Οι μαζικές συγκεντρώσεις, το συνδικαλιστικό κίνημα και η πολιτική αριστερά.Του Ανέστη Ταρπάγκου

Το πρώτο 10ήμερο του Φεβρουαρίου 2012 ήταν το πλέον καθοριστικό για την πορεία του ελληνικού εργατικού συνδικαλισμού, από κάθε άποψη. Τα καταιγιστικά μέτρα που αφορούσαν την ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, τη δραστική μείωση και κατάργηση του κατώτερου εργατικού μισθού, τη συνέχιση της αποψίλωσης των συντάξεων των μισθωτών εργαζομένων κ.λπ. επικυρώθηκαν από την πλειοψηφία των 2/3 της εθνικής αντιπροσωπείας. Απέναντι σ’ αυτά που αντιπροσώπευσαν την κορύφωση του δράματος της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων της τελευταίας διετίας εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής, προβλήθηκε μια στάση αντιπαλότητας από την πλευρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ) στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, και με τη συνέργεια των αριστερών συνδικαλιστικών παρατάξεων που αποτέλεσε ένα άνευ προηγουμένου «φιάσκο».
Συγκεκριμένα προκηρύχθηκαν δύο πανελλαδικές πανεργατικές απεργίες-εξπρές που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «κινητοποιήσεις-οπερέτες», στο βαθμό που προκηρύσσονταν το μεσημέρι της μιας ημέρας για να πραγματοποιηθούν το πρωί της επομένης, χωρίς καμία επίγνωση των εργατικών συνδικάτων και των εργαζομένων, δίχως καμία εκστρατεία ενημέρωσης, προπαγάνδισης, προετοιμασίας και επιχειρηματολογίας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, απέναντι στην τρομοκρατική ιδεολογική χειραγώγηση «αποδοχή του βαρέως τραυματισμού έναντι του άμεσου κοινωνικού θανάτου», «αποδοχή των βαρύτατων θυσιών έναντι της καταστρεπτικής χρεοκοπίας», καμία εναλλακτική επιχειρηματολογία δεν προβλήθηκε με όρους εργατικής λαϊκής μαζικότητας από το θεσμικό συνδικαλιστικό κίνημα. Το αποτέλεσμα ήταν η διοργάνωση των δύο πανελλαδικών απεργιών (24ωρης και 48ωρης) κυριολεκτικά «στο γόνατο», με άμεσο αποτέλεσμα την απουσία της οποιασδήποτε συμμετοχής των εργαζομένων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα της οικονομίας.
Μ’ αυτή την έννοια δεν προβλήθηκε καμία ουσιαστική απεργιακή αντίσταση του εργατικού συνδικαλισμού στα μέτρα που καταργούν πλέον και τον πιο στοιχειώδη λόγο της ύπαρξης και λειτουργίας του. Γιατί, προφανώς, η κατάργηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η εξαφάνιση από το προσκήνιο του κατώτατου μισθού, η αποδοχή της υπερμεγέθους ανεργίας των αμέτρητων πλέον στρατιών ανέργων, της δραστικής περικοπής των συντάξεων κ.ά., στερεί πλέον από τις κάθε μορφής πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες μορφές συλλογικής οργάνωσης των εργαζομένων κάθε λόγο ύπαρξης, αν μη ως «διακοσμητικά όργανα» απλής καταγραφής του κοινωνικού ολοκαυτώματος της μισθωτής εργασίας. Όταν δεν μπορείς να υπερασπισθείς κατά τον πλέον στοιχειώδη, μαζικό και αποτελεσματικό τρόπο αυτούς τους θεσμούς, τότε παύεις κι εσύ ο ίδιος να ανταποκρίνεσαι στον στοιχειακό σου ρόλο ως εργατικός συνδικαλιστικός θεσμός.

