Του Παναγιώτη Κουργιώτη.
Ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις πριν και κατά τη διαμόρφωση των αραβικών εθνών κρατών

Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε κάποια αραβικά αστικά κέντρα, είχε ξεκινήσει μια συζήτηση για τη βάση εκείνη επί της οποίας θα οργανώνονταν πολιτικά οι μουσουλμάνοι ως ένα «έθνος». Λίγο αργότερα, η επίδραση της ευρωπαϊκής οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής διείσδυσης και κυρίως τα παιχνίδια της οθωμανικής προπαγάνδας και αργότερα των γερμανών συμμάχων της Αυτοκρατορίας θα γεννούσαν τον Πανισλαμισμό. Επρόκειτο για μια πολιτική φαντασίωση ένωσης των απανταχού μουσουλμάνων και υπεράσπισης του Χαλιφάτου ενάντια στις ξένες δυνάμεις. Το ανύπαρκτο μέχρι τότε «αραβικό έθνος» προσπαθούσε να βρει τη θέση του σε αυτή την θεώρηση των πραγμάτων, με την εμφάνιση φωνών που υπερασπίζονταν το ιστορικό δικαίωμα μεταβίβασης του Χαλιφάτου στους Άραβες από τους Τούρκους, γεγονός που θα τους επέτρεπε να ηγηθούν μιας «αναγέννησης της Ισλαμικής Ούμμα».1  Η συζήτηση περί Χαλιφάτου φούντωσε και λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μετά την κατάργηση του Χαλιφάτου στην Τουρκία, όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις φιλοδοξούσαν να καλύψουν αυτό το θεσμικό κενό πριμοδοτώντας τους προστατευόμενους τους άραβες βασιλείς ως Χαλίφες του Ισλάμ.2  Ωστόσο όλη αυτή η συζήτηση εγκαταλείφθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20 και μόνο η αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα παρέμενε η δύναμη εκείνη η οποία στην εποχή των εθνών-κρατών συνέχιζε να αναφέρεται στην εκδίωξη κάθε ξένου δυνάστη από τα αραβικά και τα μουσουλμανικά εδάφη και στην τελική ένωση όλων των αραβικών και μουσουλμανικών χωρών σε ένα Χαλιφάτο.3
Παράλληλα με αυτές τις ιδέες που ακτινοβολούσαν κυρίως από την Αίγυπτο υπήρξαν και άλλες τάσεις στην Τύνιδα, την Δαμασκό και την Βηρυτό, που επεξεργάστηκαν εθνικές ιδέες πιο γεωγραφικά προσδιορισμένες και σε χαλαρή σύνδεση με την πιο ασαφή «αραβική ή ισλαμική πατρίδα». Κοινός τόπος όλων αυτών των τάσεων ήταν η χρήση των νέων μέσων της εφημερίδας και του περιοδικού. Για πρώτη φορά η κορανική αραβική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για την απόδοση εννοιών όπως το «έθνος», ο «πολίτης», το «σώμα των αντιπροσώπων», η «εθνική ανεξαρτησία» και το «δημόσιο συμφέρον», ενώ οι στήλες του εμβρυακού αραβικού Τύπου φιλοξενούσαν άρθρα με θέμα το μέλλον των μουσουλμανικών κοινωνιών, τη σχέση του Ισλάμ με την Ευρώπη, τη θέση των Αράβων στην διεθνή πολιτική κ.ά.4  Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ακόμα και αν το αραβόφωνο αναγνωστικό κοινό παρέμενε αρκετά μικρό, υπήρχαν εντούτοις διανοούμενοι νέου τύπου που χρησιμοποιούσαν την κλασική αραβική στα γραπτά τους, προσδίδοντας μια αίσθηση ιστορικής συνέχειας μεταξύ των Αράβων του «ένδοξου παρελθόντος» και των Αράβων του καιρού τους. Ειδικά για την Αίγυπτο, ήταν πλέον αυτοί και όχι οι ουλεμάδες (νομομαθείς του ισλαμικού δικαίου) που έκριναν ότι μπορούσαν να μιλήσουν εξ ονόματος των αστικών πληθυσμών, καθώς και των μαζών των αγράμματων φελάχων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου πολιτικού άνδρα υπήρξε ο Σαάντ Ζαγλούλ5,  που ίδρυσε το ιστορικό αιγυπτιακό κόμμα Ουάφντ το 1919. Επιπλέον η όλο και μεγαλύτερη αντικατάσταση των προσδιορισμών θρησκευτικής φόρτισης από αντίστοιχους νεωτερικούς-εθνικούς στους πολιτικούς αγώνες των Αράβων μαρτυρούσε την εξοικείωση των αστικών τμημάτων με τους νέους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, που εισήγαγαν οι αποικιακές διοικήσεις ή οι ελεγχόμενες από τις ξένες δυνάμεις κυβερνήσεις.6
