Μπορώ να φανταστώ πόσο περιπετειώδες είναι το ταξίδι στην ιστορία των λέξεων που βιώνει ακατάπαυστα ο Νίκος Σαραντάκος, κρίνοντας από την απόλαυση που νιώθω διαβάζοντας τα ευρήματά του.

Κάθε μία από τις 366 λέξεις που περιλαμβάνει το καινούριο του βιβλίο είναι σαν ένα μικρό διήγημα. Μία για κάθε μέρα του 2012. Λέξεις σπάνιες που δεν περιλαμβάνονται στα γνωστά λεξικά που χρησιμοποιεί ο «λεξερευνητής», αλλά έχουν πατρίδα, συνδέονται με περιοχές στις οποίες ευδοκίμησαν και μερικές έκαναν «διεθνή καριέρα»!
Μετά τον κατατοπιστικό πρόλογο που κάνει ο συγγραφέας στο βιβλίο του, για τις «Λέξεις που χάνονται» (Εκδόσεις του εικοστού πρώτου), άρχισα να πέφτω σε λέξεις που τις θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως τουρκικές που οι Ρωμιοί προσάρμοζαν φωνητικά με τρόπο που συχνά δεν ξεχώριζαν από τα ελληνικά, όπως ο «βιρανές», ο «απτάλης» και ο «αρσίζης». Η πρώτη –βιρανές, βιράνι ή βεράνι- «είναι το ερείπιο, το ερειπωμένο σπίτι, αλλά και το οικόπεδο που απομένει όταν ένα σπίτι έχει πέσει ή καεί… Η φράση ‘έγινε βιράνι’ ή ‘βεράνι’ σήμαινε την ολοσχερή καταστροφή, από σεισμό, πυρκαγιά ή πόλεμο, π.χ. ‘Καήκανε τα Γιάννινα, γινήκανε βιράνι’ ή ‘όλα βιράνι γένηκαν, τσαρσιά και μαχαλάδες’ (για το μεγάλο σεισμό της Χίου το 1881)», γράφει μεταξύ άλλων ο Σαραντάκος.
«Απτάλης είναι ο ηλίθιος (εξ ου και ο δικός μας μπουνταλάς), ο ‘υπερβαλλόντος βλαξ’ κατά τον ορισμό του Δημητράκου• είναι και ο ασουλούπωτος, και ο άξεστος. Ετυμολογείται από το τουρκικό aptal, που προέρχεται από το abdal, λέξη πολύ σημαντική στη θεοσοφία των σούφι. Οι αμπντάλ είναι σαράντα άγιοι, ο πέμπτος βαθμός της ιεραρχικής τάξης των αγίων του σουφισμού, οι οποίοι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι κοινοί θνητοί, συμβάλλουν στη διατήρηση της τάξης του σύμπαντος… Αμπντάλ όμως είναι και ο δερβίσης… Μάλλον από τους δερβίσηδες, απτάλικος είναι η ονομασία ενός γρήγορου χορού• απτάλικο ζεϊμπέκικο, για παράδειγμα, είναι το ρεμπέτικο ‘Κάτω στα λεμονάδικα’ του Βαγγέλη Παπάζογλου…»
«Αρσίζης είναι ο αναίσχυντος, ο ξετσίπωτος, ο αισχρός, ο ερωτικά λαίμαργος. Από το τουρκικό arsιz… Στην Πυρπολημένη Γη, η Ιφιγένεια Χρυσοχόου περιγράφει ένα φαγοπότι όπου ‘παίρναν και δίναν… οι αρσίζικες κουβέντες’. Σε έναν Ύμνο στη μπότα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αποφαίνεται πως ‘μονάχα οι ποιητές δεν πρέπει να φορούνε μπότες / γιατί οι μπότες θέλουν δύναμη θέλουν σκληράδα / θέλουν να είναι αρσίζης αυτός που τις φοράει’…»
