Αρχική πολιτισμός Η διακεκριμένη συγχώνευση των εξουσιών

Η διακεκριμένη συγχώνευση των εξουσιών

Μια αποκαλυπτική… προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Nίκου Κουνενή, Περί δημοκρατίας: Σάτιρα ηθών και θεσμών, που κυκλοφορεί στις 10 Οκτώβρη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Σύμφωνα με τα κατά τόπους εθνικά συντάγματα, στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες υπάρχουν τρεις, καταρχήν, διακριτές εξουσίες: η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική. Επειδή η νομοθετική εξουσία ελέγχεται από το μεγαλύτερο μειοψηφικό -και κοινοβουλευτικώς πλειοψηφικό- κόμμα, οι δυο πρώτες εξουσίες συγχωνεύονται κατά κανόνα σε μια, τη νομοθετικοεκτελεστική εξουσία (ΝΟΜΕΚ-Ε). Σε ορισμένες περιπτώσεις, και όταν ένας ή περισσότεροι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος καταψηφίζουν κάποιες προτάσεις του, η διάκριση μεταξύ των δυο επανεμφανίζεται στιγμιαίως. Συνήθως, η επανασυγχώνευση επιτυγχάνεται ακαριαία, με την άμεση διαγραφή των ανεύθυνων βουλευτών.
Παρά τη σχετική αυτονομία της, η δικαστική εξουσία συμβάλλει με τη σειρά της οικειοθελώς στην ενοποίηση των μηχανισμών λήψης των αποφάσεων. Αποτέλεσμα της τριμερούς πλέον συγχώνευσης είναι η ενιαία, ομοούσια και αδιαίρετη τριάδα της νομοθετοεκτελεστικοδικαστικής εξουσίας (ΝΟΜΕΚΔΙΚ- Ε).
Ορισμένες φορές τα ανώτατα δικαστικά όργανα αυτονομούνται εκ νέου με αιφνιδιαστικό τρόπο, κηρύσσοντας αντισυνταγματικούς ορισμένους από τους ψηφισθέντες νόμους. Σε αυτές τις ακραίες περιπτώσεις η κυβέρνηση προχωρά σε ανεπαίσθητη τροποποίηση των τελευταίων, ώστε και η πίτα του έργου της να διατηρείται ολόκληρη και η δικαιοσύνη χορτάτη, και επανέρχεται διεκδικώντας εκ νέου την έγκριση. Σε ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις, και δεδομένης της αδήριτης ανάγκης να διοικηθεί αποτελεσματικά η χώρα, η κυβέρνηση υλοποιεί άνευ τροποποιήσεων τους νόμους της, παρακάμπτοντας τις αγκυλώσεις του Συντάγματος και τις σχετικές με αυτό δικαστικές απαγορεύσεις. Αποκαλυπτικά παραδείγματα μιας τέτοιας αποφασιστικής στάσης είναι τα ιδιωτικά κολέγια και ο ΧΥΤΑ της Κερατέας. Στην πρώτη περίπτωση η κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως για την ίδρυση μη κρατικών κολλεγίων, εντός της ελληνικής επικράτειας. Η απόφαση ελήφθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έγινε δεκτή από τους αρμοδίους, παρά τη ρητή διάταξη του Συντάγματος που ορίζει ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικώς από το κράτος. Στην περίπτωση της Κερατέας η αρνητική γνωμάτευση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν στάθηκε ικανή να κάμψει την κυβερνητική αποφασιστικότητα, η οποία εκφράστηκε με πολύμηνη -αν και τελικώς ανεπιτυχή- πολεμική εκστρατεία των ΜΑΤ (βλ. έκτο κεφάλαιο) εναντίον των διαμαρτυρόμενων κατά της δημοκρατικής αυτής επιλογής κατοίκων της περιοχής.
Η δικαστική εξουσία αυτονομείται στιγμιαίως και για άλλους λόγους, σχετικούς με θέματα θεμελιώδους εθνικής σημασίας, όπως η αντίληψη των λειτουργών της σχετικά με την ταυτότητα της χώρας και των κατοίκων της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι η γνωμάτευση του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει της οποίας η ελληνικότητα ή η ανθελληνικότητα ενός ανθρώπου καθορίζεται από τα αιμοπετάλιά του. Βάσει αυτού του κριτηρίου μόνο όσοι διαθέτουν γαλανόλευκα αιμοπετάλια ανήκουν στο έθνος των Ελλήνων ενώ όλοι οι υπόλοιποι συγκροτούν το πλήθος των βαρβάρων. Η ιστορική αυτή απόφαση του Σ.τ.Ε. επαναθεμελίωσε και την παλαιά επιστημονική θεωρία της αιμοπεταλιολογίας, η οποία άνθησε κυρίως στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και αναβιώνει με εντυπωσιακό τρόπο σήμερα και στη δική μας δημοκρατία. Μεταξύ των επιστημονικών πολιτικών ενώσεων που υπερασπίζονται εμπράκτως αυτή την τάση της εθνικής βιολογίας (κατοχυρωμένη πλέον και δικαστικώς), σημαντικότατη θέση κατέχει μια μαχητική ουλτραδεξιά οργάνωση με εθνικοσοσιαλιστικές αναφορές, η οποία, εκτός των άλλων, αναλαμβάνει και τη διεξαγωγή σχετικών πογκρόμ σε διάφορες περιοχές. Ο πολιτικός αυτός σχηματισμός επιχειρεί να αποκαθάρει τη χώρα από το σύνολο των εξωελληνοαιμοπεταλιούχων και προς τον σκοπό αυτό επιτίθεται βιαίως τόσο εναντίον τους όσο και κατά των ελληνοαιμοπεταλιούχων, που δεν συμμερίζονται τα επιστημονικά και κοινωνικοπολιτικά της συμπεράσματα. Η συγχώνευση των εξουσιών ολοκληρώνεται με τη συμπερίληψη σε αυτές και μιας γνωστής, πλην άτυπης, τέταρτης εξουσίας, αυτής των ΜΜΕ. Οπότε, η απολύτως ενιαία πλέον εξουσία μετονομάζεται ακρονυμικώς σε ΝΟΜΕΚΔΙΚΜΜΕ-Ε (Νομοθετικοεκτελεστικοδικαστικομουμουεδική εξουσία).

