Αρχική περίπτερο ιδεών Η καταστροφή της πόλης και ο θάνατος του εμποράκου!

Η καταστροφή της πόλης και ο θάνατος του εμποράκου!

Εάν θέλεις να μειώσεις την εγκληματικότητα σε ένα υποβαθμισμένο δρόμο, το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να τον φωτίσεις, να τον γεμίσεις με κολώνες φωτισμού.

Αυτό δεν είναι νέο. Το θυμάμαι από το πρώτο έτος της Νομικής, στην Εγκληματολογία. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά η σημασία του παραμένει αμείωτη, αρκεί να το θέσεις μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης εποχής. Ένας από τους λόγους που δεν είχαμε μεγάλη εγκληματικότητα στην Αθήνα όπου μαζεύονταν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους άντεχαν οι υποδομές και οι προδιαγραφές της, ήταν ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκε η οικονομική ζωή στην πόλη.
Κοινωνίες με τόσους πολλούς ανθρώπους στοιβαγμένους σε πολυώροφα κτήρια, που είναι άγνωστοι μεταξύ τους, οικονομικά άνισοι, αλλά και πολιτισμικά διαφορετικοί, αποτελούν εύφορο έδαφος για να αναπτυχθεί η εγκληματικότητα. Το ότι δεν αναπτύχθηκε οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αλλά με την εμπειρία μου, ως πολίτης που μεγάλωσα μαζί με την πόλη, εκτιμώ ότι ένας από τους σοβαρότερους είναι ότι η πόλη κατακυριεύτηκε εξ αρχής από το λιανικό εμπόριο, από τα μικροκαταστήματα και τις μικροβιοτεχνίες που στην κυριολεξία πλημμύρισαν όχι μόνο τις κεντρικές λεωφόρους, αλλά κάθε πλατεία και κάθε στενό, ακόμα και τα πιο μικρά και αδιέξοδα. Τα καταστήματα απλωμένα παντού, το ένα ανεξάρτητο από το άλλο, αλλά και μέρος ενός συνόλου, δεν ήταν περιορισμένα σε κάποιο εμπορικό γκέτο. Κάτω από κάθε πολυκατοικία ήταν αρμονικά ενταγμένα στον κοινωνικό ιστό, τον οποίο συνδιαμόρφωναν. Οι πελάτες ήταν γείτονες, γνωστοί, φίλοι. Οι αποπάνω, οι αποκάτω και οι αποδίπλα. Μ’ αυτό τον τρόπο, κάθε οικοδομικό τετράγωνο είχε τη δική του ζωή, με πληρότητα και αυτάρκεια. Οι άνθρωποι, ακόμα κι αν δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, διασυνδέονταν μέσα από τα καταστήματα που ψώνιζαν, είχαν συνδετικό κρίκο το κατάστημα και τον καταστηματάρχη ο οποίος είχε μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα της περιοχής του και των κατοίκων της.
Ο πατέρας μου που είχε μαγαζί στην οδό Λευκωσίας, στην πλατεία Αμερικής, ήξερε τους πάντες και συχνά μετέφερε χαιρετισμούς και μηνύματα τους ενός προς τον άλλον. Επίσης, καθώς παρέμεναν ανοιχτά από το πρωί της Δευτέρας μέχρι το βράδυ του Σαββάτου, τα μαγαζιά έδιναν ολοήμερη ζωή στη γειτονιά, φώτιζαν τους δρόμους από τη στιγμή που σκοτείνιαζε και γενικά τόνωναν την κίνηση όλες τις ώρες που ο κόσμος πηγαινοερχόταν για ψώνια ή από και προς τους χώρους εργασίας. Μάλιστα, η κανονικότητα αυτή συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα, ή και αργότερα, επειδή υπήρχαν κάποια μαγαζιά που έμεναν πιο πολλές ώρες ανοιχτά, όπως περίπτερα, γαλακτοπωλεία (η περίφημη “Έβγα”), ψιλικατζίδικα, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες, σινεμά και καφενεία, που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε γειτονιά. Ψυχή της πόλης ήταν τα καταστήματα λιανικού εμπορίου και αναψυχής πάσης φύσεως. Κι αυτή η ζωντανή ψυχή περιόριζε τις συνθήκες που γεννούν την εγκληματικότητα.