Οι αραβικές αστικές τάξεις με τις ελίτ και τα πολιτικά τους στελέχη σχηματίστηκαν με διαφορετικούς ρυθμούς από περιοχή σε περιοχή. Ακολούθως και η πολιτική δράση διαφοροποιήθηκε αναλόγως του βαθμού εκσυγχρονισμού της πολιτικής ζωής και της βαρύτητας των ξένων συμφερόντων. Στην Αλγερία μέχρι και την δεκαετία του ’40 οι παραδοσιακοί εκπρόσωποι του ντόπιου μουσουλμανικού πληθυσμού ήταν αυτοί που ηγούνταν του αγώνα για την ανεξαρτησία με την «Ένωση των Αλγερινών Ουλεμάδων». Λόγω του τεράστιου αριθμού γάλλων αποίκων στις μεγάλες πόλεις δεν υπήρχε κάποια αραβική αστική τάξη7,  ενώ και οι πολιτικές ελίτ που θα γνώριζε η χώρα μετά την ανεξαρτησία της το 1962 ανδρώθηκαν στα χρόνια του πολέμου, κατά τη διάρκεια της δράσης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου στην ενδοχώρα8,  όπου η γαλλική καταστολή ήταν δυσχερέστερη. Στην Τυνησία το κόμμα Νέο Ντεστούρ (Σύνταγμα) ιδρύθηκε το 1934, αποτελώντας το μόνο εκπρόσωπο της ντόπιας αστικής τάξης στις σχέσεις της με τη διοίκηση του γαλλικού προτεκτοράτου. Στην Αίγυπτο η εθνική αστική τάξη απέκτησε την πολιτική της εκπροσώπηση μέσα στον εθνικιστικό ξεσηκωμό του 1919-1922. Έκτοτε το Ουάφντ και τα υπόλοιπα φιλομοναρχικά κόμματα δραστηριοποιήθηκαν στο πλαίσιο μιας κοινοβουλευτικής μοναρχίας, όπου και διαχειρίζονταν τους όρους της ανεξαρτησίας της χώρας από τους Βρετανούς.9  Μιλάμε βέβαια για μια τυπική ανεξαρτησία που ναι μεν παραχωρήθηκε το 1922 και διευρύνθηκε με τη Συνθήκη του 1936, ωστόσο προέβλεπε τη διατήρηση βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στο Σουέζ και ουσιαστικά επέτρεπε στους Βρετανούς να εμπλέκονται στα πολιτικά πράγματα για ζητήματα που άπτονταν της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Τέτοιου είδους συνθήκες αντανακλούσαν τους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ της ντόπιας αστικής τάξης και των μεγάλων δυνάμεων. Παρόμοια συνθήκη προβλέφθηκε και για το Ιράκ το 1930, όπου οι Βρετανοί στήριξαν μια συμμαχία συμφερόντων μεταξύ της σουνιτικής μειονότητας των πόλεων, παλιών αξιωματικών του οθωμανικού στρατού και της εισαγόμενης δυναστείας των Χασεμιτών, η οποία παρείχε βασιλιάδες και σε ένα άλλο βρετανικό δημιούργημα, την Υπεριορδανία. Αυτές οι ιρακινές ελίτ «φλερτάρανε» στα τέλη της δεκαετίας ’40 με ένα από τα δύο κόμματα της συριακής αστικής τάξης των παραδοσιακών οικογενειών, το Λαϊκό Κόμμα, με διακηρυγμένη τους πρόθεση την ένωση των δύο χωρών προς όφελος των εμπόρων και των γαιοκτημόνων.10  Βέβαια η εμφάνιση αραβικών αστικών τάξεων κατά τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα δεν αποτελούσε ένα γενικό φαινόμενο. Υπήρχαν και αραβικές χώρες σαν τη Σαουδική Αραβία, που ιδρύθηκε το 1932 και τη Λιβύη που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1951, οι οποίες γνώρισαν μια διαφορετική πολιτική εξέλιξη και δεν ευνοήθηκε ούτε η ανάδυση μιας ντόπιας αστικής τάξης, ούτε επιτεύχθηκε η εκπροσώπηση αυτής μέσω πολιτικών κομμάτων.