Ο πρώτος μεταξύ των ίσων
Ποιοτικώς ανώτερη έκφραση της συστημικής συγχώνευσης των εξουσιών είναι η πρωτοκρατία ή μονοκρατία. Ο όρος αναφέρεται στην απόλυτη κυριαρχία του πρωθυπουργού έναντι όλων των υπολοίπων προσώπων και θεσμών του κράτους και, βεβαίως, του κυρίαρχου λαού. Ως πρώτος μεταξύ ίσων, άρα περισσότερο ίσος από τους υπόλοιπους, ο πρωθυπουργός της χώρας (ή ο πρόεδρος, σε περίπτωση προεδρικής δημοκρατίας) πρωτοκρατεί και μονοκρατεί, δηλαδή λαμβάνει πρώτος και μόνος όλες τις αποφάσεις. Διορίζει τους υπουργούς και λοιπούς λειτουργούς της εξουσίας, εγκρίνει ή απορρίπτει ιδέες και προτάσεις και γενικώς ασκεί αποφασιστικά την εξουσία του στη βάση της περίφημης, αν και στον καιρό της μη δημοκρατικής, λουδοβίκειας διαβεβαίωσης, «το κράτος είμαι εγώ!».
Το έργο του πρωτοκράτη πρωθυπουργού καθίσταται σαφώς ευκολότερο εάν αυτός έχει την τύχη να έλκει την καταγωγή του από πολιτική οικογένεια, πολλώ δε μάλλον αν είναι παιδί, εγγόνι ή ανίψι πρωθυπουργών (βλ. πέμπτο κεφάλαιο). Στην περίπτωση αυτή ο πρωθυπουργός είναι ήδη εκπαιδευμένος, από την τρυφερή του ηλικία, στην πρωτοκρατία και όταν αναλαμβάνει την άσκησή της διαθέτει σαφώς μεγαλύτερη γνώση και εμπειρία ως προς αυτήν, έναντι των υπολοίπων πολιτικών.
Τα σημαντικότερα προβλήματα που έχει να επιλύσει, κατά τη διάρκεια της θητείας του, ένας πρωθυπουργός είναι δύο: πρώτον οι συνταγματικοί φραγμοί, στους οποίους ήδη αναφέρθηκα, και δεύτερον η ενεργός λαϊκή δυσαρέσκεια, η οποία ενδέχεται να εμφανιστεί κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της θητείας του (για τους ιδιαίτερους τρόπους δραστικής αντιμετώπισης των ακροτήτων της δεύτερης βλ. έκτο κεφάλαιο).