Ξήλωσαν την πόλη κλωστή-κλωστή
Σταδιακά, άρχισε το ξήλωμα των οικογενειακών μαγαζιών ως αποτέλεσμα των πολιτικών που επέλεγαν οι κυβερνήσεις και η άρχουσα τάξη. Το κατάστημα του πατέρα μου έκλεισε όταν άνοιξε ο πρώτος Μαρινόπουλος. Μαζί με όλα τα συναφή καταστήματα τροφίμων, υαλικών κ.λπ.
Κι αυτή η πολιτική σταδιακού ξηλώματος συνδέεται με την υποβάθμιση των όρων διαβίωσης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Γιατί, ποτέ η πολιτική σε επίπεδο χώρας ή πόλης δεν καθορίστηκε με βάση το δημόσιο συμφέρον. Πάντα καθοριζόταν με βάση το συμφέρον της ολιγαρχίας που αδιαφορεί για το κοινωνικό κόστος και των ξένων μητροπολιτικών κέντρων που αντιμετωπίζουν την Ελλάδα σαν τριτοκοκοσμική αποικία που αποκολλήθηκε από τη βόρεια Αφρική. Για την κοινωνία άφηναν ό,τι περίσσευε κι ό,τι ήταν επαρκές για τη χειραγώγησή της.
Ποτέ δεν εκπονήθηκε οποιαδήποτε σοβαρή μελέτη από την άρχουσα τάξη για τις επιπτώσεις στην κοινωνία των πολιτικών και οικονομικών επιλογών που εφαρμόζονταν στην πόλη. Κάθε φωνή που επισήμαινε τις αστοχίες και τις βλάβες, συχνά ανήκεστες, που προκαλούσαν αυτές οι επιλογές, φιμωνόταν.
Απ’ όπου και να πιάσεις αυτή την πολιτική λερώνεσαι. Έδιωξαν τα πανεπιστήμια από το κέντρο, για να φτιάξουν ένα άψυχο και άχαρο τσιμεντένιο γκέτο που το ονόμασαν «πανεπιστημιούπολη». Ατόνισαν τη ζωή στο κέντρο, όπου βρίσκονται εκατοντάδες βιβλιοπωλεία, οίκοι μουσικής, κινηματογράφοι, θέατρα κ.λπ. χωρίς να προσθέσουν τίποτα στις περιοχές γύρω από την «πανεπιστημιούπολη» που ήταν ήδη κορεσμένες πληθυσμιακά, με μοναδική συνέπεια να εκτοξευθούν στα ύψη τα ενοίκια των διαμερισμάτων που πληρώνονται από εργαζόμενους γονείς.
Επίσης, ξεκίνησαν την «αποκέντρωση» των υπουργείων αναστατώνοντας τη ζωή των εργαζομένων σ’ αυτά, χωρίς να προσθέσουν κάτι θετικό στις περιοχές που αυτά μεταφέρθηκαν. Αντιθέτως, μείωσαν ακόμα περισσότερο την κίνηση στα εμπορικά καταστήματα του κέντρου τα οποία ήδη ασφυκτιούσαν από τα εμπορικά κέντρα τα οποία ξεφύτρωναν ανεξελέγκτα παντού. Και η χαριστική βολή ήταν το μνημόνιο που μέσα σε δύο χρόνια έκλεισε εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά, διαλύοντας το «μέσο» νοικοκυριό, δηλαδή τη σπονδυλική στήλη της πόλης.

Μεθοδική εγκατάλειψη
Την πόλη την διέγραψαν πρώτοι οι εργολάβοι που καθοδηγούν και χρηματίζουν τους πολιτικούς. Δεν είχε πια «ψωμί» γι’ αυτούς, άρα και «λάδι» για τους υπουργούς. Έχοντας χτίσει όλα τα οικόπεδα, ακόμα και τα πεζοδρόμια, οι εργολάβοι μετακινήθηκαν στην περιφέρεια. Έτσι, όλες οι κορεσμένες οικοδομικά κεντρικές και λαϊκές συνοικίες εγκαταλείφθηκαν και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στις αδόμητες περιοχές, γύρω-γύρω, όπου έχτιζαν χωρίς ολικό σχέδιο, αλλά με μεγάλα περιθώρια κέρδους.
Αδιάφορες οι κυβερνήσεις, οι υπουργοί και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, για την τύχη των πολιτών της Αθήνας, προώθησαν και επέβαλαν με νόμιμα και παράνομα μέσα την κατάληψη της πόλης από τεράστια εμπορικά συγκροτήματα, παρακλάδια πολυεθνικών εταιριών, τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο της πόλης, που απομύζησαν την πελατεία από τα καταστήματα των συνοικιών και του κέντρου, οδηγώντας τα μαζικά και γρήγορα στο μαρασμό και το κλείσιμο. Πράκτικερ, ΙΚΕΑ, Μολ, Λιντλ, Καρφούρ κ.ά. εξολόθρευσαν -στην κυριολεξία- το παραδοσιακό εμπόριο, μαγαζιά και βιοτεχνίες αντάμα. Χιλιάδες μαγαζιά και εξαρτημένες απ’ αυτά βιοτεχνίες έβαλαν λουκέτο και εκατοντάδες χιλιάδες έμποροι, εμποροϋπάλληλοι και τεχνίτες έμειναν άνεργοι. Τα προϊόντα στα ράφια των πολυεθνικών είναι 80-100% εισαγωγής! Έτσι, όλο το κοινωνικό οικοδόμημα κατέρρευσε, στο όνομα μιας ανάπτυξης που δικαιολογημένα αποδοκιμάζαμε φωνάζοντας ότι είναι στρεβλή και θα οδηγήσει σε διάλυση τον τόπο.