Αναζητώντας το «αραβικό έθνος» κι απαιτώντας την «πλήρη ανεξαρτησία»: η είσοδος των νεαρών αξιωματικών στην πολιτική
Όλες οι προαναφερθείσες πολιτικές ζυμώσεις δεν διέθεταν κάποιο πραγματικό παναραβικό περιεχόμενο. Επιπλέον προκαλεί ενδιαφέρον πως οι μεταγενέστερες πολιτικές δυνάμεις της ιδεολογίας του Παναραβισμού ή του αραβικού εθνικισμού-σοσιαλισμού στοχοποίησαν τμήματα των αστικών τάξεων των χωρών τους και συγκρούστηκαν με τις πολιτικές τους ελίτ, ακόμα και αν οι τελευταίες διέθεταν πατριωτικές περγαμηνές, μέσω της συμμετοχής τους στους αρχικούς αγώνες για την ανεξαρτησία. Σε πολλές χώρες, αυτές οι νέες δυνάμεις ανέτρεψαν τα ισχύοντα πολιτικά συστήματα, καθώς και τον προσανατολισμό της εξωτερικής τους πολιτικής. Το εσωτερικό και περιφερειακό σκηνικό στήθηκε εκ νέου στη βάση μιας καινούριας επαναστατικής νομιμότητας, η οποία υποσχόταν την ρηξικέλευθη αλλαγή.
Το παναραβικό φαινόμενο δεν έλαβε χώρα παντού ως μια ταυτόχρονη διαδικασία, ωστόσο οι αρχικοί του πόλοι εμφανίστηκαν σχεδόν παράλληλα κατά την δεκαετία ’50. Ήταν ο Νασερισμός στην Αίγυπτο και το κόμμα Μπάαθ στη Συρία. Η μεγαλύτερη ρήξη που επέφεραν αυτές οι δύο τάσεις ήταν, ότι προσέδωσαν ένα διαφορετικό νόημα στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αραβικός κόσμος παρέμενε αποικιοκρατούμενος κυρίως στο βορειοαφρικανικό του τμήμα, η Αίγυπτος είχε ακολουθήσει την δική της ιδιαίτερη πορεία, ενώ στη Μέση Ανατολή τα κράτη που διαδέχτηκαν το σύστημα των Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών βρίσκονταν σε μια κυμαινόμενη κατάσταση εξάρτησης από τις παλιές προστάτιδες δυνάμεις. Αυτό το καθεστώς «ανεξαρτησίας-εξάρτησης» που ίσχυε και για την Αίγυπτο ήταν το τίμημα που κατέβαλαν οι παλιοί πόλοι εξουσίας για την επιβίωσή τους, ενώ αποκτούσε πλέον και μια νέα γεωπολιτική σπουδαιότητα μέσα στο πλαίσιο του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού και της αμερικανικής ανάσχεσης της σοβιετικής επιρροής προς Νότο. Η εικόνα γίνεται ακόμα συνθετότερη αν λάβουμε υπ’ όψιν και τον παράγοντα ισραηλινό κράτος.
