Του Παντελή Ραδίση*
Συμπληρώνεται σχεδόν ένας χρόνος από την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ. Η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, η αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού και η εισοδηματική αναδιάταξη, προς όφελος των ξένων και εγχώριων τραπεζικών ελίτ, πραγματοποιείται με τρομακτική ταχύτητα. Ο φόβος και η ανασφάλεια είναι τα βασικά στοιχεία που έχουν εισέλθει βίαια στις ζωές των ανθρώπων. Η αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού καλλιεργείται στη βάση ενός κοινωνικού αυτοματισμού, ο οποίος στρέφει, σε τελευταία ανάλυση, όλους εναντίον όλων.

Η προπαγάνδα της κυβέρνησης και των ιδεολογικών στρατηγείων της ελίτ (βλ. ΜΜΕ, ΕΛΙΑΜΕΠ, καθημερινή, Σκάι κ.λπ.) επιδιώκει τη μετατροπή των συλλογικών αγώνων σε ατομικούς και ως εκ τούτου, εύκολα διαχειρίσιμους και αντιμετωπίσιμους. Στο ατομικό πεδίο της σκέψης των ανθρώπων επιδιώκεται, παράλληλα με το φόβο και την ανασφάλεια, η δημιουργία τύψεων και αναστολών για το ατομικό επίπεδο διαβίωσης.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαία. Οι λαϊκές εξεγέρσεις σε όλη τη γραμμή της Βόρειας Αφρικής, παράλληλα με την επιδιωκόμενη από την υπερδύναμη γεωπολιτική ανακατάταξη στη νοητή γραμμή των πετρελαίων, επαναδιατάσσει τους τοπικούς σχηματισμούς δύναμης. Οι ανακατατάξεις αυτές επηρεάζουν άμεσα τόσο τη χώρα μας όσο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ηγεσία των ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιχειρεί με πρόσχημα την οικονομία της Ελλάδας και των χωρών του Νότου, την εισοδηματική αναδιάταξη σε oλόκληρη την Eυρωζώνη προς όφελος των τραπεζιτών. Η Συνθήκη του Μάαστριχ και η μέσω αυτής ενίσχυση του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η αναδιάρθρωση της παραγωγής στην Ευρώπη στην κατεύθυνση παροχής υπηρεσιών, περνάει σε νέα φάση. Η «κινεζοποίηση» των χωρών του Νότου είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη.
Η Ελλάδα αποτελεί για την Ευρώπη το πρώτο πειραματικό μοντέλο για δύο λόγους: Ο πρώτος αφορά το μέγεθος της χώρας και ο δεύτερος την αποδιάρθρωση-καταστροφή της παραγωγής. Το δημόσιο χρέος αποτελεί το εργαλείο μέσω του οποίου θα πραγματοποιηθεί η μεγαλύτερη αναδιανομή εισοδήματος που έχει συμβεί μέχρι σήμερα στη χώρα. Μέσω της νομοθεσίας (π.χ. απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων, φορολογικά νομοσχέδια) μετατρέπεται το δημόσιο χρέος σε ιδιωτικό, με έναν σαφή στόχο επέμβασης στην κοινωνική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας. Τα διευρυμένα μεσοστρώματα πρέπει, με βάση αυτή την πολιτική, να μειωθούν δραστικά, η ατομική ιδιοκτησία πρέπει επίσης να μειωθεί, με στόχο τη δημιουργία μιας ολιγομελούς ελίτ, η οποία θα κατέχει το σύνολο σχεδόν του πλούτου της χώρας, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του πληθυσμού θα βρίσκεται στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας.

Η… αμήχανη Αριστερά
Οι εξελίξεις τρέχουν πολύ γρήγορα. Η αριστερά παρακολουθεί αμήχανη, στην καλύτερη περίπτωση προβάλλοντας ασθενή άμυνα στην επιχειρούμενη μαζική επίθεση. Οι αλληλοσυγκρουόμενες ομάδες, κόμματα και ρεύματα στο εσωτερικό της, συγκρούονται και επαναδιασπώνται, όχι με βάση τα στοιχεία που θέτει η καινούργια πραγματικότητα, αλλά με βάση τη διατήρηση και μεγέθυνση των «φίλιων» δυνάμεων, στο πλαίσιο ενός παιγνίου εσωτερικού αγώνα, ο οποίος όμως δείχνει να μην αφορά το μεγάλο αριθμό των πολιτών. Έτσι, σε κάθε νέα φάση, οι στόχοι που θέτουν τα επιμέρους τμήματα αυτής, είτε είναι πιο υποβαθμισμένοι είτε είναι εκτός πραγματικότητας. Κι αυτό γιατί στη δεδομένη χρονική στιγμή, το θέμα που τίθεται, εξ αντικειμένου, στην ημερήσια διάταξη είναι το θέμα της πολιτικής εξουσίας. Για να διεκδικήσει λοιπόν, η Αριστερά την πολιτική εξουσία, πρέπει να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα: 1) Τη συμμαχία των κοινωνικών στρωμάτων που θα σχηματίσει το μπλοκ εξουσίας, 2) την αναδιάρθρωση της παραγωγής και τα μέσα που θα οδηγήσουν σ’ αυτήν, 3) τους τρόπους άμυνας στην επίθεση που δέχονται οι πολίτες και 4) τις πολιτικές συμμαχίες που απαιτούνται.
Οι πολίτες, παράλληλα με τις κλασικές μεθόδους πάλης (απεργίες, πορείες κ.λπ.), έχουν επιλέξει ως μέθοδο πάλης την πολιτική ανυπακοή και την παθητική αντίσταση. Τα κινήματα του «Δεν πληρώνω» προς το παρόν, αφορούν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και τα διόδια, όμως πολύ γρήγορα θα περάσουν στις υπηρεσίες του κράτους και στα τραπεζικά δάνεια, με αποτέλεσμα να θέτουν σε κίνδυνο το σύνολο των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης και της τραπεζικής-επιχειρηματικής ελίτ της χώρας.
Οι πολίτες έχουν ανοίξει μια διευρυμένη συζήτηση για την αλληλεγγύη και για τα νέα παραγωγικά μοντέλα. Ένας μεγάλος αριθμός οργανώσεων, μη συνδεδεμένος άμεσα ή έμμεσα με τα κόμματα, επιχειρεί να δημιουργήσει δίκτυα αλληλεγγύης, επιχειρεί να δημιουργήσει νέα παραγωγικά μοντέλα, τόσο στον πρωτογενή όσο και στο δευτερογενή τομέα παραγωγής.

