Αρχική διεθνή Η πολεμική μηχανή της CIA

Η πολεμική μηχανή της CIA

Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της μυστικής υπηρεσίας διεξάγουν πλέον πόλεμο σε τρεις χώρες.
Του Gareth Porter.

Όταν ο Ντέιβιντ Πετρέους διάβηκε το κατώφλι της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA), ανέλαβε έναν οργανισμό του οποίου η αποστολή έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια και από συλλογή και ανάλυση πληροφοριών κατέληξε να διεξάγει πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) στο Πακιστάν, στην Υεμένη και τη Σομαλία. Η αλλαγή της CIA δεν ήταν απλώς το επακόλουθο της επέκτασης του πολέμου με τα μη επανδρωμένα σκάφη στο Πακιστάν μέχρι το σημερινό του επίπεδο. Ο διευθυντής της CIA, Μάικλ Χέιντεν, πίεσε σκληρά γι’ αυτή την επέκταση σε μια εποχή που τα πλήγματα μέσω μη επανδρωμένων αεροσκαφών έμοιαζαν ένα αποτυχημένο πείραμα.

Ο λόγος που ο Χέιντεν πίεσε για έναν πιο εκτεταμένο πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, όπως φαίνεται τώρα, είναι ότι είχε ήδη δημιουργήσει μια ολόκληρη γραφειοκρατία εν όψει ενός τέτοιου πολέμου.
Το 2010, ο «πόλεμος με μη επανδρωμένα αεροσκάφη» στο Πακιστάν σκότωσε 1.000 ανθρώπους σε σύγκριση με τους περίπου 2.000, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, που σκοτώθηκαν από τις «νυχτερινές επιδρομές» των ειδικών δυνάμεων (1/9, Washington Post).
Ένας αξιωματούχος της CIA, τα λόγια του οποίου παραθέτει η Post, χαρακτήρισε τη CIA «τρομερή φονική μηχανή», αλλά ταχύτατα αναθεώρησε τη φράση σε «τρομερό επιχειρησιακό εργαλείο».
Η αλλαγή της αποστολής της CIA ανακλάστηκε στη θεαματική διόγκωση του Αντιτρομοκρατικού Κέντρου της (CTC), που από 300 απασχολούμενους τον Σεπτέμβριο του 2001 έφτασε τους 2.000 σήμερα – το 10% του συνολικού προσωπικού.
Ο κλάδος της ανάλυσης πληροφοριών, που ήταν αφιερωμένος αποκλειστικά στην παροχή εκτιμήσεων προς τους πολιτικούς, έχει επηρεαστεί βαθιά. Το ένα τρίτο των απασχολούμενων σ’ αυτόν έχει εμπλακεί εξολοκλήρου ή πρωτίστως στην παροχή υποστήριξης προς τις επιχειρήσεις της CIA (W.P. ό.π.) και τα δύο τρίτα απ’ αυτούς αναλύουν δεδομένα που χρησιμοποιούνται από το προσωπικό του CTC, ώστε να λαμβάνει αποφάσεις για τους στόχους των μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν τα πλήγματα στο Πακιστάν από τα μέσα του 2008. Αλλά η CIA είχε αρχίσει να δημιουργεί τη θεσμική βάση για μια πιο εκτεταμένη στρατιωτική δράση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη πολύ πριν από το 2008.
Οι αποφάσεις της CIA σ’ αυτόν τον τομέα σχετίζονται με το ότι η χρήση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών ξεκίνησε με πολύ αρνητικά στοιχεία. Στα τέσσερα χρόνια 2004-2007, έγιναν μόνο 12 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο Πακιστάν, που υποτίθεται ότι σκοπό είχαν να ταυτοποιήσουν σημαντικούς στόχους της Αλ-Κάιντα και των συνεργατών της.
Η πολιτική της κυβέρνησης του Μπους σχετικά με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Πακιστάν ήταν προσεκτική, επειδή ο πρόεδρος της χώρας, στρατηγός Περβέζ Μουσάραφ, θεωρούνταν αξιόπιστος σύμμαχος και η αμερικανική κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να προχωρήσει σε ενέργειες που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν το καθεστώς του. Αυτή η πολιτική επέβαλε περιορισμούς στην επιλογή των στόχων της CIA. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη χρησιμοποιούνταν εναντίον μόνο «πολύ σημαντικών» αξιωματούχων της Αλ-Κάιντα και συνεργατών τους, και η CIA όφειλε να έχει στοιχεία ότι δεν θα σκοτώνονταν άμαχοι.
Ωστόσο, παρά τις απαγορεύσεις επιθέσεων που ενδεχομένως θα σκότωναν αμάχους, οι 12 επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη σκότωσαν τρεις ανθρώπους της Αλ Κάιντα ή Πακιστανούς Ταλιμπάν και 121 πολίτες, όπως έχει αναφερθεί σε προσεκτικές αναλύσεις των ΜΜΕ.
Μία μόνο επίθεση σε θρησκευτικό σχολείο, τον Οκτώβριο του 2006, σκότωσε 80 μαθητές, δηλαδή προκάλεσε τα δύο τρίτα των απωλειών αμάχων.