Οι νασερικές και μπααθικές τάσεις διέθεταν έναν νέο παναραβικό-εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα επειδή έκριναν ότι η εθνική ανεξαρτησία δεν είχε ακόμα επιτευχθεί. Και πράγματι για τη νασερική εθνικοαπελευθερωτική αφήγηση τόσο το 1923 (παραχώρηση ανεξαρτησίας) όσο και το 1936 (αγγλο-αιγυπτιακή συνθήκη) αποτελούσαν την αρχή μιας νέας αποικιακής περιόδου, κατά την οποία ο «εχθρός» απέκτησε πολλά πρόσωπα. Οι βρετανοί ιμπεριαλιστές ταυτίζονταν με τους εσωτερικούς εχθρούς, δηλαδή τους πασάδες, τους κεφαλαιούχους και τους μεγαλογαιοκτήμονες βουλευτές του Ουάφντ και των φιλομοναρχικών κομμάτων11  και βέβαια με τη δυναστεία του Μουχάμαντ Άλη, τελευταίος βασιλιάς της οποίας ήταν ο Φαρούκ.12  Όπως έγραψε ο ίδιος ο Νάσερ στη Φιλοσοφία της Επανάστασης, αναφερόμενος στην περίοδο των επαφών μεταξύ των μετέπειτα «Ελεύθερων Αξιωματικών» κατά την διάρκεια του Α΄ αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1948: «όταν φέρνω στο μυαλό μου την εμπειρία της Παλαιστίνης, βρίσκω κάτι το περίεργο… πολεμούσαμε στην Παλαιστίνη όμως τα όνειρά μας βρίσκονταν στην Αίγυπτο… οι σφαίρες μας στόχευαν τον εχθρό, όμως οι καρδιές μας βρίσκονταν στην μακρινή πατρίδα μας, την οποία αφήσαμε να προσέχουν οι λύκοι…».13  Το 1952 οι «Ελεύθεροι Αξιωματικοί» ανέτρεψαν τον Φαρούκ και εντός δύο ετών διευθέτησαν το ζήτημα της παραμονής των βρετανών στρατιωτών στο Σουέζ,14 εξαιτίας του οποίου οι παλιές ελίτ κατηγορούνταν για ολιγωρία κι έλλειψη πυγμής. Ο μεγαλύτερος αντιαποικιακός θρίαμβος ωστόσο ήρθε με την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ το 1956, μια πράξη που για τους νεαρούς αξιωματικούς συμβόλιζε όχι μόνο την εθνική απελευθέρωση, αλλά και την καταδίκη της παλαιότερης πολιτικής και κοινωνικής τυραννίας. Η στιγμή αυτή θεωρήθηκε ως έναρξη της πραγματικής αποαποικιοποίησης της Αιγύπτου, η οποία πλέον θα μπορούσε να αποτελέσει μοντέλο εξαγωγής επαναστάσεων και στα υπόλοιπα τμήματα του «αραβικού έθνους» άσχετα αν αυτά τελούσαν υπό πραγματικό αποικιοκρατικό έλεγχο ή αν τους είχε παραχωρηθεί τυπική ανεξαρτησία. Αυτή ήταν η περίπτωση της αιγυπτιακής στρατιωτικής υποστήριξης στους αλγερινούς αντάρτες, που αποτέλεσε και την πρώτη νασερική περιπέτεια εκτός συνόρων. Η νασερική επανάσταση μπορεί να επιβίωσε της κοινής βρετανικής, γαλλικής και ισραηλινής επίθεσης χάρη στην παρέμβαση των δύο υπερδυνάμεων, ωστόσο οι διαμορφωμένες ισορροπίες ισχύος στην ψυχροπολεμική Μέση Ανατολή θα προσπαθούσαν να θέσουν κάποια όρια στην εξάπλωσή της.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή εκείνη την περίοδο ήταν η αδυναμία προσεταιρισμού αυτού του νέου εθνικισμού, λόγω της ενδεχόμενης διαπλοκής του με την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση που σοβούσε. Οι ισραηλινές ομάδες άσκησης πίεσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ, έθεταν ως προϋπόθεση, για τη χορήγηση 5 με 10 εκατομμυρίων δολαρίων σε στρατιωτικό εξοπλισμό στην Αίγυπτο,15  την ταυτόχρονη αναγνώριση του δικαιώματος του Ισραήλ για την λήψη αντίστοιχης βοήθειας ή την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ.16  Οι Αμερικανοί ήταν αντίθετοι και προσπαθούσαν να πείσουν το Ισραήλ, πως έπρεπε να κάνουν μια δελεαστική προσφορά στον εθνικισμό των Αράβων, για να μην γίνει η κερκόπορτα των Σοβιετικών στην ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα η αγωνία των ΗΠΑ να κρατήσουν τον Νάσερ στο άρμα της Δύσης, δημιουργούσε επιπλοκές στις σχέσεις τους με τη στενότερη σύμμαχό τους, την Μ. Βρετανία.  