Την περίοδο που διανύουμε, η σχολική διαρροή συνεχίζει να μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς. Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει την πιλοτική εφαρμογή των Ζωνών Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ), μέτρο που εφαρμόστηκε στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Κύπρο και αλλού. Ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως Ζώνης Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας απαιτεί την ύπαρξη αντικειμενικών δεδομένων, τα οποία θα πρέπει να απεικονίζουν την εκπαιδευτική κατάσταση που επικρατεί σε μια περιοχή.

 

Έτσι, όπου αντιμετωπίζονται περισσότερα προβλήματα η πολιτεία πρέπει να παρέμβει ενισχυτικά, παρέχοντας υψηλή χρηματοδότηση, εξειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό, ενισχυτική διδασκαλία, τμήματα ένταξης και υποδοχής αλλοδαπών και παλιννοστούντων μαθητών, προγράμματα εμψύχωσης και στήριξης της οικογένειας, ενίσχυση της γλωσσομάθειας, ειδικά προγράμματα ψυχοπαιδαγωγικής παρέμβασης και ότι άλλο απαιτείται. Για το θέμα υπάρχουν διαφορετικές απόψεις εντός της Αριστεράς. Ο Δρόμος φιλοξενεί σήμερα μια συνδικαλίστρια και ένα συνδικαλιστή της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης που μιλούν για τις ΖΕΠ.

 

Μπορούν να λειτουργήσουν, αν…

Του Νίκου Καλόγηρου *

 

Η σχολική διαρροή στη χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ υψηλά ποσοστά και σ’ αυτό, σίγουρα, συμβάλλει καθοριστικά η χαμηλή ποιότητα της δημόσιας εκπαίδευσης που παρέχεται από την πολιτεία. Η σχολική αποτυχία, όμως, οφείλεται και σε πάρα πολλούς άλλους παράγοντες με βασικότερους το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό κεφάλαιο της οικογένειας του μαθητή. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, πέρα από τις όποιες παρεμβάσεις για αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης, σε πολλές περιπτώσεις, είναι αναγκαίες παρεμβάσεις και στο ευρύτερο περιβάλλον που ζει ο μαθητής.

Οι μαθητές που φοιτούν στα δημόσια σχολεία έχουν, σίγουρα, διαφορετικές αφετηρίες και συνήθως οι κοινωνικές ανισότητες εμφανίζονται εντονότερες σε υποβαθμισμένες περιοχές. Σε άλλες χώρες (Γαλλία, Κύπρο) εφαρμόστηκαν εκπαιδευτικές πολιτικές σε μια προσπάθεια άμβλυνσης αυτών των ανισοτήτων. Σε περιοχές με πολύ χαμηλούς δείκτες εκπαίδευσης και ανάπτυξης, κοινωνικά υποβαθμισμένες, εφαρμόστηκαν πρακτικές αντισταθμιστικής εκπαίδευσης και χαρακτηρίστηκαν ως Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ). Αν και τα αποτελέσματα δεν άγγιξαν ποτέ τους διακηρυγμένους στόχους, οι ΖΕΠ θα μπορούσαν (υπό προϋποθέσεις, βεβαίως) να βοηθήσουν στην άμβλυνση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων.

Στη χώρα μας, ιδιαίτερα, μετά την είσοδο στο εκπαιδευτικό σύστημα μεγάλου αριθμού οικονομικών μεταναστών, οι εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες οξύνθηκαν. Σίγουρα η δημόσια παιδεία χρειάζεται αυξημένες δαπάνες και αναβάθμιση στο σύνολό της, αλλά σε περιοχές με πολύ μεγάλη σχολική αποτυχία απαιτείται ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μία θετική διάκριση και μία συνολική αντισταθμιστική παρέμβαση τόσο στο χώρο του σχολείου αλλά και στο ευρύτερο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον, με «περισχολικές δράσεις» και κοινωνικά μέτρα, ίσως αποτελούν το μόνο τρόπο αντιμετώπισης και άμβλυνσης των ανισοτήτων.