Πόλη τριών ταχυτήτων
Όποιος αξιόλογος πολιτισμός προϋπήρχε ή πήγε να δημιουργηθεί στην πόλη εξαρθρώθηκε. Όχι από μόνος του, αλλά από τις πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης, που χειροτέρευε τις συνθήκες διαβίωσης των «μαζών» και εξασφάλιζε τους καλύτερους όρους για τον εαυτό της.
Όλα τα ωραία κτήρια της Αθήνας που στόλιζαν τις γειτονιές και τις καθιστούσαν ισάξιες με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, κατεδαφίστηκαν. Κατεδαφίστηκαν ή μετατράπηκαν σε σουπερμάρκετ και γκαράζ εκατοντάδες κινηματογράφοι και θέατρα. Χτίστηκαν σχολεία χωρίς αυλές, πνιγμένα μέσα σε πολυκατοικίες, σαν φυλακές ανηλίκων. Ταυτόχρονα, πολλαπλασιάστηκαν τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία στην περιφέρεια για τους πλούσιους, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις και τους απαραίτητους εξοπλισμούς. Οι μικρομεσαίοι στα τσιμέντα χωρίς ίχνος πρασίνου, αιθουσών εκδηλώσεων ή χώρων αθλητισμού. Στις πυκνοκατοικημένες συνοικίες χτίστηκαν ακόμα και τα προαύλια των εκκλησιών! Για να παίξει μπάλα ένα παιδί ή να κάνει ποδήλατο πρέπει να πάει εκδρομή με τον πατέρα του μερικά χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο κατοικίας του.
H Αθήνα βούλιαξε από τις ανισότητες, έγινε μία πόλη τριών ταχυτήτων. Τα εκατομμύρια των καταδικασμένων να ζουν στις μεγάλες, πυκνοκατοικημένες και πλήρως παραμελημένες συνοικίες, όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια, ο Κολωνός ή τα Σεπόλια. Μερικές δεκάδες χιλιάδες, οι «μεσαίοι», στις απομακρυσμένες συνοικίες, με τα νεόδμητα, τα Βριλήσσια ή το Φάληρο, χωρίς κοινωνική ζωή στη γειτονιά, αλλά με περισσότερες ανάσες και ανέσεις. Και, μία τρίτη, της μειοψηφίας των πλουσίων, σε αυστηρά περίκλειστες περιοχές, όπως η Εκάλη, η Δροσιά και η Κηφισιά.
Ο διαχωρισμός και η υποβάθμιση της πόλης δεν έγινε από μόνη της, αλλά συντελέσθηκε μεθοδικά από τα κόμματα εξουσίας προς όφελος της νομενκλατούρας και των νεόπλουτων που έστειλαν τα δισεκατομμύρια τους στο εξωτερικό.
Οι κυβερνώντες επανειλημμένα απέδειξαν ότι είναι ικανοί να καταστρέψουν ένα άλσος, να κόψουν τα δέντρα, να το πλακοστρώσουν ή να το κάνουν πάρκινγκ, μόνο και μόνο για να πάρουν τη μίζα από τον εργολάβο. Με τέτοια κριτήρια γίνονται τα «έργα», γι’ αυτό μερικά, όπως οι εθνικοί δρόμοι, δεν τελειώνουν ποτέ. Χωρίς άποψη, χωρίς συνολικό σχέδιο, χωρίς να είναι ο πολίτης και ο πολιτισμός στο κέντρο της έγνοιας και του ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό, διορίζονται υπουργοί πολιτισμού και επιλέγονται δήμαρχοι γ΄ κατηγορίας, οι οποίοι μαζί με τους πρωθυπουργούς που εκπροσωπούν τους μεγαλοεργολάβους, «αποξηραίνουν» την πόλη από κάθε ζωτικό της στοιχείο.

