Αναδιατάσσονται οι σχεδιασμοί διαμέσου των διερευνητικών εντολών.Του Γιάννη Τσούτσια

Ο πολιτικός σεισμός που προκάλεσε το αποτέλεσμα των εκλογών, έθεσε το πολιτικό σύστημα σε τροχιά κατεδάφισης. Απονομιμοποιήθηκε η μαζική του πρόσοψη, εξουδετερώθηκε η λειτουργία του, έφτασε στα όρια της εσωτερικής διάρρηξης. Όσοι υποστήριξαν το Μνημόνιο, υπέστησαν δεινή ήττα, μέχρι σημείου ολοσχερούς ακύρωσης των σχεδιασμών τους, γι’ αυτό και σήμερα εξαναγκάζονται άρον-άρον σε ανασχεδιασμούς. Μάλιστα, και μετά τις εκλογές, το λαϊκό ρεύμα υποστήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ διογκώνεται με φρενήρεις ρυθμούς, συρρικνώνοντας τις επιλογές του συστημισμού.
Κι όμως! Την ίδια στιγμή, η Αριστερά, αντιστρέφοντας το πρωτεύον και μη στοχοποιώντας το πολιτικό σύστημα, καθυστερεί τη χαριστική βολή. Μέσω των διερευνητικών εντολών, ενεπλάκη σε μια ολισθηρή συζήτηση περί του Μνημονίου, όπου οι πολυγνωμίες και οι αντιφάσεις (ακόμη και στο εσωτερικό της), είναι αναπόφευκτες, καθώς είναι αδύνατον να συμφωνήσουν οι πάντες σε μια αλληλουχία επιμέρους τακτικών χειρισμών. Διαφεύγουν έτσι, προσωρινά, τα συστημικά κόμματα, με ελιγμούς και πολιτικό κρυφτούλι, («απαγκίστρωση», «σταδιακή απεμπλοκή»), διαστρέφοντας τη λαϊκή εντολή. Γι’ αυτό και πρέπει να αποκωδικοποιηθεί το εκλογικό μήνυμα. Όχι για λόγους ηθικής τάξης, αλλά πολιτικής δυναμικής, γιατί μέσω της ερμηνείας του αναπαράγονται και αξιοποιούνται συγχύσεις και στρεβλώσεις.
Εν προκειμένω, άπαντες περιέστειλαν το νόημά του! Το σμίκρυναν, στα όρια της αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, αποκρύπτοντας πως ο σεισμός αφορούσε την ίδια τη δομή και την ουσία του πολιτικού συστήματος, δηλαδή τη διαπλοκή, το κομματικό σύστημα, την μιντιοκρατία, τη λειτουργία της εκπροσώπησης, το μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο, όλα αυτά μαζί. Η λογική του «πολιτικού σκηνικού» συσκοτίζει έτσι, το πιο μεγάλο και πιο ουσιαστικό, την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, τόσο σε ό,τι αφορά τη δομή και τη λειτουργία του, όσο και σε ό,τι αφορά την ιδεολογικοπολιτική του θεμελίωση και την ηθική και πολιτική νομιμοποίησή του. «Να φύγουν και οι δύο» (και όχι προτροπή περί διασωστικών συνεργασιών), ήταν η λαϊκή εντολή, που περιόρισε μέχρις εσχάτων την επιρροή των συστημικών κομμάτων, όρος, για να αντιμετωπιστεί το μνημόνιο, όσο και όλα τα υπόλοιπα. Η στοχοποίηση του πολιτικού συστήματος πρέπει επομένως να ενταθεί, τόσο για λόγους ουσίας (εκεί διαμορφώνεται ο προσανατολισμός του κόσμου και η αιχμηρότητα των πολιτικών θέσεων), όσο και απεμπλοκής από τα αδιέξοδα των διερευνητικών εντολών. Έτσι θα γίνουν ορατά τα πολιτικά παιχνίδια και θα ανακοπεί η δυνατότητα ελιγμών διάσωσης από την πλευρά Σαμαρά και Βενιζέλου.
