Η στρατιωτική μηχανή δεν είναι πλέον αρκετή για κυριαρχία. Του Ramzy Baroud

Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στις 15 Μαΐου, ο Αμερικανός ιστορικός και κοινωνικός επιστήμονας Εμάνουελ Βαλερστάιν έγραφε: «Τίποτα δεν δείχνει πιο παραστατικά τους περιορισμούς ισχύος της Δύσης, από τις εσωτερικές αντιθέσεις στις κυρίαρχες ελίτ στις ΗΠΑ και στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία».
Το πολιτικό και στρατιωτικό κενό που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα των αποτυχιών της αμερικανικής πολιτικής μετά τον πόλεμο του Ιράκ, επέτρεψε σε χώρες όπως η Ρωσία να βρεθούν και πάλι στο προσκήνιο ως σημαντικοί «παίκτες». Είναι χαρακτηριστικό πως δύο και πλέον χρόνια από τη συριακή εξέγερση, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να καλύπτουν την ανάμειξή τους στα γεγονότα βοηθώντας μεν τις δυνάμεις που αντιπολιτεύονται το καθεστώς Άσαντ, αλλά συγκαλυμμένα μέσω της Τουρκίας και των συμμάχων τους στον αραβικό κόσμο. Ακόμα και η πολιτική ρητορική που χρησιμοποιούν δείχνει αναποφασιστικότητα και πολλές φορές ασυνέπεια.
Ταυτόχρονα η Ρωσία όχι μόνο παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της αλλά και ισχυροποιεί την παρουσία της, ενώ οι ΗΠΑ στριμώχνονται στη γωνία, δείχνοντας ανικανότητα να αντιδράσουν με κάποιο άλλο τρόπο εκτός από σποραδικές καταδίκες και απλές πολιτικές δηλώσεις, προς μεγάλη απογοήτευση των Αράβων συμμάχων τους. Η πρόσφατη παράδοση εξελιγμένων Ρωσικών πυραύλων στη Συρία και η ενίσχυση του ρωσικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η διοίκηση Ομπάμα καταδίκασε την κίνηση αυτή της Ρωσίας ως «άκαιρη και ατυχή».
Η στάση αυτή των Αμερικανών δεν είναι καινούργια. Πίσω της ξετυλίγεται ένα ιστορικό παράλογης και αιματηρής εξωτερικής πολιτικής. Ανεξάρτητα από το πώς θα αποφασίσουν οι ΗΠΑ να κινηθούν απέναντι στη Συρία είναι πολύ πιθανό ότι δύσκολα θα επανακτήσουν τον, μέχρι πρόσφατα, κυρίαρχο ρόλο τους στην περιοχή.
Η τωρινή αμερικανική πολιτική αδυναμία στη Μέση Ανατολή δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης συνέβαλε στη δημιουργία ενός κόσμου όπου όλος ο πλανήτης βρισκόταν στη σφαίρα επιροής των ΗΠΑ. Η μαζική στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ στο Ιράκ όμως ήταν αντίστοιχη με αυτή ενός κατακτητή που συνοδευόμενος από μία «παρέα» συμμάχων θέλει απλώς να επωφεληθεί από τα «λάφυρα» που άφησε πίσω του το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Οι περιορισμοί της «Αυτοκρατορίας»
Ένα βασικό σφάλμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στη στρατιωτική ισχύ, δηλαδή την ικανότητα να βομβαρδίζει ό,τι βρεθεί μπροστά της. Οι περιορισμοί της αμερικανικής στρατιωτικής ισχύος έγιναν φανεροί τα επόμενα χρόνια. Η «Αυτοκρατορία» δεν μπόρεσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην εδαφική κυριαρχία της –η οποία ούτως ή άλλως αμφισβητήθηκε από τοπικές ομάδες αντίστασης– και την απαιτούμενη πολιτική πρόοδο για να επιτευχθεί μία ελάχιστη «σταθερότητα».
Επιπλέον η οικονομική ύφεση, η υποχώρηση του Ισραήλ και η οδυνηρή ήττα στο Αφγανιστάν υποχρέωσαν τη νέα διοίκηση Ομπάμα να επαναθεωρήσει τις βλέψεις του πρώην προέδρου Μπους για παγκόσμια ηγεμονία. Ακολούθησαν μαζικές περικοπές στις στρατιωτικές δαπάνες. Ταυτόχρονα η ανισορροπία στους παγκόσμιους συσχετισμούς αντισταθμίστηκε, αργά αλλά σταθερά, από την άνοδο της Κίνας ως πιθανού διεκδικητή.
Ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε αυτή τη μεταβατική περίοδο αναθεώρησης της πολιτικής τους φιλοσοφίας, στη Μέση Ανατολή ξέσπασε νέα αναταραχή. Οι επαναστάσεις, οι εμφύλιοι πόλεμοι, η πολιτική αποσταθεροποίηση και οι συγκρούσεις κάθε είδους που τη χαρακτηρίζουν, είχαν αντίκτυπο πολύ πέραν των γεωγραφικών συνόρων της περιοχής.
Η κατάσταση κέντρισε την προσοχή όλων των ενδιαφερόμενων δυνάμεων, παλαιών και αναδυόμενων, που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν τα πολιτικά ρήγματα που δημιουργήθηκαν, να ισχυροποιήσουν τις υπάρχουσες θέσεις τους ή να εξασφαλίσουν νέες ενόψει του «Μεγάλου Παιχνιδιού» που μόλις άρχιζε. Η αποκαλούμενη «Αραβική Άνοιξη» σύντομα εξελίχθηκε στον καταλύτη που επανακαθόρισε τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού σε μία περιοχή που έμοιαζε να αντιδρά στην παραμικρή αλλαγή.
Οι αλλαγές στη Μέση Ανατολή –πολλά υποσχόμενες κάποιες φορές και ιδιαίτερα αιματηρές κάποιες άλλες– συνέβησαν σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία οι ΗΠΑ είχαν εξαναγκαστεί να προχωρήσουν σε επανεκτίμηση των πολιτικο-στρατιωτικών προτεραιοτήτων τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το γεγονός ότι έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην παρουσία τους στον Ειρηνικό Ωκεανό και τη θάλασσα της Κίνας. Μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να ασχοληθούν ξανά με τη Μέση Ανατολή και αυτή τη φορά όχι με κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά ως γεωπολιτικό σύνολο. Μόνο τότε φάνηκαν ξεκάθαρα οι σοβαρές τους αδυναμίες και η έλλειψη επιρροής τους στην περιοχή.