Επίσης, μαθαίνουμε, πάντα σε κείμενα που δεν ξεπερνούν τις 200 λέξεις, ότι ο «παϊτέρης» που είναι πια γνωστός μόνον ως τραγουδιστής, προέρχεται από την αρχαία λέξη ιππίατρος που περνάει στα αραβικά και τα τουρκικά και από κει επιστρέφει στα ελληνικά ιδιώματα όπως τα ποντιακά, ενώ ανιχνεύεται μέχρι τα ισπανικά.
Από ένα τραγούδι που άντεξε στο χρόνο ξέρουμε την «παξιμαδοκλέφτρα», την «ελευθεριάζουσα» γυναίκα στο Ήσουνα ξυπόλητη, που εν συντομία αναφέρεται και ως «παξιμάδα», μεταφρασμένη σε μια επιθεώρηση από τον Καρυωτάκη σε «διπυριτοκλέπτρια»!
Έκπληξη, πράγματι, αποτελεί ότι ο Σαραντάκος δεν βρίσκει σε κανένα λεξικό το «μακάμι», που αναφέρεται στις κλίμακες της αραβοπερσικής μουσικής και αντιστοιχεί στους «δρόμους» του ρεμπέτικου και χρησιμοποιείται εναλλακτικά από τους μουσικούς που παίζουν αυτό το είδος της μουσικής.
«Κουντουρντίσατε», μας έλεγε η μητέρα μας όταν ξεθεωνόμασταν στο παιχνίδι, αλλά απ’ ότι φαίνεται η λέξη κουντουρντίζω που σημαίνει «τρελαίνομαι, αφηνιάζω, λυσσάω, ξεσαλώνω» δεν αφορά μόνο τα παιδιά.
Ξεφεύγοντας από την προτίμηση που δείχνω στις λέξεις που προέρχονται άμεσα ή σαν αντιδάνεια από την τουρκική γλώσσα, στο βιβλίο ο συγγραφέας περιλαμβάνει λέξεις από πολλές γλώσσες, όπως η «μιντινέτα» από τα γαλλικά και η «μεσινέζα» που εντοπίζεται σε ποίημα του Καββαδία ή η «τζαβέτα» σε μια περιγραφή του Παπαδιαμάντη, από τα ιταλικά. Όπως και η πολύ αστεία λέξη «βαρδαλαμπούμπας» που στα ενετικά ήταν η varda-la-bomba, εξάρτημα των κανονιών, που μεταφορικά υποδηλώνει τον κοντόχοντρο άνθρωπο και γενικά έχει ένα μειωτικό χαρακτήρα ειδικά όταν τη χρησιμοποιεί ο Σκαρίμπας, το 1976, για τον Σολζενίτσιν, τον οποίο αποκαλεί «βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού»!  
Οι «Λέξεις που χάνονται» είναι το τρίο βιβλίο του Σαραντάκου, που είναι πολύ δημοφιλής με το ιστολόγιό του «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» στο Διαδίκτυο (sarantakos.wordpress.com). Βιβλίο παντός καιρού, διαβάζεται μονορούφι ή πίνεται αργά, λέξη-λέξη. Κατάλληλο για ιδιόχρηση και για καλό δώρο σε κάθε εγγράμματο φίλο και συγγενή, άρρεν ή θήλυ, μικρό, μεσαίο ή μεγάλο.

Στ. Ελλ.

Υ.Γ. Πριν από λίγες μέρες, έφυγε από τη ζωή, στα 82 του, ο πατέρας του Νίκου Σαραντάκου. ΕΠΟΝ, ΚΚΕ, ΕΔΑ, ΣΥΝ, ένας διαρκής αριστερός! Ένας άνθρωπος εξαιρετικά δημιουργικός που έγραφε μέχρι το τέλος, βιβλία, πολλά βιβλία, άρθρα, πολλά άρθρα, στην εφημερίδα Εμπρός της Μυτιλήνης, στο ιστολόγιο του γιου του και στην εφημερίδα Φιστίκι που εξέδιδε ο ίδιος. Την ώρα που έπεφταν τα τελευταία λουλούδια στον ανοιχτό τάφο, ένας φίλος του ακουμπισμένος στο μάρμαρο έπαιζε στη φυσαρμόνικα το τραγούδι «δεν θα περάσει ο φασισμός», εις μνήμην..!

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!