτων;
Η σχέση της τέχνης με την ψυχανάλυση είναι μάλλον το κυρίαρχο θέμα του έργου. Η τέχνη, όπως αποκαλύπτει η ηρωίδα μας, όταν πιέζεται από τον γιατρό με τις σωστές μεθοδικά ερωτήσεις του, να παραδεχτεί τα προηγούμενα πένθη της, φαίνεται πως είναι για τον καλλιτέχνη τρόπος απόδρασης από το πένθος… Γλιστράς μέσα στη μουσική και ξεχνιέσαι. Μετασχηματίζεις τη λύπη σε χαρά και μένεις εκστατικός μπροστά στο γεγονός ότι μπορείς να το κάνεις. Μετασχηματίζεις την θλίψη σε χαρά και νιώθεις ολόκληρος… Έτσι λέει η ηρωίδα μας στον τελευταίο της μονόλογο. Άρα, το να μην μπορείς να παίξεις πια είναι ο πραγματικός θάνατος αφού δεν έχεις πια τρόπο διαφυγής από το πένθος… Και η ψυχανάλυση σ’ αυτό απαντά: Τι ώρα σας βολεύει την επόμενη εβδομάδα!

Με ποια κριτήρια επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο; Υπάρχει κάποιος συσχετισμός με την κοινωνική πραγματικότητα; Βιώνει η ελληνική κοινωνία μια ανάλογη διαδικασία απώλειας και πένθους;
Το έργο αυτό βρίσκεται στα χέρια μου 5 χρόνια και προσπαθούμε με το μεταφραστή του, τον Γιώργο Βάλαρη, να βρούμε θέατρο και παραγωγή… Δεν ήταν πολιτικοί οι λόγοι που με οδήγησαν στο να θέλω να το κάνω… Όχι! Το έργο είναι καθαρά υπαρξιακό και είναι εντελώς συμπτωματικό το ότι φαίνεται να έχει κάποια σχέση με την κατάσταση που περνά σήμερα η ελληνική κοινωνία. Η κατάθλιψη είναι το κοινό. Πραγματικά αισθάνομαι ότι οι θεατές στην παράσταση ταυτίζονται με την βιολονίστρια, όταν λέει στο γιατρό ότι δεν φταίει αυτός, ούτε κι αυτή, αλλά δεν μπορεί πια να αλλάξει…
Ναι, αυτό πιστεύω πως έχει απόλυτη σχέση μ αυτό που βιώνει σήμερα η ελληνική κοινωνία.
Είναι σαν κάποιος να μας κουνάει απειλητικά το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπό μας ότι δεν ήμαστε καλά παιδιά και τώρα πρέπει να πεινάσουμε ή να πεθάνουμε γι’ αυτό… Θυμάμαι για κάθε ένα από τα στοιχεία που τώρα κατηγορούν τους Έλληνες ότι ακολούθησαν, κάθε φορά που τα έβρισκα μπροστά μου, αναρωτιόμουν και ρωτούσα και τους άλλους: Ρε παιδιά, γιατί αυτό γίνεται έτσι κι όχι αλλιώς; Μήπως αυτό είναι λάθος; Μήπως αυτό μακροπρόθεσμα θα σημαίνει κάτι άσχημο;
Η απάντηση ήταν πάντα: «Έλα μωρέ, αμάν με το πώς λειτουργεί το μυαλό σου. Είσαι υπερβολική. Τα βλέπεις όλα υπερβολικά… Κι έτσι, έχοντας ζήσει 25 χρόνια ως ενήλικας έμαθα ότι υπάρχουν πράγματα που απλώς δεν τα ρωτάμε και πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνουν οι πολλοί! Και τώρα, έρχεται κάποιος και λέει πως είμαστε κλέφτες όλοι μαζί. Αυτό που θέλω να πω είναι: Φέρτε μου πίσω τα νιάτα μου και έναν – έναν τους ανθρώπους που μου είπαν πως ήμουν υπερβολική στις αναλύσεις μου να τους φτύσω κατάμουτρα. Και τους θυμάμαι έναν – έναν… Μόνο που μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται και σήμερα αρκετά ψηλά και είναι ακριβώς ανάμεσα στους κριτές μας… Δεν είναι περίεργο πώς μερικοί καταφέρνουν να ελίσσονται τόσο θαυμαστά που να κερδίζουν πάντα κάτι ασφαλές για τον εαυτό τους, ενώ άλλοι άνθρωποι , καθ’ όλα άξιοι και ικανοί, βρίσκονται πάντα στο σωρό και χάνονται μαζί του;
Πιο απλά θα ήθελα να πω: Ποιος αλλάζει τους κανόνες, ρε παιδιά, κάθε τρις και λίγο και όπως τον βολεύει; Γιατί βέβαια ένα παιγνίδι είναι όλα αυτά… Ένα τεράστιο οικονομικό παιγνίδι που θα πλουτίσει κι άλλο κάποιους λίγους και θα σκοτώσει μερικούς για να αραιώνουμε….
Κι από αυτή την άποψη, το σλόγκαν «Οι Έλληνες είναι οι κλέφτες και οι απατεώνες της Ευρώπης!» να το λουστούν οι ηγεμόνες μας κι εκείνοι να πληρώσουν, γιατί εμείς οι υπόλοιποι κάναμε μόνο ό,τι μας υποχρέωναν εκείνοι με τις αποφάσεις τους και τα παραθυράκια των νόμων τους που τώρα αλλάζουν πάλι κατά βούληση και δίχως προειδοποίηση και σεβασμό στην έννοια χρόνος προσαρμογής.
Αυτό ζητάει η ηρωίδα του έργου μας. Το δικαίωμά της στην κατάθλιψη και στην οργή… Στο ξέσπασμα… Κι απ’ αυτήν την άποψη σχετίζεται με το συναίσθημα των ανθρώπων της πόλης μας, αλλά είναι εντελώς συμπτωματικό.