Το ιστορικό ενός «μυστικού» πολέμου
Παρ’ όλα αυτά, η CIA ταχύτατα άρχισε να καταρτίζει ένα μεγάλο πρόγραμμα πολεμικών επιχειρήσεων με τη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών, και το 2005 είχε διαμορφώσει το ανάλογο επαγγελματικό προσωπικό αναλυτών, όπως αποκάλυψε το σχετικό άρθρο της Washington Post. Αυτό σήμαινε ότι οι αναλυτές που επέλεξε να εξειδικεύσει στην επιλογή στόχων για τις επιχειρήσεις με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη είχαν λάβει την υπόσχεση ότι θα διατηρούσαν την ειδικότητά τους και θα προάγονταν σ’ αυτή. Που με τη σειρά του σημαίνει ότι η CIA είχε δημιουργήσει προσωπικό ανάλογο με την προσδοκία της ότι οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα αυξάνονταν πολύ πάνω από τρεις το έτος και θα συνεχίζονταν εις το διηνεκές.
Και το 2007, για να εκπληρώσει αυτούς τους στόχους, έπρεπε να πείσει τον Λευκό Οίκο να χαλαρώσει τους περιορισμούς ως προς τη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Ο ρεπόρτερ των New York Times, Ντέιβιντ Σάνγκερ, σε ένα σχετικό βιβλίο με τον τίτλο Η Κληρονομιά, υποστηρίζει ότι ο Χέιντεν άσκησε πιέσεις στον Μπους να άρει τους περιορισμούς ως προς τους στόχους των επιθέσεων των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και ζήτησε να πραγματοποιεί επιθέσεις σε σπίτια ή αυτοκίνητα, με κριτήριο απλώς τη συμπεριφορά που ταίριαζε στον «τρόπο ζωής» των μελών της Αλ-Κάιντα ή άλλων ομάδων.
Τον Ιανουάριο του 2008, ο Μπους άρχισε να μειώνει τους περιορισμούς, όπως ακριβώς επιδίωκε ο Χέιντεν, ως προς τους στόχους, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν πολλές απαιτήσεις. Έτσι, τους πρώτους μήνες του 2008, έγιναν μόνο 4 επιθέσεις. Στα μέσα του 2008, ο διευθυντής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μάικ ΜακΝτόνελ, επέστρεψε από ένα ταξίδι στο Πακιστάν, αποφασισμένος να αποδείξει ότι ο πακιστανικός στρατός υποστήριζε μυστικά τους Ταλιμπάν –ιδίως το δίκτυο Χακάνι- που είχαν αποκτήσει δύναμη στο Αφγανιστάν.
Σύμφωνα με τον Σάνγκερ, αυτή η εκτίμηση του ΜακΝτόνελ καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο από το προσωπικό του και στάλθηκε στον Λευκό Οίκο και σε άλλους ανώτατους αξιωματούχους. Αυτό ώθησε τον Μπους, που επαινούσε τον Μουσάραφ ως πιστό σύμμαχο κατά των Ταλιμπάν, να κάνει κάτι για να δείξει ότι συμπεριφέρεται εξίσου σκληρά στον πακιστανικό στρατό όσο και στους Αφγανούς στασιαστές που εξασφάλιζαν ασφαλή καταφύγια στο βορειοδυτικό Πακιστάν.