Την ίδια στιγμή που οι ΗΠΑ θεωρούσαν την παροχή πολεμικού υλικού, ως τον θεμέλιο λίθο μιας σχέσης συνεργασίας με το νέο καθεστώς, οι Βρετανοί φοβόντουσαν, πως τα αμερικανικά όπλα θα κατέληγαν στα χέρια των εξτρεμιστών και θα στρέφονταν εναντίον των βρετανών στρατιωτών στο Σουέζ.17  Απ’ την άλλη, δε θα ήταν λογικό να κατηγορηθεί η Δύση για ασυνέπεια και για έλλειψη καλών προθέσεων, αν δεν παρείχε στους στρατιωτικούς τα όπλα που τόσο επιθυμούσαν; Έχοντας χάσει λοιπόν την ευκαιρία της να ελέγξει τον αραβικό εθνικισμό εν τη γενέσει του, η αμερικανική διοίκηση αποφάσισε να δημιουργήσει ένα αραβικό αντίπαλο δέος, υιοθετώντας το δόγμα Αϊζενχάουερ το 1957. Πλέον έκριναν, ότι αφού η εξαγωγή του αραβικού εθνικισμού σήμαινε σχεδόν νομοτελειακά την δημιουργία ερεισμάτων για τη Σοβιετική Ένωση, η οποία σαφώς κι επιθυμούσε να αναδειχθεί σε μεσογειακό παίκτη, τότε και η σταθερότητα των μεταποικιακών μεσανατολικών κρατών θα έπρεπε να εξαρτάται από την παραδοσιακή πολιτική ανάσχεσης των Σοβιετικών. Έτσι λοιπόν αργότερα και η νασερική εμπλοκή στον εμφύλιο της Υεμένης (1962-1967) που οδήγησε στη σύγκρουση της Αιγύπτου με την προστάτιδα των συντηρητικών δυνάμεων Σαουδική Αραβία, ήταν για τις ΗΠΑ μια σύγκρουση μεταξύ φιλο-κομμουνιστών και αντι-κομμουνιστών, ενώ ο Νάσερ πάσχιζε να την παρουσιάσει στο αραβικό κοινό ως μια μάχη μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων του «αραβικού έθνους» και των αντιδραστικών συνεργατών της αποικιοκρατίας.18  Στους τελευταίους συμπεριλαμβανόταν και ο ιορδανός βασιλιάς.
Σε όλα τα αραβικά κράτη όπου επιχειρήθηκε μια νασερική επανάσταση, ενορχηστρωτές της προσπάθειας υπήρξαν νεαροί αξιωματικοί του στρατού, συνήθως χαμηλόβαθμοι και με καταγωγή από ταπεινά κοινωνικά στρώματα. Ας επισημανθεί ότι η στρατιωτική σταδιοδρομία ως λύση για τα μέλη περιθωριοποιημένων κοινωνικών, εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων και η εμπλοκή τους σε απόπειρες κοινωνικό-εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων αποτέλεσε κοινό χαρακτηριστικό πολλών χωρών όχι μόνο του αραβικού, αλλά γενικά του Τρίτου Κόσμου κατά την διάρκεια της αποαποικιοποίησης.19  Στρατιωτικοί οπαδοί του Νασερισμού εκ των οποίων και πολλοί Παλαιστίνιοι προσπάθησαν να κάνουν τις δικές τους επαναστάσεις στο Λίβανο και την Ιορδανία στα τέλη της δεκαετίας ’50, ωστόσο τα σχέδια τους ματαιώθηκαν χάρη στην άμεση αμερικανική παρέμβαση. Από την άλλη βέβαια, οι Ιρακινοί «Ελεύθεροι Αξιωματικοί» ξεκίνησαν τη δική τους αποαποικιοποίηση το 1958, τερματίζοντας τη βασιλεία των αγγλόφιλων Χασεμιτών και αποχωρώντας από το αντι-σοβιετικό Σύμφωνο της Βαγδάτης.
Ωστόσο η μεγαλύτερη επιτυχία του Παναραβισμού υπήρξε η ένωση της Αιγύπτου με τη Συρία το διάστημα 1958-1961. Ακόμα και αν τελικά οι μπααθικοί ήρθαν σε ρήξη με τους νασερικούς, λόγω του υπερβολικού διοικητικού συγκεντρωτισμού που επέβαλε το Κάϊρο, εντούτοις η αιγυπτιακή τεχνογνωσία σε αναπτυξιακά, οικονομικά και διοικητικά θέματα θα αποδεικνυόταν αργότερα ωφέλιμη, όταν θα καταλάμβαναν πραξικοπηματικά την εξουσία το 1963. Πριν την ένωση με την Αίγυπτο και την ακόλουθη εμπειρία των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων (σταδιακή αναδιανομή της γης, επιβολή βαριάς φορολογίας επί του εισοδήματος των κεφαλαιούχων, εθνικοποιήσεις, προώθηση μιας μαζικότερης εθνικής παιδείας), το κόμμα Μπάαθ είχε ήδη κάνει στροφή στα αριστερά όταν ενώθηκε με το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το 1953, ενώ μετά τις εκλογές του 1954 έλεγχε τα κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Οικονομίας, έχοντας καταλάβει το 20% των εδρών της βουλής.20  Επομένως ο «σοσιαλισμός» ήρθε να προστεθεί στο παλαιότερο δίπτυχο της «ενότητας» και της «ελευθερίας» που χαρακτήριζε την ιδεολογία του κόμματος από την ίδρυσή του το 1943.