Η εφαρμογή ενός πλέγματος αντισταθμιστικών παρεμβάσεων δεν συνεπάγεται, σε καμιά περίπτωση, υποβαθμισμένους εκπαιδευτικούς στόχους. Η εμπειρία από την εφαρμογή σε άλλες χώρες μπορεί να βοηθήσει στο σχεδιασμό και στην αποφυγή παρεκκλίσεων και λαθών, όπως η κατηγοριοποίηση και γκετοποίηση σχολείων και περιοχών. Άλλωστε, δράσεις όπως αυτές του 132ου ή του 87ου Δημοτικού στην Αθήνα, χωρίς καμιά στήριξη από την πολιτεία, δείχνουν ότι μια συνολική παρέμβαση στο σχολείο αλλά και στο ευρύτερο περιβάλλον του μαθητή έχουν θετικά αποτελέσματα. Φυσικά, μια εκπαιδευτική πολιτική για τις ΖΕΠ θα πρέπει να περιλαμβάνει πολύ ευρύτερες παρεμβάσεις, τόσο σε μαθησιακό και πολιτιστικό όσο και κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και απαιτείται πρόσθετη χρηματοδότηση.

Η εφαρμογή μιας πολιτικής για άμβλυνση των κοινωνικών και μαθησιακών ανισοτήτων χρειάζεται πολιτική βούληση, μια άλλη εκπαιδευτική πολιτική που απέχει πολύ από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και την προκήρυξη για πιλοτική εφαρμογή ΖΕΠ, στο πλαίσιο απορρόφησης κονδυλίων του ΕΣΠΑ. Είναι, άλλωστε, σύνηθες φαινόμενο να υιοθετούνται όροι και προτάγματα της Αριστεράς, αλλοιώνοντας όμως την ουσία και το περιεχόμενό τους (Ολοήμερο, διαθεματικότητα κ.λπ.) και να χρησιμοποιούνται ως εργαλεία για την προώθηση και επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μέσα από τη διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας του σχολείου, τη λειτουργία του και τα σαββατοκύριακα να οδηγηθούμε σε περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την αύξηση των ωρομισθίων. Επίσης, η κυβέρνηση αποδέχθηκε ένα τριετές πρόγραμμα σταθερότητας που θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των ήδη χαμηλών δαπανών για την παιδεία, μείωση των διορισμών εκπαιδευτικών. Επομένως, οι όποιες εφαρμογές πιλοτικών προγραμμάτων στόχο έχουν την απορρόφηση κονδυλίων που τελειώνουν όταν σταματήσει η κοινοτική χρηματοδότηση.

Μια πολιτική για άμβλυνση των ανισοτήτων, πέρα από την πολιτική βούληση, χρειάζεται να στηριχτεί σε εκπαιδευτικούς που η πολιτεία θα τους εμπνεύσει και θα το πιστέψουν και όχι σε κακοπληρωμένους, «στοχοποιημένους» και ωρομίσθιους, ενώ οι ΖΕΠ απαιτούν επιπλέον εκπαιδευτικούς αλλά και ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και βοηθητικό προσωπικό. Και για όλα αυτά απαιτείται πολιτική βούληση που, μάλλον, δεν υπάρχει. Επομένως, οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο για την άμβλυνση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων, όταν λειτουργήσουν και στηριχθούν για να υπηρετήσουν ακριβώς αυτό το στόχο.

 

* Ο Νίκος Καλόγηρος είναι δάσκαλος, μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΑΔΕΔΥ.

 

Ανοίγουν οι δρόμοι της αγοράς

Της Ντίνας Ρέππα *

 

Οι Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας (ΖΕΠ)είναι οι νέες δράσεις του υπουργείου Παιδείας, σε περιοχές που εμφανίζουν χαμηλούς οικονομικούς κι εκπαιδευτικούς δείκτες. Το υπουργείο λαθροχειρεί. Χρησιμοποιεί ιδέες της εκπαιδευτικής Αριστεράς για να τις πολτοποιήσει. Οι ΖΕΠ χρειάζονται, πρωτίστως, κρατική χρηματοδότηση για να σταθούν στοιχειωδώς στα πόδια τους. Οι κοινωνικές ανισότητες, ως βασικό στοιχείο των χαμηλών εκπαιδευτικών δεικτών, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με συμπόνοια και φιλανθρωπία. Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τις περιοχές που θα ενταχτούν στις ζώνες αυτές, θα διαπιστώσει ότι το οικονομικό και κοινωνικό ζήτημα είναι στο κέντρο του προβλήματος.

Δεν είναι κυρίως οι διαφορετικές πολιτισμικές προσεγγίσεις, αλλά το τεράστιο οικονομικό αδιέξοδο. Τα παιδιά δεν εγκαταλείπουν το σχολείο, γιατί υποτιμάται η αξία της μόρφωσης λόγω άλλης κουλτούρας, αλλά γιατί οι μετακινήσεις της οικογένειας για λόγους εργασίας, οι συνθήκες διαμονής, η ανάγκη τα παιδιά να συνεισφέρουν οικονομικά στην οικογένεια, καθορίζει τελικά τη σχέση τους με το σχολείο.

