Μέσα και έξω από το ποτάμι

Ας αφήσουμε τα λόγια:
γνώση του ποταμιού σημαίνει
να είσαι μέσα στο ποτάμι

Τ. Σινόπουλος

Πότε καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τον πνιγμένο; Μέσα στο ποτάμι ή έξω από το ποτάμι; Η Σιμόν Βέιλ πίστεψε πως δεν μπορεί να μιλήσει για τα παθήματα των εργατών αν δεν περάσει από το εργοστάσιο. Στα δικά μας, ο Κωστής Παπαγιώργης επιμένει ότι όποιος δεν γράφει με το κεφάλι στο στόμα του βόα είναι για κλοτσιές. Αλλιώς, ειρωνεύεται, είμαστε σαν τους Ρωμαίους του Πολύβιου, που μάθαιναν κουπί στην ξηρά.
Έστω ότι ρωτάμε τη μητέρα ενός παιδιού που πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους εμπόρους ναρκωτικών. Μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα βιασμού, τι πρέπει να κάνουμε με τους βιαστές. Ακόμη περισσότερο, ότι ρωτάμε τι θα πρέπει να κάνουμε με τους ύποπτους βιασμού ή εμπορίας ναρκωτικών. Το θύμα είναι πάντοτε έξαλλο, είναι ο πιο επικίνδυνος κριτής, γιατί νιώθει πως έχει δίκιο σε όλα, θέλει εδώ και τώρα δικαίωση. Εξού και η πορεία από τους πρωτοχριστιανούς μάρτυρες μέχρι τον μέγα ιεροεξεταστή και από τους Εβραίους του Άουσβιτς μέχρι το κράτος του Ισραήλ ανακυκλώνει το ίδιο δίδαγμα: Οφείλουμε σεβασμό στα θύματα, αλλά τα θύματα δεν έχουν πάντα δίκιο.
Ας δούμε τώρα το πρόβλημα από την ανάποδη. Ο κατ’ εξοχήν αποστασιοποιημένος άνθρωπος είναι ο τεχνοκράτης. Αυτός μονίμως απαντά στον εξοργισμένο παθόντα ότι δεν κατανοεί «the big picture» (μια που κάθε τεχνοκράτης οφείλει να είναι ξενοσπουδασμένος και να νουθετεί τους εγχώριους αγροίκους αγγλιστί). Ο τεχνοκράτης είναι ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος που δεν είναι άνθρωπος. Δεν απευθύνεται στα συναισθήματά μας, πάντα τον κατηγορούμε ότι βλέπει τους ανθρώπους ως αριθμούς. Αυτή είναι η δουλειά του, να περιορίζει τη βλάβη χωρίς να ενδώσει στις διαμαρτυρίες αυτών που θα θιγούν, αφού πάντα κάποιος θίγεται (για χάρη του επιχειρήματος, συζητάμε για έναν τεχνοκράτη που θα επιδιώκει όντως το «μέγιστο συνολικό όφελος»). Αν η συντήρηση ενός ηλικιωμένου στην εντατική κοστίζει όσο ένα πρόγραμμα προληπτικής ιατρικής καρκίνου, ο τεχνοκράτης αποφασίζει ότι τα παιδιά και τα εγγόνια του παππού που βρίσκεται στην εντατική θα πρέπει να τραβήξουν την πρίζα, να τον αποχωριστούν και να τον ευγνωμονούν. Κάποιοι, δηλαδή, θα χρειαστεί να ψοφήσουν ησύχως και αδιαμαρτύρητα, αφού έτυχε να βρεθούν στη λάθος όχθη του ποταμού και συνολικά αυτή η πολιτική θα σώσει περισσότερες ζωές.
Αν είδαμε δύο παραδείγματα όπου με το ίδιο πάθος και την ίδια αυτοπεποίθηση τη μία σφάλλει ο παθών και την άλλη ο ψυχρός παρατηρητής, πώς μπορούμε να σκεφτούμε το ζήτημα πέρα από την περιπτωσιολογία; Η λύση που φαίνεται να δίνει η κοινωνία μας είναι θεωρητικά η δημοκρατία. Έχουν όλοι από μία ψήφο. Είτε είσαι θύμα της βίας είτε θύτης, είτε είσαι ειδικός είτε αστοιχείωτος, έχεις μία ψήφο. Μ’ όλες τις στρεβλώσεις της προπαγάνδας και της καλπονοθείας, αυτό το σύστημα έχει το πλεονέκτημα ότι δεν δίνει σε καμία κοινωνική κατηγορία το πλεονέκτημα να υπερέχει έναντι των άλλων. Το μόνο κριτήριο είναι αριθμητικό. Πόσοι ισχυρίζονται κάτι. Το γιατί είναι αδιάφορο. Αν είναι όμως αδιάφορο εκλογικά, δεν είναι αδιάφορο από την άποψη της προσπάθειάς μας να κατανοήσουμε τον κόσμο. Εκεί δεν υπάρχει ισότητα. Μπορεί κανείς να είναι ή να μην είναι ανόητος, νεοναζί, αστοιχείωτος, αποκτηνωμένος αριθμολάγνος κ.