Του  Κώστα Μελά

Η ιστορική εποχή στην οποία ο Δυτικός άνθρωπος διάγει το βίο του, στο πολιτικό επίπεδο, «μπορεί να ειπωθεί ότι» χαρακτηρίζεται ως α-πολιτική, αντιπολιτική και απαθής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, όμως, ότι το πολιτικόν εξαφανίζεται. Τουναντίον, κατά την άποψή μας, το πολιτικόν ισχυροποιείται και καθίσταται κυρίαρχο, υπακούοντας τα κελεύσματα και τις επιταγές των νικητών αυτής της περιόδου.

Αν «διαβάσουμε» την πολιτική πάλη που διεξ(άγεται)ήχθη τα τελευταία εκατό με εκατό πενήντα χρόνια μεταξύ, αφενός της αστικής τάξης αρχικά, και των μετεξελίξεων της σε διάφορες πολιτικές ελίτ στη συνέχεια και της αντίστοιχης εργατικής τάξης και των αντίστοιχων μετεξελίξεων της αφετέρου, υπό το πρίσμα του σμιτιανού δίπολου εχθρός- φίλος ή της μαρξικής ταξικής πάλης ή της ευρωκομμουνιστικής και σοσιαλδημοκρατικής οπτικής της διεύρυνσης της δημοκρατίας και του δημόσιου νοικοκυριού, ανεπιφύλακτα θα συμπεράνουμε ότι νικητές στην παρούσα φάση (μόνο;) στην πολιτική αντιπαλότητα είναι οι δυνάμεις που ανήκουν στην πρώτη πλευρά. Τώρα ασκούν την πολιτική τους επικυριαρχία επιβάλλοντας τους όρους τους.