Το έγκλημα δεν πέφτει από τον ουρανό
Κλείσιμο μέσα, χειραγώγηση με την τηλεόραση και εγκληματικότητα. Είναι διεθνώς γνωστό ότι καμία αστυνομία δεν μπορεί να πατάξει την εγκληματικότητα εάν δεν αλλάξουν οι όροι και οι συνθήκες που τη γεννούν. Για μία πίτσα και 500 ευρώ πυροβολούν με καλάσνικοφ. Η Αμερική, με την πιο οργανωμένη αστυνομία του κόσμου, τα περισσότερα χρήματα και την ανώτερη τεχνολογία, τις αυστηρότερες ποινές και τις πιο σκληρές φυλακές, παραμένει η χώρα με την ασυγκρίτως μεγαλύτερη εγκληματικότητα στον αναπτυγμένο κόσμο. Αντιθέτως, κοινωνίες με πιο ισόρροπη ανάπτυξη και καλύτερους κοινωνικούς και πολιτισμικούς όρους διαβίωσης, έχουν τους χαμηλότερους δείκτες εγκληματικότητας. Είναι κοινή διαπίστωση ότι η εγκληματικότητα δεν πατάσσεται με περισσότερη καταστολή, αλλά με δικαιότερους, καλύτερους και ωραιότερους όρους ζωής για όλους. Η ανισότητα σκοτώνει!
ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία εφάρμοσαν, όλα τα χρόνια, πολιτικές που κατέστρεψαν τις πόλεις και τη ζωή των κατοίκων τους. Σε πρώτη φάση, κατεδάφισαν κάθε στοιχείο ποιότητας που διέθετε η πόλη και στη συνέχεια διέλυσαν την οικονομική της ζωή οδηγώντας στο λουκέτο εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις. Αυτή η συστηματική καταστροφή έφερε μαρασμό, κοινωνική αποσύνθεση, αυτοκτονίες και εγκληματικότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι άνεργοι μετανάστες εγκαταστάθηκαν στα τμήματα της πόλης που υποβαθμίζονται εδώ και χρόνια, συμβάλλοντας κι αυτοί άθελά τους στην παραπέρα υποβάθμιση. Ούτε ότι οι φτωχές πόρνες και οι φτωχοί ναρκομανείς συνωστίζονται στις λαϊκές συνοικίες και το κέντρο της πόλης και όχι στην Εκάλη ή τη Γλυφάδα. Η ταξική διαστρωμάτωση και η ανισότητα που υπηρέτησαν και επιβάλανε οι φορείς εξουσίας -ΕΡΕ, ΕΚ, χούντα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ- επέφερε και τα αποτελέσματα που βιώνουμε σήμερα.

Εμείς πρέπει να «ξαναχτίσουμε» την πόλη!
Η παγκόσμια, αλλά και η δική μας εμπειρία, λέει κατηγορηματικά ότι κάθε τι που αναζωογονεί τη γειτονιά και την πόλη, φέρνει ευημερία και καταπολεμάει την εγκληματικότητα. Χρειαζόμαστε ανατροπές! Επειγόντως, λοιπόν, αλληλένδετες δράσεις πολιτισμού, παιδείας, εργασίας και εμπορίου. Σινεμά με μπακάλικα, φούρνους με σχολεία, μπουτίκ με αθλητικούς χώρους, βιοτεχνίες με εκκλησίες, όλα μαζί, αδιαίρετα. Αλλιώς, η πόλη των πολλών, των εργαζομένων, θα γίνει ένα τεράστιο γκέτο και θα σαπίζει οικονομικά, πολιτισμικά, ηθικά και κοινωνικά.
Να ανοίξουμε κέντρα έρευνας και μελέτης, να ιδρύσουμε μορφωτικούς, φυσιολατρικούς και αθλητικούς συλλόγους, να δημιουργήσουμε καλλιτεχνικά εργαστήρια και να ενθαρρύνουμε τους πολίτες να πάρουν πρωτοβουλίες σε όλους τους τομείς. Να εξασφαλίσουμε τις μετακινήσεις με ποδήλατο και να αποθαρρύνουμε την αυτοκινητομανία. Να γκρεμιστούν ολόκληρα τετράγωνα για να ανασάνουν οι γειτονιές. Να καθιερώσουμε τοπικές γιορτές και φεστιβάλ γραμμάτων και τεχνών. Να φτιάξουμε δυνατά δίκτυα αλληλεγγύης. Τα σχολεία να γίνουν κέντρα ζωής και να ενταχτούν στον κοινωνικό ιστό, με γήπεδα, βιβλιοθήκες και άλλες κοινόχρηστες δραστηριότητες. Πολυκατοικίες να μετατραπούν σε χώρους εργασίας και δημιουργίας. Να αναδειχτούν τα ωραία κτήρια, νεοκλασικά και μοντέρνα. Να ανοίξουν ξανά τα μαγαζιά, με κίνητρα… Να ξαναφέρουμε τη ζωή πίσω στις γειτονιές μας! Αυτή είναι μια ιερή αποστολή για τους προοδευτικούς και ευαίσθητους ανθρώπους.

Στέλιος Ελληνιάδης

 

Σχόλια

Exit mobile version