Μια επίμονη κινηματική δυναμική στο προσκήνιο
Δεν ήταν, τελικά, παρά το ευρύτατο λαϊκό κίνημα των μαζικών συγκεντρώσεων στο Σύνταγμα, στην Αριστοτέλους και στις κεντρικές πλατείες των επαρχιακών πόλεων, που πέρα από αυτή την καταφανή χρεοκοπία του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και την περιορισμένη πολιτική εμβέλεια των αριστερών κομμάτων, έσωσε την τιμή της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού, της νεολαίας, των ανέργων, των αυτοαπασχολουμένων, των συνταξιούχων. Αυτή η σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητη λαϊκή δυναμική, όπως άλλωστε είχε συμβεί με το κίνημα των πλατειών του καλοκαιριού 2011, ξεπέρασε τόσο την απώλεια της τιμής του συνδικαλιστικού κινήματος (υπό την καταλυτική επιρροή του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού), όσο και την αμφισημία των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, που από τη μια πλευρά ήταν αναγκασμένοι να υιοθετούν την κατεύθυνση του «παλλαϊκού ξεσηκωμού», και από την άλλη πλευρά να συνεχίζουν να κατατρύχονται από το ισχυρότατο σύνδρομο του «εκλογικισμού».
Προβάλλεται, βέβαια, το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι υποχώρησαν κάτω από το βάρος της ιδεολογικής τρομοκρατίας της χρεοκοπίας (με τα γελοία επιχειρήματα περί του δελτίου στα τρόφιμα ή της έλλειψης φαρμάκων κ.λπ.), ότι έχουν γονατίσει κάτω από την παραλυτική πίεση της ανεργίας, ότι έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά την πορεία της σταδιακής τους εξόντωσης κ.λπ. Όσο κι αν αυτά τα επιχειρήματα έχουν τη σχετική τους αληθοφάνεια, εντούτοις η πορεία του αγωνιστικού λαϊκού και εργατικού κινήματος της τελευταίας διετίας καταμαρτυρεί τα εντελώς αντίστροφα: Από το σύνολο των πολυπληθών πανεργατικών απεργιών που πραγματοποιήθηκαν, τέσσερεις τουλάχιστον (όπως του Μαΐου 2010 και του Οκτωβρίου 2011) είχαν ευρύτατα μαζικά χαρακτηριστικά εργατικής συμμετοχής σ’ όλους τους κλάδους παραγωγής και υπηρεσιών απειλώντας ευθέως την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. * Το κίνημα στις πλατείες και ιδιαίτερα αυτό της Πλατείας Συντάγματος κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες όλων των λαϊκών κατηγοριών και συγκλόνισε συθέμελα το αστικό πολιτικό σύστημα. * Το λαϊκό ξέσπασμα της 28ης Οκτωβρίου έδωσε διέξοδο έκφρασης της συσωρευμένης αγανάκτησης και οργής και επέφερε την πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που αντικαταστάθηκε πραξικοπηματικά και αντισυνταγματικά από το «κόμμα του μνημονιακού μονοδρόμου» (Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ).
Κατά συνέπεια, η λαϊκή αντιμνημονιακή δυναμική έδωσε την ισχυρή της παρουσία σ’ όλα τα επίπεδα της μάχιμης αντιπολίτευσης απέναντι στις επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης, των μνημονιακών κυβερνήσεων της ιδεολογικής τρομοκρατίας, των οργάνων των υπερεθνικών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και πολιτικών, των εκπροσώπων του ελληνικού και ευρωπαϊκού τραπεζιτικού κεφαλαίου. Γιατί, άραγε, τώρα, στην κορύφωση αυτής της σημερινής ιστορικής ταξικής, δημοκρατικής και εθνικής αντιπαράθεσης, ανάμεσα στα συμφέροντα του «έθνους των εργαζομένων» και της «πατρίδας του κεφαλαίου» (ελληνικής, ευρωπαϊκής, παγκόσμιας), εμφανίστηκε αυτή η αμηχανία, το μούδιασμα, η αδράνεια ;

Η λαϊκή δυναμική απέναντι στον υποκειμενικό παράγοντα
Οι αιτίες που απέτρεψαν τη σημερινή αποτελεσματικότητα του κινήματος έχουν να κάνουν με τη βαθιά ανεπάρκεια των υποκειμενικών παραγόντων της Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το εργατικό κίνημα, παρ’ όλο που πραγματοποίησε μεγαλειώδεις πανελλαδικές απεργίες, εντούτοις εξαιτίας της καταλυτικής κυριαρχίας του εργοδοτικού συνδικαλισμού του «κοινωνικού εταιρισμού», εκφυλίστηκε σε κίνημα «διαμαρτυρίας» αντί ενός εργατικού κινήματος με απεργιακή κλιμάκωση, επιμονή και επίτευξη αποτελεσματικότητας. Άλλωστε, οι εμφανιζόμενες «πλειοψηφίες» σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο δεν είναι το αποτέλεσμα ταξικών εργατικών εκπροσωπήσεων, αλλά το προϊόν εκατοντάδων χιλιάδων «ρουσφετολογικών και πελατειακών» διορισμών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. στις τέσσερεις τελευταίες 10ετίες.
Από την άλλη πλευρά, και ενώ η λαϊκή κινηματική έξαρση βρίσκονταν στο ζενίθ στην καρδιά του περασμένου καλοκαιριού, οι δύο αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ), υιοθέτησαν την πολιτική λογική της «εκλογικής δημοκρατικής διεξόδου», παρατείνοντας επί ένα πολύμηνο διάστημα έναν συστηματικό εκλογικισμό, χωρίς βέβαια να παραλείπουν να κάνουν και αναφορές στη «λαϊκή εξέγερση», τουλάχιστον για να καλύψουν τα νώτα τους από την πλευρά των λαϊκών κινηματικών πιέσεων. Αυτός ο προσανατολισμός λειτούργησε, και συνεχίζει να επενεργεί απονευρωτικά στη λαϊκή κινηματική δυναμική, με αποτέλεσμα να καθιστά τον κόσμο της Αριστεράς και του αγωνιστικού εργατικού συνδικαλισμού «θεατή» των κοινοβουλευτικών τεκταινομένων.
Τέλος, η ίδια η επιχειρηματολογία του αριστερού κινήματος που αδυνατεί να απαντήσει πειστικά, κατηγορηματικά και αταλάντευτα στην αστική επιχειρηματολογία και στην ιδεολογική τρομοκράτηση των τηλεοπτικών ΜΜΕ. Ένα και μόνον παράδειγμα, αυτό που αφορά τις πληρωμές στους δανειστές και το δημόσιο χρέος είναι επαρκές απ’ αυτή την άποψη. Έτσι, από τη μια πλευρά και σε αντίθεση με την πολιτική γραμμή και τις πολιτικές αποφάσεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, προβάλλεται η κατεύθυνση της «τριετούς αναστολής πληρωμών», προκειμένου να πάρει «αναπτυξιακή ανάσα» η ελληνική οικονομία και μετά -προφανώς- η επανέναρξη των πληρωμών, έναντι της καθαρής στάσης της παύσης πληρωμών και της άμεσης διαγραφής του επαχθούς χρέους. Και από την άλλη πλευρά της παραδοσιακής Αριστεράς, αυτός ο στόχος (παύση πληρωμών-διαγραφή χρέους) προβάλλεται ως επακόλουθο της «κατάργησης της εξουσίας των μονοπωλίων», δηλαδή κυριολεκτικά το «κάρο μπροστά από το άλογο».

Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης
και του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!