Οι περιορισμοί της πρωθυπουργικής εξουσίας
Το έργο της πρωτοκρατικής αποφασιστικότητας εναντίον των συνταγματικών φραγμών που εμποδίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της δημοκρατίας καθίσταται σαφώς ευχερέστερο αν η χώρα ανήκει σε υπερεθνικούς σχηματισμούς (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση). Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο αν πρόκειται περί ενός κράτους μικρού και αδύναμου, οπότε η προστασία του από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες δυνάμεις αποτελεί για το ίδιο έναν αναγκαστικό μονόδρομο. Τότε η πρωτοκρατία του πρωθυπουργού μετατρέπεται σε οιονεί δευτεροκρατία και οι αποφάσεις των εν λόγω σχηματισμών υπερισχύουν ρητώς του εθνικού Συντάγματος.
Ορισμένες φορές, κάποιες έκτακτες και συχνά δραματικές για τη χώρα οικονομικές ή άλλες καταστάσεις απαιτούν τη δραστική ενίσχυση της εξουσίας των διεθνών θεσμών επί των εθνικών τοιούτων, οπότε το ήδη δευτεροκρατικό περιεχόμενο της έννοιας της πρωτοκρατίας αποδυναμώνεται περαιτέρω.
Στις περιπτώσεις αυτές η ανακατανομή των εξουσιών νομιμοποιείται με την ψήφιση ειδικών προς τούτο δεσμευτικών κειμένων (μνημόνια, ειδικά διατάγματα κ.λπ.) και ο πρωθυπουργός απαλλάσσεται από μέγα μέρος των ευθυνών του, μετατρεπόμενος σε ΕΠΠΕ (εθνικό περιφερειάρχη περιορισμένης ευθύνης) ή ΕΠΑΕ (εθνικό περιφερειάρχη άνευ ευθύνης). Τέτοια παραδείγματα συναντάμε συχνά στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες (ελληνική δημοκρατία, ιρλανδική δημοκρατία κ.λπ.) και έλκουν την καταγωγή τους από άλλες, λιγότερο δημοκρατικές σχετικές πρακτικές (περιφεριαρχία Τσολάκογλου και Ράλλη στην κατεχόμενη Ελλάδα, περιφερειαρχία Κουίσλιγκ στην κατεχόμενη Νορβηγία κ.λπ.).
Οι δυο τελευταίες εκδοχές δεν πρέπει ωστόσο να συγχέονται με τα πρόσφατα παραδείγματα. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως οι κατοχικές κυβερνήσεις των αρχών της δεκαετίας του 1940 δημιουργήθηκαν υπό την πίεση πάνοπλων αλλοεθνών στρατευμάτων, ενώ οι σύγχρονοι περιφερειάρχες είναι εκλεγμένοι και ενεργούν υπό τη σαφώς δημοκρατικότερη πίεση των συμμαχικών κυβερνήσεων, των επιτρόπων, των πιστωτικών ιδρυμάτων και των διεθνών επενδυτικών funds.

Σχόλια

Exit mobile version