Τα τελευταία χρόνια έχετε κάνει πολλές αξιόλογες δουλειές, και ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτις, σχεδόν πάντα, όμως, σε ολιγοπρόσωπα σχήματα. Είναι αυτό μια συνειδητή επιλογή ή προκύπτει από ανάγκη;
Βεβαίως και προκύπτει από ανάγκη… Και ποιος δεν θα ήθελε να δουλέψει πάνω σ’ έναν Σαίξπηρ ή σε μια τραγωδία. Αλλά σ’ αυτά έχουν τώρα πρόσβαση άλλοι… Οι οικονομικές συνθήκες, οι συντεχνιακές διαπλοκές και οι επιχορηγήσεις, αλλά και οι διαπλοκές των δημοσιογράφων των εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας καθορίζουν πολύ περισσότερο τις επιλογές μας απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί και ο πιο ενημερωμένος θεατής!
Αλλά παρ’ όλα αυτά αντέχουμε και όχι μόνο… Ευτυχώς μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχει δημιουργηθεί κάποιο κοινό που μας αναζητά κι αυτό είναι το πιο παρήγορο. Θα το ξέρετε καλύτερα από μένα και από το χώρο της πολιτικής πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν τα ΜΜΕ στη διαμόρφωση μιας αντίληψης για ένα πρόσωπο ή κάποιον πολιτικό χώρο… Συχνά, η επικράτηση μιας παρέας αποκλείει με συγκεκριμένες πρακτικές -και για λόγους συχνά αδιάφορους για τους πολλούς- τους καταλληλότερους ανθρώπους από κάποιες θέσεις και επιβάλλει τους πλέον ουδέτερους με σκοπό ένα σύστημα διανομής χρήματος να μην αλλάξει χέρια… Σ’ αυτό το παιγνίδι έχει ενδιαφέρον να αναζητάει ο εναλλακτικός καλλιτέχνης τρόπο για να επιβάλει την παρουσία του, χωρίς να μπορούν να τον ακυρώσουν κάθε φορά. Άλλοτε αυτό πετυχαίνει κι άλλοτε όχι… Έχει πάντως ενδιαφέρον η διαδρομή.