Η Σπίθα, οι τάσεις της και οι κίνδυνοι
Το πλαίσιο που έθεσε η ιδρυτική διακήρυξη της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών του Μίκη Θεοδωράκη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένας διανοούμενος της δικής του εμβέλειας επιχειρεί, για πρώτη φορά, να θέσει ένα πλαίσιο ενάντια στις επιλογές του καθεστώτος, οδήγησαν μεγάλο αριθμό πολιτών, στη μεγάλη πλειοψηφία τους κομματικά ανένταχτων, να συμμετέχουν στις διαδικασίες αυτοοργάνωσης.
Σε αυτές διαφάνηκαν δύο τάσεις. Η μία αφορούσε τη δημιουργία κομματικού μηχανισμού με στόχο την εκλογική καταγραφή της δυσαρέσκειας των πολιτών και η άλλη, τη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης και την προσπάθεια ανάπτυξης εναλλακτικών τρόπων παραγωγής. Το οργανωτικό μοντέλο το οποίο, προς στιγμήν, έχει επιβληθεί και το οποίο φυσικά, αναιρεί τις βασικές αρχές της αυτοοργάνωσης, οδηγεί στη δημιουργία ολιγομελών οργανωτικών πυρήνων με γεωγραφικό προσδιορισμό (10 έως 30 πολίτες), χωρίς όμως να υπάρχει σαφές σχέδιο δράσης και με σοβαρό κίνδυνο αυτοί οι πυρήνες να εκπέσουν σε ομάδες εκλογικής καταγραφής. Είναι σαφές ότι η χρησιμότητα του εγχειρήματος συνίσταται στην οργάνωση των δικτύων αλληλεγγύης και της οργάνωσης της πολιτικής ανυπακοής. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ότι είναι πραγματοποιήσιμο με το οργανωτικό μοντέλο που προωθείται, δεδομένου ότι έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα οποιασδήποτε δράσης από αυτήν την οργανωτική δομή. Στην παρούσα φάση, το οργανωτικό είναι και πολιτικό. Μία πολιτική κίνηση αυτής της εμβέλειας, είχε σοβαρές πιθανότητες να βοηθήσει σημαντικά στην οργάνωση παράλληλης εξουσίας των πολιτών, η οποία θα αμφισβητεί το μπλοκ εξουσίας που κυβερνά. Για να συμβεί αυτό, απαιτούνται τα εξής: 1) Πλην του χαρακτηρισμού του διεθνούς περιβάλλοντος και των διεθνών πολιτικών που στρέφονται κατά της πατρίδας, πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς η ελληνική πολιτική ελίτ, η οποία συνεργάζεται με αυτούς, 2) Ο σαφής προσδιορισμός της κοινωνικής συμμαχίας, η οποία θα επιχειρήσει την ανατροπή αυτής της πολιτικής, 3) Η οργάνωση των δικτύων αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών και η οργάνωση πολιτικής ανυπακοής, 4) Η προσπάθεια ενοποίησης όλων των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες είναι διατεθειμένες να αντισταθούν και να ανατρέψουν το καθεστώς.
Σε περίπτωση που τα παραπάνω δεν συμβούν, η δυναμική της κίνησης θα υποχωρήσει, οι δε οργανώσεις που σήμερα δημιουργούνται, θα εκπέσουν σε ανούσιες λέσχες συζητήσεων που θα αφορούν αυτούς που δεν αντιμετωπίζουν βιοτικό πρόβλημα, στην επόμενη περίοδο δηλαδή, σχεδόν κανέναν.

Η ενότητα της Αριστεράς
Καθήκον όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, αυτή την περίοδο, είναι η ενότητα. Το παλιό τραγούδι «το ΕΑΜ μας έσωσε από την πείνα, θα μας σώσει από την σκλαβιά», θέτει τα ζητήματα του άμεσου αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η έννοια του πατριωτισμού επανήλθε στη σκέψη των πολιτών μετά την οικονομική κρίση και είναι σαφής η σύνδεση που υπάρχει μεταξύ πατριωτικού και ταξικού. Διότι, δεν μπορεί να υπάρξει εθνική ανεξαρτησία χωρίς λαϊκή κυριαρχία ούτε λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική ανεξαρτησία.
Η ενότητα, η αλληλεγγύη, η δημιουργία νέων παραγωγικών μοντέλων καθώς και η ενίσχυση και η συνολικοποίηση των κινημάτων πολιτικής ανυπακοής, αποτελούν τις μίνιμουμ προϋποθέσεις για την οργάνωση του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση, τις πολιτικές ελίτ, τις τράπεζες-τοκογλύφους και τους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες.

* O Παντελής Ραδίσης είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, τ. αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!