ο.κ. Το ζητούμενο παραμένει πώς εκφράζεσαι για ένα φλέγον ζήτημα, όταν υπάρχει πάντα το παράδοξο της φωτιάς: Μακριά από το τζάκι κρυώνεις, κοντά καίγεσαι. Ποια είναι η σωστή απόσταση;
Περνάμε σε ένα παράδειγμα πραγματικό: Πληγωμένοι κάτοικοι του Αγίου Παντελεήμονα διατυπώνουν έναν έξαλλο λόγο εναντίον των μεταναστών. Κάθε κριτική που τους ασκείται στηλιτεύεται ως αφ’ υψηλού ανθρωπισμός της Αριστεράς των Βορείων Προαστίων. Όσο περνάει ο καιρός, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτός ο λόγος περιέχει διάφορες περιστασιακές λαθροχειρίες, όπως ότι ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής έμενε στην Πεύκη (τώρα στον Κορυδαλλό), προβεβλημένοι «αγανακτισμένοι κάτοικοι» ήταν οργανωμένοι χρυσαυγίτες και υπήρχε μία λαθροχειρία που δεν ήταν περιστασιακή, πως οι στατιστικές της αστυνομίας για την εκτίναξη της εγκληματικότητας των μεταναστών έχει δειχθεί διεξοδικά από τους ειδικούς εγκληματολόγους ότι είναι διάτρητες. Κι όμως, ξαφνικά όλη η Ελλάδα, ακόμη και περιοχές που δεν έχουν δει μετανάστες (πόσο μάλλον «γκέτο»!) ούτε με κιάλια, συμμερίζονται αυτόν τον λόγο σαν να είχαν ζήσει κι εκείνοι τα βιώματα των αγανακτισμένων του Άγιου Παντελεήμονα. Ξανά: Πότε βλέπει κανείς καθαρότερα;
Ο στίχος του Σινόπουλου δηλώνει ότι για το ποτάμι θα μιλήσει μόνο όποιος είναι μέσα στο ποτάμι, ξεκινώντας με μια υποτίμηση των λέξεων: «Ας αφήσουμε τα λόγια». Μα τι άλλο είναι η ποίηση από λόγια; Πότε ακριβώς αφήνουμε τα λόγια; Υπάρχει κάτι που το κάνουμε «χωρίς λόγια»; Η ποίηση δεν μπορεί να μας καλεί να αφήσουμε τα λόγια, αυτό είναι παράδοξο. Η δουλειά της ποίησης είναι να απαιτήσει να πάρουμε τα λόγια ακόμη περισσότερο στα σοβαρά. Το μέγα κατόρθωμα της τραγωδίας, που συνηθίζουμε να περιγράφουμε με τα λόγια του Αριστοτέλη για τη μίμηση, είναι ότι παρακολουθούμε ιστορίες που μας παρασύρουν να πιστέψουμε ότι είναι αληθινές (εξού και οι αρχαίες αφηγήσεις για γυναίκες που αποβάλλουν κατά την παράσταση των Ευμενίδων) παρ’ ότι ξέρουμε ότι όταν τελειώσει η παράσταση ο Αγαμέμνων θα βγάλει τη μάσκα και θα ξαναγίνει ο Πώλος από το Σούνιο. Έτσι, παρακολουθώντας «θρηνούμε αλλά δεν πληγωνόμαστε», κατά τη φράση του Όσκαρ Ουάιλντ. Μας αφορά, δηλαδή, χωρίς να μας νεκρώνει, αυτό που βλέπουμε. Η επέκταση των ορίων της συμπάθειας είναι η προτεινόμενη διέξοδος. Δύσκολη, σχεδόν ακατόρθωτη, αλλά φοβάμαι ότι τέτοιες είναι οι απαντήσεις όταν θέτουμε δύσκολα ερωτήματα. Εν ολίγοις, όταν ρωτάμε ποια είναι η σωστή απόσταση από τη φωτιά, η απάντηση δεν είναι ούτε κοντά ούτε μακριά: είναι η συμπάθεια. Το παράδοξο ενός ανθρώπου που βράχηκε έξω από το ποτάμι, που ένιωσε τον ξένο πόνο σαν δικό του και δεν ζητά εκδίκηση αλλά δικαιοσύνη.

* Ο Κωνσταντίνος Πουλής είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!