Ο Μπους ήθελε τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη να στοχεύουν κυρίως σε Αφγανούς Ταλιμπάν παρά στην Αλ Κάιντα και στους συμμάχους της Πακιστανούς Ταλιμπάν. Και, σύμφωνα με την αφήγηση του Σάνγκερ, ο Μπους κατάργησε όλους τους προϋπάρχοντες περιορισμούς που επέτασσαν τη συλλογή ακριβών πληροφοριών για συγκεκριμένους σημαντικούς στόχους και παροχή διαβεβαιώσεων ότι δεν θα υπήρχαν απώλειες αμάχων.
Χωρίς τους περιορισμούς στο πρόγραμμα των επιθέσεων με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, η CIA αύξησε αμέσως το επίπεδο των επιθέσεων κατά 4-5% ανά μήνα, το δεύτερο εξάμηνο του 2008. Στο βιβλίο του, Οι Πόλεμοι του Ομπάμα, ο Μπομπ Γούντγουορντ (ένας από τους δύο ρεπόρτερ που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ) αφηγείται τις εσωτερικές συζητήσεις των πρώτων εβδομάδων της προεδρίας του Ομπάμα και δείχνει ότι εξαρχής υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ότι θα μπορούσε να ηττηθεί η Αλ Κάιντα.
Όμως, ο Λίον Πανέτα, ο νέος διευθυντής της CIA επί Ομπάμα, ήταν πλήρως ταγμένος στον πόλεμο με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Συνέχιζε να τον παρουσιάζει στο κοινό ως στρατηγική για την καταστροφή της Αλ Κάιντα, παρ’ όλο που γνώριζε ότι η CIA επιτίθεται κυρίως σε Αφγανούς Ταλιμπάν και στους συμμάχους τους και όχι στην Αλ Κάιντα.
Στην πρώτη συνέντευξη Τύπου, που έδωσε ο Πανέτα, στις 25/2/2009, με μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά, είπε ότι η προσπάθεια να αποσταθεροποιηθεί η Αλ Κάιντα και να εξουδετερωθεί η ηγεσία της «ήταν επιτυχής». Υπό τον Πανέτα, οι επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη συνεχίστηκαν στον ίδιο επιταχυνόμενο ρυθμό, και το 2010 είχαν διπλασιαστεί από 53 σε 118.
Πριν από δύο χρόνια, ο νυν διευθυντής της CIA, στρατηγός Πετρέους, εμφανίστηκε κάπως επιφυλακτικός σχετικά με τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στο Πακιστάν, διότι τροφοδοτούσαν τα αντιαμερικανικά αισθήματα στο Πακιστάν. Αυτό υποστήριξε σε μια μυστική εκτίμηση ως διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης, στις 27 Μαΐου του 2009, η οποία διέρρευσε στην Washington Post. Τώρα όμως η προσωπική του άποψη σχετικά με τον πόλεμο μέσω μη επανδρωμένων αεροσκαφών δεν έχει καμιά σημασία, στο βαθμό που τo συμφέρον της CIA να συνεχιστεί αυτός ο πόλεμος είναι τόσο επιτακτικό, ώστε κανένας διευθυντής δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει, επειδή έτσι εκτιμά.

*Από την έκδοση της 6/9/2011 του ηλεκτρονικού περιοδικού Counterpunch

 

Σχόλια

Exit mobile version