Καλημέρα πελάτες μου, συντρόφια του Δρόμου. Έφυγαν που λέτε οι 300 μετανάστες, τους αποχαιρετίσαμε με φιλιά και ευχαριστίες, κάτι τσίμπησαν και οι Έλληνες εργάτες (ΙΚΑ, ένσημα και αξιοπρέπεια) από τον αγώνα τους!

Τώρα ο κυρ-Ανδρέας (Λοβέρδος) θέλει να στείλει το λογαριασμό (νοσηλεία) κάπου; Λοιπόν, κλαψιάρη κατοχικέ υπουργέ, το λογαριασμό να τον στείλεις στους Τσουκάτους, Άκηδες, αρ-Πάχτες, στην Ιπποκράτους, στη Συγγρού, στα 600 δισ. που έχουν οι κλέφτες σας στην Ελβετία, στον Παναγόπουλο και στα μούτρα σας! Κα μην τολμήσετε και ξαναπροσφέρετε ξαναζεσταμένη σούπα (όπως προχθές, με τους λαγούς και τα κουνέλια), από την κουζίνα της Βουλής και του συστήματος στους πελάτες μου, γιατί θα την πετάξουμε όπως τον φιδέ οι αλληλέγγυες (να σας φιλήσω κορίτσια) στα μούτρα σας! Γκέγκε;
Το ακούσατε τι είπε ο Λαφοντέν, εξεγερθείτε, έτσι μπράβο! Και πιστεύω να τον ενημερώσατε ότι, για να καθίσει η Αριστερά στο Σύνταγμα, θέλει απόφαση της συνόδου της Ευρωπαϊκής Αριστεράς!
Τις προάλλες το ταξί έμεινε από ρεύμα. Παίρνω λοιπόν τον ιδιοκτήτη και τι μου λέει: «Προσπάθησε να το επανεκκινήσεις Γιάννη». Ε, λοιπόν όσες επανεκκινήσεις και να του έδωσα το ταξί ακίνητο! Κάτι μου θυμίζει αυτό συντρόφια (Σύριζα)! Και κλείνω με την ρήση του αριστοφανικού Θύμιου Καρακατσάνη: «οι καινούργιες σελίδες της ιστορίας, θέλουν λευκές σελίδες για να γραφούν». Όσοι το κατάλαβαν, το κατάλαβαν.
Πάμε τώρα να συναντήσουμε την κυρία Βούλα! Η μαυροντυμένη κυρία στέκει στη στάση της Δαβάκη με την ανθοδέσμη στα χέρια, ξαφνικά με καλεί «ταξί». «Ορίστε». «Πάμε βρε αγόρι μου μέχρι τα νεκροταφεία, γιατί αν περιμένω λεωφορείο θα χάσω την κηδεία. Που είναι τα παλιά καλά χρόνια»; μονολογεί. «Τι γινότανε αυτά τα καλά χρόνια», ρωτάω. «Πρώτα και κύρια, δεν γινότανε αυτό το χάλι στους δρόμους, στη Δαβάκη δεν περνάς από τα παρκαρισμένα» (τ’ ακούτε κύριε δήμαρχε;). «Ο πατέρας μου ήταν τραμβαγέρης». «Τι ήταν κυρία Βούλα»; ρωτάω έκπληκτος. «Παιδί μου οδηγός του τραμ, δεν τα έζησες τα τραμ»; «Συγνώμη κυρία Βούλα μοιάζω για καμιά εβδομηνταριά χρονών;» και ξεσπώ στα γέλια. «Που λες, ο πατέρας μου ήταν οδηγός τραμ, με την ωραία του στολή και τον αριθμό στο πλάι, έστεκε οκτώ ώρες όρθιος και το τραμ πάντα στην ώρα του. Καμιά φορά, σαλτάρανε οι μάγκες πίσω του, τζάμπα» (κάτι μου θυμίζουν οι «τζαμπατζήδες» κύριε Ρέππα)! «Που λες εμείς κύριε ταξιτζή, είμαστε πρόσφυγες από την Πριγκηπόνησο, διωγμένοι το ’56 από τους Τούρκους. Και εδώ, όταν ήρθαμε μας έλεγαν τουρκόσπορους». «Να πάτε πίσω» φώναζαν οι ντόπιοι. «Παντού διωγμένοι» λέω. Όταν κάποτε, πήγα ταξίδι πίσω, ο Τούρκος δήμαρχος μου λέει : «Κυρία Βούλα να έρχεστε πιο συχνά». Και εγώ τον είπα «αφού μας διώξατε, τώρα ζητάτε να ερχόμαστε διακοπές, να σας αφήνουμε τα φράγκα μας; Όχι να μείνετε μαγκούφηδες. Εμείς βρε, είχαμε κουλτούρα, πολιτισμό, εμπόριο, εσείς να δούμε τι θα φτιάξετε». «Έχετε δίκιο κυρία Βούλα» μου είπε «και από τότε δεν ξαναπάτησα στην Πρίγκηπο. Ο άντρας μου, που ήταν και αυτός πρόσφυγας από το Αϊβαλί, ήταν μεγάλος μάστορας στο χυτήριό του. Είχε δεκαπέντε άτομα στην δούλεψή του, και όταν ερχόταν το Σάββατο, πρώτα πλήρωνε το προσωπικό και ό,τι έμενε, για αυτόν. Καμιά φορά μου έλεγε «Βούλα δεν έμειναν χρήματα για μας. Και τότε εγώ, έβγαζα από το σεντούκι μου χρήματα και ψωνίζαμε. Αφού να φανταστείς, είχαμε και χρυσά πεντόλιρα». «Μπράβο κυρία Βούλα». «Τα βλέπεις αυτά τα τρία τριαντάφυλλα, είναι για εκείνον και τα υπόλοιπα άνθη για την κηδεία. Είκοσι έξι χρόνια λείπει και όμως δεν τον ξεχνάμε». «Λοιπόν κυρία Βούλα, είσαι από τις πιο τρυφερές πελάτισσες του ταξιτζή, γι’ αυτό θα σε γράψω στην διπλή ταρίφα του Δρόμου». «Εσύ μπρε είσαι ο ταρίφας» μου λέει και με αποχαιρετά με ευχαρίστηση.

Φιλάκια πολλά,
Ο Ταξιτζής του Δρόμου της Αριστεράς

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!