Οι διαδρομές του Μπααθισμού και του Νασερισμού κατά την περίοδο της αποαποικιοποίησης διασταυρώνονται: αν ο Νάσερ πρόσφερε το μοντέλο επαναστατικής εξαγωγής και την εμπειρία της κρατικής οργάνωσης, οι προγενέστεροί του ιδρυτές του κόμματος Μπάαθ, Μισέλ Άφλακ και Σαλάχ Μπιτάρ επεξεργάστηκαν για πρώτη φορά την έννοια του «αραβικού έθνους». Χριστιανοί οι ίδιοι, αναγνώρισαν το Ισλάμ ως παράγοντα ταυτότητας των Αράβων, αναδεικνύοντας παράλληλα τον κοσμικό χαρακτήρα του αραβικού έθνους, το οποίο θα «αναγεννιόταν» (εξ’ ου και ο όρος Μπάαθ – αναγέννηση στα αραβικά), μέσω της ένωσης των αραβικών χωρών και της σύμπηξης ενός κοινού μετώπου κατά των «ιμπεριαλιστών και των σιωνιστών εντολοδόχων τους στην Παλαιστίνη».21  Η μπααθική ιδεολογία μέσα στο πλαίσιο που αναπτύχθηκε ήταν μια εξέλιξη της σύγχρονης αραβικής διανόησης, ένα σημείο των καιρών αν θέλετε. Σε τελική ανάλυση, όπως και στην Αίγυπτο, αλλά και αλλού, έτσι και στη Συρία ήταν ο στρατός αυτός που αναδείχθηκε σε ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων και φορέα των σύγχρονων, ριζοσπαστικών ιδεολογιών. Ειδικά για την μετά-οθωμανική και μετά-αποικιακή Συρία, υπήρχε μια κραταιά παράδοση συνδικαλισμού των αξιωματικών του στρατού, που προέρχονταν από τις πιο ανίσχυρες ομάδες αυτής της πολυθρησκευτικής κοινωνίας.22  Έτσι εξηγείται βέβαια και το φαινόμενο της μεγάλης διείσδυσης μελών της θρησκευτικής ομάδας των Αλαουϊτών της υπαίθρου στις τάξεις του Μπάαθ. Ακολούθως κι εδώ, οι ιμπεριαλιστές δεν εντοπίζονταν μόνο μεταξύ των δυτικών δυνάμεων, αλλά και στα «μίσθαρνα όργανά» τους, τις εύπορες σουνιτικές οικογένειες, που έπρεπε να διωχθούν καθότι θεωρούνταν «κατάλοιπα του οθωμανικού και του γαλλικού ζυγού».23
Ο Παναραβισμός, στις όποιες μορφές του, τελικά υποχώρησε κατά τη δεκαετία ’70 με το οριστικό τέλος της αποαποικιοποίησης και την αποχώρηση παραδοσιακών αραβικών δυνάμεων από το θέατρο της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης. Ο ιδιόρρυθμος σοσιαλισμός του άντεξε λίγο περισσότερο μέχρι να αρχίσουν σταδιακά τα οικονομικά ανοίγματα κυρίως κατά τη δεκαετία ’90 στις περισσότερες αραβικές χώρες. Πάραυτα οι πολιτικές δομές που γέννησαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του καιρού εκείνου, μόνο προσφάτως άρχισαν να απειλούνται. Ίσως τελικά η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» να αποτελεί την πρώτη αλλαγή που γνωρίζει ο αραβικός πολιτικός χάρτης στην μετά-αποαποικιοποίηση, ταυτόχρονα όμως και το παράδειγμα της ανάμιξης των αιγυπτιακών ενόπλων δυνάμεων στο όνομα μιας «νέας επαναστατικής νομιμότητας» προδίδει την ανθεκτικότητα μιας καλά λειτουργούσας παράδοσης εύρεσης πολιτικών λύσεων σε αυτόν τον μετά-αποικιακό κόσμο.       

*Ο Παναγιώτης Κουργιώτης είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!