Με ποιους όρους μπορεί σήμερα το θέατρο να είναι πολιτικό;
Κατά την γνώμη μου, μ’ έναν τρόπο πάντα το θέατρο είναι πολιτικό. Με την έννοια ότι είναι πολιτική επιλογή το αν θα ανεβάσεις σήμερα το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ ή την Ρέiτσελ Κόρι… Όπως πολιτική επιλογή είναι και το ποιο έργο θα επιλέξεις να δεις σήμερα, αλλά και ποια έρευνα στο πανεπιστήμιο θα διαλέξεις να κάνεις για ένα ιστορικό θέμα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όλα είναι πολιτική. Ήταν αλλιώς να μιλάς για το Ολοκαύτωμα το 1976 -χωρίς διεθνείς επιδοτήσεις– και αλλιώς να διαλέγεις αυτό το θέμα σήμερα.
Επίσης, είναι πολιτική επιλογή το αν θα είσαι στο Εθνικό Θέατρο σήμερα ή εκτός αυτού… ή το αν θα πας να δεις μια παράσταση εκεί ή στο Παλλάς και με τι εισιτήριο ή σ’ ένα θέατρο επιχορηγούμενο και με τι εισιτήριο επίσης. Από την άποψη αυτή το ότι βρεθήκαμε να συνεργαζόμαστε στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας η Ελένη Μποζά, ο Νίκος Αρβανίτης κι εγώ είναι προϊόν μιας σειράς κινήσεων και των τριών μας που μας θέλει στις παρυφές της κεντρικής παραγωγής θεαμάτων στην Ελληνική Θεατρική σκηνή και όχι στο κέντρο της.(Ο Νίκος Αρβανίτης μάλιστα παρουσιάζει και ένα ακόμα θέαμα κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Στοά μέχρι τις 19 Απριλίου, το Φορ Εβερ.) Κάνουμε πολλά μικρά περιφερειακά πράγματα προκειμένου να επιβιώσουμε τόσο οικονομικά όσο και καλλιτεχνικά και να δηλώσουμε την παρουσία μας μέσα σε ένα σύστημα παραγωγής που θέλει τους ίδιους και τους ίδιους στα μεγάλα πακέτα. Τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί μια παρέα «εκλεκτών» του συστήματος που κινούνται στις μεγάλες παραγωγές, με αποτέλεσμα να φαίνεται το τοπίο εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένο. Έτσι ο μόνος χώρος που μένει για τους υπολοίπους είναι ο εναλλακτικός, των επιχορηγήσεων του ελευθέρου θεάτρου, θεσμός που πάει να εξανεμισθεί, και της απόλυτα ελεύθερης αγοράς που μόνον αν έχεις κεφάλαια θα μπορείς να συμμετέχεις, γιατί θα πρέπει να νοικιάζεις θέατρο και αυτό σημαίνει το λιγότερο 300 ευρώ τη μέρα. Γι’ αυτό στηρίζω ανεπιφύλακτα το θεσμό των επιχορηγήσεων του ελεύθερου θεάτρου και των ΔΗΠΕΘΕ και θεωρώ ότι είναι εγκληματικό το ότι ο υπουργός σωπαίνει γι’ αυτόν, γιατί μόνον χάριν αυτού υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα για τους καλλιτέχνες, αλλά και για το κοινό.
Οι επιχορηγήσεις μπορεί να αναδιανεμηθούν, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να δοθούν. Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται μια ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι ή θέλει να λέγεται ότι είναι η Ελλάδα, να έχει μόνο δύο κρατικές σκηνές και τίποτε άλλο Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να δίνει τόσα χρήματα ο Έλληνας φορολογούμενος πολίτης για ένα φεστιβάλ θεάτρου (το Φεστιβάλ Αθηνών) που λειτουργεί κατά βάση με μετακλήσεις και ελάχιστα με ελληνικές παραγωγές. Δεν μπορεί επίσης να μην υπάρχει ιστοσελίδα με ανακοινώσεις για τις προκηρύξεις των αιτήσεων για το φεστιβάλ με προθεσμίες και τα κριτήρια βάσει των οποίων θα επιλεγούν τα έργα. Και όμως έτσι γίνεται. Όλα γίνονται εν κρυπτώ, όλα λειτουργούν στην ουσία με αναθέσεις και οι διαγωνισμοί και οι οντισιόν είναι τις περισσότερες φορές εικονικές. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο οι καλλιτέχνες ασφυκτιούν και χρειάζονται εναλλακτικές ανάσες. Οι επιχορηγήσεις ήταν κάτι τέτοιο. Και ο κόσμος τα θέατρα που προέκυψαν τα αγκάλιασε και τα στήριξε και τα στηρίζει. Κι’ όμως, ο υπουργός σωπαίνει. Είναι ντροπή.

Παράσταση: Σόλο ντουέτο (Duet for one) του Tom Kempinski
Mετάφραση: Γιώργος Βάλαρης
Σκηνοθεσία: Ελένη Μποζά
Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Παίζουν: Μάνια Παπαδημητρίου, Νίκος Αρβανίτης
Στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας
Κεφαλληνίας 18 – Κυψέλη
Τηλ.: 210 8838727
Site: www.theatrokefallinias.gr
Email: info@theatrokefallinias.gr

Σχόλια

Exit mobile version