Καταστροφική μανία και τυχοδιωκτισμός
Ίσως η πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσει την πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή αυτή τη στιγμή είναι η χρεοκοπία. Αλαζονικές στρατιωτικές επιχειρήσεις κατάφεραν να καταστρέψουν την περιοχή, χωρίς όμως να δώσουν καμία μακροπρόθεσμη προοπτική. Οι τυχοδιωκτικές πολιτικές τους στηριγμένες στην προσπάθεια εκμετάλλευσης και όχι κατανόησης της πολύπλοκης, ιστορικά και πολιτικά, κατάστασης στη Μέση Ανατολή και η επιμονή τους να θέτουν το Ισραήλ ως πρώτη προτεραιότητα δεν προοιωνίζονται τίποτα θετικό για τα συμφέροντά τους στην περιοχή.
Παρόλα αυτά, αντίθετα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν οι ΗΠΑ ενδυνάμωσαν τη στρατιωτική τους παρουσία και προκάλεσαν αναδιάταξη συσχετισμών σε ολόκληρη την περιοχή, τώρα η κατάσταση εμφανίζει νέα δυναμική που οδηγεί σε μια νέα πραγματικότητα όπου οι ΗΠΑ εμφανίζονται αδύναμες να επηρεάσουν τις εξελίξεις και απλώς επιχειρούν να ελέγξουν τις απώλειές τους.
Ο Εμάνουελ Βαλερστάιν ισχυρίζεται στο άρθρο του ότι «αυτό που επιχειρούν οι ΗΠΑ και η Δυτική Ευρώπη είναι να ελέγξουν την κατάσταση». Και συνεχίζει: «Δεν θα τα καταφέρουν όμως. Έτσι εξηγούνται οι κραυγές των “παρεμβατιστών” και οι κωλυσιεργίες των “συνετών”. Είναι μία κατάσταση στην οποία κανείς δεν κερδίζει ενώ πιο χαμένοι από όλους φαίνεται να είναι οι λαοί της Μέσης Ανατολής».
Αυτό το σενάριο ήττας-ήττας μπορεί να μην καταλήξει σε πλήρη κατάρρευση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στο κοντινό μέλλον, αλλά σίγουρα θα επιτρέψει σε άλλους παίκτες –όπως η Ρωσία για παράδειγμα– να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη. Το πιθανότερο είναι ότι αυτό θα υποχρεώσει τις ΗΠΑ να αναθεωρήσουν την τακτική τους παρά τις κλιμακούμενες αντιδράσεις των νεοσυντηρητικών και του Ισραηλινού λόμπι.

* Ο Ramzy Baroud (ramzybaroud.net) είναι διεθνούς εμβέλειας αρθρογράφος και εκδότης του PalestineChronicle.com. Έχει εκδώσει έργα που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!