Αυτές οι κυρίαρχες παράμετροι αγνοούνται εντελώς από τις δράσεις του υπουργείου. Η αντισταθμιστική αγωγή που προβάλλεται, έχει στο κέντρο της προσοχής τις ιδέες και τις αξίες σχετικά, με το ρόλο της παιδείας, λες κι έχουμε να κάνουμε με απολίτιστους που η πολιτισμένη δυτική κοινωνία μπορεί και πρέπει να εκπολιτίσει.

Ταυτόχρονα, η συνεχής αναφορά στην τοπική κοινωνία δείχνει και βασικές επιδιώξεις του υπουργείου. Στη σύγχρονη καπιταλιστική αντίληψη, το «ανοιχτό» αποκεντρωμένο σχολείο είναι η επέλαση της αγοράς και των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση και τον προσανατολισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Τα σχολεία αυτά θα γίνουν πειραματικά εργαστήρια για το σύνολο της εκπαίδευσης, καθώς θα «σπρώχνονται» να αναζητήσουν σχέσεις «συμφέρουσας» επικοινωνίας με την ελεύθερη αγορά. Η εκπαίδευση του προσωπικού σε ρόλο μάνατζερ, ο προσανατολισμός στην εξεύρεση κονδυλίων από τοπικές επιχειρήσεις μέσω χορηγιών κι όχι μόνο, αλλά κυρίως ο προσανατολισμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας και η εκπαίδευση των μαθητών με βάση αυτές, είναι βασικές κατευθύνσεις. Μέσω των διαφοροποιημένων προγραμμάτων η εκπαίδευση θα προσανατολιστεί στην κατάρτιση και τη δεξιότητα. Τα σχολεία αυτά κινδυνεύουν να γίνουν προθάλαμοι παραγωγής εργατικού δυναμικού, άμεσα εκμεταλλεύσιμου, από τις τοπικές επιχειρήσεις, αλλά και αναλώσιμου λόγω της γοργής απαξίωσης των προσόντων που θα παρέχουν.

Η κριτική μας στις ΖΕΠ στοχεύει στην ανάδειξη των προβλημάτων που δημιουργούν οι ταξικοί φραγμοί, των βασικών στοχεύσεων του κράτους μέσω των ΖΕΠ, την προβολή των διαφορετικών πρακτικών της ριζοσπαστικής εκπαίδευσης.

Το ενιαίο σχολείο που θα συνοδεύεται από πλήθος μέτρων ενίσχυσης της εργατικής οικογένειας και άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων είναι το αναγκαίο όχημα για την αντιμετώπιση των ταξικών φραγμών οι οποίοι επιδρούν, καθοριστικά, στη σχολική αποτυχία, τη σχολική εγκατάλειψη, το λειτουργικό αναλφαβητισμό. Ένα σχολείο που θα στοχεύει στην απόκτηση ίδιων προσόντων κι ικανοτήτων από το μαθητικό πληθυσμό, άσχετα με την κοινωνική καταγωγή, το φύλο, το χρώμα, τη φυλή, το θρήσκευμα. Είναι αυτονόητο ότι ενιαίο δεν σημαίνει ομοιόμορφο.

Η αντίληψη που ταυτίζει την ομοιομορφία με την ενιαιότητα αρνείται τη διαφορά εκκίνησης των μαθητών, κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα και δρα φοβικά. Η μαχόμενη εκπαίδευση, η ριζοσπαστική πτέρυγα κι η αντικαπιταλιστική οπτική οφείλουν να προβάλλουν στις σημερινές συνθήκες μια άλλη αντίληψη για το σχολείο, το ενιαίο 12χρονο δημόσιο, δωρεάν των όλων και των ίσων, χωρίς φραγμούς κι αξιολογήσεις που θα είναι ερμητικά κλειστό στην εισβολή των επιχειρήσεων και τα συμφέροντά τους κι ανοιχτό στις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας για την κοινωνική της χειραφέτηση.

 

* Η Ντίνα Ρέππα είναι εκπρόσωπος των Παρεμβάσεων Κινήσεων Συσπειρώσεων στο Δ.Σ. της ΔΟΕ.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!