Θέατρο Αλίκη, Αμερικής 4

Σε αυτήν την κωμωδία καταστάσεων οι παρεξηγήσεις και τα τυχαία συμβάντα δεν έχουν την τιμητική τους, παρά στο δεύτερο μισό του δεύτερου μέρους. Το υπόλοιπο έργο χτίζει την πλοκή και προετοιμάζει το θεατή με αργούς ρυθμούς, προσπαθώντας να ισορροπήσει ύφος και χαρακτήρες ανάμεσα στο δράμα και στη κωμωδία (είναι πολύ χαρακτηριστική η πάντα σοβαρή και μελαγχολική μορφή του τρελού.) Αυτή την ισορροπία επιχείρησε να κρατήσει ο Μοσχόπουλος, εισάγοντας σε ικανοποιητικό βαθμό στοιχεία νεωτερικότητας, έχοντας όμως σαν παράπλευρη απώλεια τον ρυθμό στα πρώτα τρία τέταρτα του έργου. Η αέναη κίνηση στη σκηνή και το συνεχές ανοιγοκλείσιμο των πορτών του σκηνικού δεν το πετυχαίνουν. Όταν, τελικά, ξεκαθαρίζεται η φύση του έργου, τα πάντα, παίρνουν το δρόμο τους και η σκηνοθεσία απελευθερώνεται.  Έξοχος ο Ξάφης στο ρόλο του τρελού (που τα ‘χει τετρακόσια -αγαπημένη πολιτική θεώρηση του συγγραφέα, θυμίζω το βασιλιά Ληρ) πολύ καλός ο Λούλης στον μπλαζέ ερωτοχτυπημένο κόμη, καθώς και η Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου στη νευρωτική αρχόντισσα που αρνείται τον έρωτά του, ομοίως και ο Καραθάνος στο ρόλο του μωροφιλόδοξου μπάτλερ και στην πιο ξεκαρδιστική σκηνή του έργου. Καταπληκτικός, επίσης, και ο νεαρός Τοκάκης που είναι ο μόνος αυθεντικός κωμικός του καστ –γι ‘αυτό, άλλωστε, και ενσαρκώνει τη μοναδική καρικατούρα– παίζει με το σώμα και τις εκφράσεις του προσώπου του και ο οποίος -αν αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο και εμπλουτίσει το παίξιμό του με στοιχεία αυτοσχεδιασμού- έχει πολύ μέλλον. Η Παππά, αν και φιλότιμη, δεν πείθει, ενώ οι υπόλοιποι υπηρετούν σωστά το ρόλο τους. Η μουσική καταπληκτική, τα δε σκηνικά χωρίς φαντασία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!