Ο βασικός πολιορκητικός κριός των νικητών δεν είναι άλλος από το να επιχειρούν να πείσουν περί του τέλους της πολιτικής, απαξιώνοντάς την στο διηνεκές ή μετατρέποντάς τη σε διαδικασία συζήτησης, επικοινωνίας και συναίνεσης. Δηλαδή, σε μια ουδέτερη διαχειριστική διαδικασία ζητημάτων, άνευ ουσίας και ειδικού βάρους.
Αυτό επιζητούν να εμφανίζεται ως το πολιτικό πρόβλημα. Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που η απεμπόληση του πολιτικού καθίσταται πρακτικά αδύνατη, η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην απεμπόληση της πολιτικής όπως αυτή εκφράζεται στις φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Δύσης και την αντικατάστασή τους από φορείς της πολιτικής που δεν είναι αναγκασμένοι να διαβούν τη στενωπό της λαϊκής βούλησης και επιλογής.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση ριζικής υποτίμησης του παραδοσιακού ρόλου της πολιτικής, ο οποίος επικεντρωνόταν στο χειρισμό της κρατικής εξουσίας στο εσωτερικό των χωρών αλλά και στον τρόπο αντιπροσώπευσης, και ακόμα περισσότερο, της νομιμοποίησης της πολιτικής δύναμης.
Η κατάργηση των ορίων της πολιτικής συνδέεται με την καθιέρωση νέων κέντρων και πεδίων «υποπολιτικής», τα οποία βρίσκονται -πέρα από τους θεσμούς και τις συμβολικές μορφές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας- αφενός στα κέντρα εξουσίας του οικονομικού και του τεχνοεπιστημονικού συστήματος και αφετέρου στα πεδία της αντίστασης και της διαμαρτυρίας των νέων συστημάτων.
«Οι νεοεμφανιζόμενες δομές εξουσίας προδιαγράφουν μια οργάνωση του κόσμου κυριαρχούμενη από νέες ολιγαρχίες, στηριγμένες σε κοινωνικές ομάδες και ελίτ, οι οποίες έχουν αποκτήσει μια ισχύ ελέγχου και λήψεων αποφάσεων έξω από το πλαίσιο πολιτικής και κοινωνικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίηση των εθνικών κρατών. Η δυναμική αυτών των ολιγαρχιών υπακούει σε μια καθαρά κατακτητική λογική, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλούμε για την πρόσφατη ιστορία του κόσμου ως την ιστορία της επιστροφής των κατακτητών, της επιστροφής μορφών ισχύος και κυριαρχίας που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νέες βαρβαρότητες. Η σύγχρονη ιστορική εποχή στηρίζεται σε δομές αυταρχικής επέμβασης οι οποίες δρουν σε παγκόσμια κλίμακα [1]».
Συνεπώς, το Πολιτικό στην ανταγωνιστική του διάσταση ζει και βασιλεύει και οι πολιτικοί ανταγωνισμοί είναι ακόμα μαζί μας. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς, αφού το πολιτικό περιλαμβάνει όλα όσα αφορούν τη ρητή εξουσία η οποία περιλαμβάνει τα ιδιαίτερα όργανά της, τις συγκεκριμένες της λειτουργίες, το νομικό της πλαίσιο.
Ό,τι παρουσιάζεται ως τέλος της πολιτικής ή ως εξαφάνιση του πολιτικού ανταγωνισμού, «είναι αποφθέγματα ενός δημαγωγού εκσυγχρονιστικού τύπου ή ασταθής παρέμβαση ενός παλαιοπώλη της ηθικής». Το ζητούμενο, επομένως, είναι να αντιληφθούμε ότι η Πολιτική είναι πάντοτε παρούσα και απαιτεί συνεχή προσπάθεια και αγώνα.
Οι αριστερές απόψεις (επειδή φορείς αυτών των απόψεων είναι αυτοί που διεκδικούν) είναι αυτές που αποφενακίζουν την παράδοση της συναινετικής προσέγγισης περί δημοκρατίας. Είναι αυτές που αποτελούν στοχασμό πάνω στο Πολιτικό, καθ’ αυτό. Αυτές που διατυπώνουν το αίτημα (επανόδου) της ανταγωνιστικής διάστασης του Πολιτικού. Η βάση της δημοκρατίας, αντίθετα με τη ρασιοναλιστική φιλελεύθερη αισιοδοξία, δεν θεμελιώνεται στο κυνήγι της αρμονίας που υπερβαίνει τον πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά στους αγώνες, τα πάθη και την πάλη ως σύστοιχα της πολιτικής. Σε ό,τι δηλαδή προσπαθεί να απωθήσει η ορθολογική διαβουλευτική παράδοση. Η φύση της πολιτικής είναι συγκρουσιακή. Εμπεριέχει έναν ανεξάλειπτο χαρακτήρα ανταγωνισμού, νιτσεϊκής καταγωγής εγχείρημα, αναγκαίο ωστόσο για την κατανόηση της πολιτικής ως συμπλόκου δικτύου σχέσεων εξουσίας [2]. Σ’ αυτόν τον χώρο παίζεται η δύναμη, η εξουσία, εκφράζονται τα πάθη, οι συγκρούσεις και η κυριαρχία των μεν επί των δε. Η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη του ατόμου αποτελεί ένα datum το οποίο είναι και fatum. Οι μορφές μιας τέτοιας libido dominandi αλλάζουν συνεχώς στη διάρκεια της ιστορίας, η φύση της ποτέ. Στο βαθμό που η βούληση για δύναμη είναι συνώνυμη του ανθρώπου, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει μια κοινωνική υπέρβαση της αλλοτρίωσης που επιβάλλει η βία [3].
Η περιστολή του πολιτικού παράγοντα σε ένα μερικό σύστημα κοινωνιολογικά ισότιμο των άλλων σημαίνει ότι η πολιτική νοείται με την πιο στενή σημασία της λέξης, δηλαδή ταυτίζεται με την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό, η περιοχή δράσης των οποίων πρέπει να ξεχωριστεί και να περιορισθεί όπως και οι περιοχές των άλλων μερικών συστημάτων. Το γεγονός αυτό υποβιβάζει την πολιτική και το πολιτικό στοιχείο. Επίσης, επιχειρείται να κρατηθούν χωριστές οι περιοχές του πολιτικού και του κοινωνικού.
Όμως, στην περίπτωση αυτή, γεννιέται το βασικό ερώτημα που αφορά στη συνοχή της κοινωνίας και στον τρόπο που επιτυγχάνεται. Με τη περιστολή του πολιτικού παράγοντα σε ένα μερικό σύστημα ισότιμο με τα υπόλοιπα το ερώτημα παραμένει αναπάντητο.
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει η προσεκτική μελέτη των ιστορικών και κοινωνιολογικών γεγονότων. Μέσω της μελέτης αυτής διαπιστώνεται ότι η πολιτική είναι το μόνο «μερικό σύστημα» στο οποίο μπορούν να απευθυνθούν αιτήματα και προκλήσεις απ’ όλα τα άλλα συστήματα και το οποίο από τις «ειδικές» απόψεις μπορεί να προεκταθεί μέσα σε όλα τα άλλα. Αυτός ο θεμελιώδης αστερισμός έχει λάβει ανάλογα με την εκάστοτε θεσμική τάξη τις πιο πολυσχιδείς και διαφορετικές μορφές, αλλά χαρακτήριζε όλες τις μέχρι σήμερα πολιτείες. Από το φύλαρχο μέχρι το σύγχρονο κυρίαρχο κοινοβούλιο.

* Ο Κώστας Μελάς είναι πανεπιστημιακός.

(1) Κ. Μελάς. Παγκοσμιοποίηση, Εξάντας 1999.Σελίδα 124.
(2) Ch. Mouffe: Δημοκρατικό παράδοξο, Πόλις 2004.
(3) Κ. Μελάς, Η Σαστισμένη Ευρώπη, Εξάντας 2009.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!