Οι χειρισμοί των διερευνητικών εντολών δεν αποτελούν άσκηση τακτικής, έχουν βαρύνουσα σημασία και μεγάλες, συμπυκνωμένες επιπτώσεις. Μέσα από την κινητικότητα και τους συμβολισμούς, συντελείται και προάγεται η ουσία της πολιτικής, η πολιτικοποίηση. Ανατροφοδοτείται και προσανατολίζεται η διάχυτη κοινωνικοπολιτική αμφισβήτηση που παραμένει πολύπτυχη, ρευστή. Η μετατροπή αυτού του ρεύματος σε πολιτικό ρεύμα, που πέραν της διαμαρτυρίας και της οργής, θα καταγράφεται και θα επενεργεί στο πολιτικό πεδίο, είναι το κεντρικό ζήτημα της περιόδου. Σ’ αυτό οφείλει να ανταποκριθεί η Αριστερά, αναζητώντας τρόπους και πολιτικές που θα νευρώνουν και θα προάγουν την αναγκαία κοινωνικοπολιτική σύγκλιση. Γιατί, μόνη της η Αριστερά δεν αρκεί! Θα αρκούσε όμως, μαζί με τα εκτός Αριστεράς μαχόμενα τμήματα του λαού, μαζί με τον ριζοσπαστισμό που υποστασιοποίησε τους αγώνες της προηγούμενης περιόδου, μαζί με τα εκατομμύρια των απεργών και των διαδηλωτών, των οποίων η πολιτική εκπροσώπηση παραμένει ζητούμενη, αντιφατική και υποβαθμισμένη. Απαιτείται, δηλαδή, υπέρβαση της γραμμής της αριστερής ενότητας (μη εφαρμόσιμη άλλωστε), η οποία, εκτός του ότι παραπέμπει σε μια εικόνα περιχαράκωσης, επιτρέπει να αντιμετωπιστεί το όλο εγχείρημα ως μια πολιτική που στοχεύει να υλοποιηθεί εντός του πολιτικού συστήματος, κατά τον τρόπο που και ο Σαμαράς επιχειρεί να διαμορφώσει ένα αντίπαλο κεντροδεξιό μέτωπο. Η αριστερή ενότητα δεν είναι σήμερα πραγματοποιήσιμη. Ακόμη κι αν αυτό συντελούνταν, δεν θα αποτελούσε επαρκή προϋπόθεση για να κυβερνηθεί η χώρα. Η Αριστερά είναι σήμερα αρκετά δυνατή για να μπει στα πράγματα, για να μην μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς αυτήν, αλλά ακόμη αρκετά αδύναμη για να κυβερνήσει.
Η διαπίστωση αυτή δεν αίρεται από το γεγονός, πως, πράγματι, η γραμμή «ενότητας της Αριστεράς» απέδωσε τα μέγιστα. Συνδέθηκε με την κυβερνητική προοπτική που απογείωσε τον ΣΥΡΙΖΑ και βόηθησε τον κόσμο να βγει από το περιθώριό του. Η Αριστερά είναι τώρα στο προσκήνιο. Υπερέβη τους εκβιασμούς περί ακυβερνησίας, συνέδεσε τη διαδικασία εντολής, όχι με κοινοβουλευτικούς χειρισμούς, αλλά με τρόπους προσέγγισης της πολύπλευρης κοινωνική δυναμικής και ακόμη περισσότερο της αδιαμεσολάβητης (και γι’ αυτό δύσκολα προσεγγίσιμης) λαϊκής έκφρασης. Όσο κι αν αυτά δεν θα μπορούσαν να εξαντληθούν με τυπικούς διαλόγους, ωστόσο εγγράφονται στο συμβολικό πεδίο. Ισχυρός και ο συμβολισμός της επίσκεψης στον Μίκη (την οποία η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ χειροκρότησε, ξεπερνώντας παλιότερες αγκυλώσεις), υπηρετεί κι αυτός την αναγκαία υπερβατική πολιτική, που εστιάζει στη συνάντηση της Αριστεράς με το ευρύτερο ριζοσπαστικό ρεύμα. Αυτό, σε κάθε περίπτωση, είναι το κλειδί για την υπέρβαση των αδιεξόδων του σημερινού πολιτικού συστήματος. Κι αυτό το κλειδί, η Αριστερά το κρατάει στα χέρια της.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!