Του Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν

Η πολιτική διαχείρισης της κρίσης που υλοποιείται στην Ευρώπη και στην Ελλάδα έχει ως κεντρικό άξονα την εξασφάλιση της κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για να συνεχιστεί η υλοποίηση αυτής της πολιτικής απαιτείται, εκτός από τη στήριξη των τραπεζών με τη δημοσιονομική πολιτική, και η αύξηση της κερδοφορίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου, εκτός των τραπεζών, με ένα μείγμα πολιτικών και πρακτικών.

Τα αλλεπάλληλα μέτρα για τη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, η διεκδίκηση από τους επιχειρηματικούς φορείς νέων φορολογικών μειώσεων, η άρνηση της απόδοσης του ΦΠΑ, αλλά και η ταχεία αύξηση των τιμών στην αγορά, παρά την ύφεση και τα «λουκέτα», είναι τα διάφορα μέτωπα της μάχης που δίνει η εργοδοσία για τη διατήρηση και αύξηση της κερδοφορίας.

Η επιδίωξη της αύξησης των κερδών υπηρετεί, βέβαια, την προσπάθεια των τραπεζών να διατηρήσουν την κερδοφορία και τη ρευστότητά τους παρά την ύφεση και είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της επιθετικότητας των κρατικών πολιτικών απέναντι στην εργασία, που μεταβάλει ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος του κεφαλαίου. Στη στρατηγική επιβίωσης του καπιταλισμού που ενυπάρχει στις κυρίαρχες πολιτικές και επομένως στη λογική του Μνημονίου, η έξοδος από την ύφεση και η ανάκαμψη της οικονομίας (όταν θα έχει αχρηστευθεί μεγάλο μέρος του παραγωγικού δυναμικού) θα εξαρτηθούν σε καθοριστικό βαθμό από το ύψος των κερδών που (θεωρητικά πάντα) θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων και την ενίσχυση της οικονομίας της προσφοράς.
Η σχέση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων με τη συνεχή αύξηση των τιμών δεν είναι βέβαια καινούργια.
Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη παρατηρήθηκε, μόνιμα, στην Ελλάδα ένα υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού, το οποίο οφειλόταν αποδεδειγμένα σε ένα πληθωρισμό κερδών, που είχε οδηγήσει και πριν την κρίση στη διαμόρφωση κατά πολύ αυξημένων απόλυτων τιμών στην ελληνική αγορά σε σχέση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Πρόκειται, βέβαια, για μια συμπεριφορά των ελληνικών επιχειρήσεων που συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στη μείωση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών και επομένως στη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος.
Είναι εκ πρώτης όψεως ακατανόητο το πώς, παρά τη μείωση της ζήτησης, οι τιμές αυξάνονται με ταχύτατους μάλιστα ρυθμούς, καθώς εν μέσω ύφεσης ο πληθωρισμός έφθασε το 5,5% τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί, σε μεγάλο βαθμό, στις επιπτώσεις από την αύξηση του ΦΠΑ (αφορούν γύρω στο 3,9% ,σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες), αλλά και πάλι θα έπρεπε η μείωση της ζήτησης να είχε οδηγήσει σε επιβράδυνση του πληθωρισμού. Η ύπαρξη ολιγοπωλίων και καρτέλ εξηγεί εν μέρει αυτή τη δυναμική (η οικοδομή έχει καταρρεύσει αλλά ορισμένα υλικά είναι κατά ένα διψήφιο ποσοστό ακριβότερα).
Αλλά αυτή η προσπάθεια να αντισταθμιστεί η μείωση των πωλήσεων με αύξηση των τιμών και επομένως να διατηρηθεί η κερδοφορία, αφορά και κλάδους με μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί με την «έλλειψη ανταγωνισμού» ή πόσο μάλλον με τη ύπαρξη συμφωνιών μεταξύ των επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι μικρότερες επιχειρήσεις συμπεριφέρονται και αυτές όπως οι ολιγοπωλιακές και προσπαθούν να διατηρήσουν την πελατεία τους που ανήκει στις υψηλές και μεσαίες κατηγορίες, οι οποίες πλήττονται λιγότερο από τα μέτρα του Μνημονίου. Και η ψυχολογία αυτών των κατηγοριών οδηγεί περισσότερο στο αίσθημα αλληλεγγύης με αυτούς που κερδοσκοπούν και λιγότερο στην αγανάκτηση με την αύξηση των τιμών.
Η στρατηγική του Μνημονίου νομιμοποιεί από τη φύση της τη μεταφορά εισοδήματος από τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες προς τα κέρδη, και από το δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο. Σε αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να υλοποιηθούν πολιτικές που αποσπούν σημαντικούς πόρους από τα ανώτερα εισοδήματα και από τον επιχειρηματικό κόσμο.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν καταπολεμάται πραγματικά η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή, που οι αυξήσεις των έμμεσων φόρων αποδίδουν σε μικρό βαθμό και δεν ελέγχονται κατά κανόνα οι αυξήσεις των τιμών.
Σε αυτό το κλίμα έγινε και η παρέμβαση του ΣΕΒ, σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων, που επιδιώκει να ενώσει τους επιχειρηματικούς φορείς και τον κόσμο των επιχειρήσεων, γύρω από το στόχο της περαιτέρω μεταφοράς πόρων προς τον ιδιωτικό τομέα, σε βάρος των δημοσίων και των κοινωνικών δαπανών.

* Ο Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν είναι οικονομολόγος, επιστημονικός σύμβουλος στο ΙΝΕ-ΓΣΕΕ (withinthemultitude.blogspot.com)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!