Του Ανέστη Ταρπάγκου.
Με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν, τελευταία, από την Ελληνική Στατιστική Αρχή προκύπτει ότι το μέγεθος της ανεργίας στην τελευταία τριετία σχεδόν διπλασιάστηκε, περνώντας από τις 373 χιλιάδες ανέργους (7,6%) του 2007 στις 693 χιλιάδες στα τέλη του 2010 (13,9%).

Και, προφανώς, δεν πρόκειται παρά για το κατώτατο επίπεδο που καταγράφεται στις λίστες του ΟΑΕΔ που δεν συμπεριλαμβάνει την «λανθάνουσα» ανεργία στις επαρχιακές περιοχές, τους νέους πτυχιούχους που δεν εγγράφονται στις λίστες ανεργίας κ.λπ. Παράλληλα, όλες οι προβλέψεις κατατείνουν στη διαπίστωση ότι αυτό το ποσοστό θα φτάσει στο τέλος του 2011 στο ύψος ρεκόρ του 20% που, μέχρι σήμερα, κατέχει η ισπανική οικονομία.
Αυτή η αλματώδης άνοδος της εργατικής και νεολαιίστικης ανεργίας προέρχεται ευθέως: Αφενός από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την άμεση θέση σε εφαρμογή των εκκαθαριστικών μηχανισμών της (παύση λειτουργίας και μαζικές απολύσεις σε μεσαίες παραγωγικές μονάδες, παραγωγική ύφεση σε μεγαλύτερες ιδιωτικές επιχειρήσεις). Αφετέρου από τη δρακόντεια περιοριστική πολιτική του Μνημονίου και των νόμων εφαρμογής του (περικοπή Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων [ΠΔΕ], απολύσεις προσωρινών και ελαστικά απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα, κατάργηση κοινωνικών προγραμμάτων κ.λπ.).
Μπορεί οι εργαζόμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή η ενεργός εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας να έχουν υποστεί ισχυρά πλήγματα στο εισόδημα, στα δικαιώματα, στις ασφαλιστικές παροχές, όμως ο άνεργος κόσμος υφίσταται το πλέον συντριπτικό πλήγμα της κοινωνικής καταστροφής (όπως και μερίδες του επενδυμένου παγίου κεφαλαίου που απαξιώνονται μέσα στην κρίση). Άλλωστε, η διατήρηση αρνητικών ρυθμών εξέλιξης του ΑΕΠ και στη διάρκεια του 2011 (-3%) καταδεικνύει ότι η αυξητική τάση της ανεργίας θα συνεχίσει να παραμένει υψηλή.
Αυτή η υπερδιόγκωση της ανεργίας, την τελευταία τριετία της καπιταλιστικής κρίσης και της εφαρμογής του Μνημονίου, δεν αντιπροσωπεύει ένα συγκυριακό γεγονός, αλλά επιλογή αφενός των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και αφετέρου των κυβερνητικών κέντρων δημοσιονομικής καταστολής, προκειμένου να διαφυλαχθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου σε επαρκή επίπεδα με τη μείωση του μισθολογικού κόστους. Με βάση τους ισχύοντες ταξικούς συσχετισμούς της τελευταίας περιόδου (ισχύς των επιχειρηματικών δυνάμεων και εξασθενημένη στάση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος), ο υπερδιπλασιασμός της ανεργίας αντιπροσωπεύει μια πολυσήμαντη νίκη για τις αστικές δυνάμεις, εφόσον κατορθώνουν και αυξάνουν, εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης, τον «εφεδρικό στρατό» των ανέργων από τρεις πλευρές: Αφενός με την απαλλαγή από το κοινωνικό βάρος για την καπιταλιστική παραγωγή που αντιπροσωπεύουν οι «πλεονάζοντες» εργαζόμενοι, αφετέρου με την πρόκληση φαινομένων παράλυσης των ενεργών εργαζομένων υπό την συνεχή απειλή του βιομηχανικού «εφεδρικού στρατού» και, τέλος, με την θέση των ανέργων στο κοινωνικό περιθώριο χωρίς δυνατότητα άσκησης απεργιακής πίεσης.
Είναι δεδομένο, πλέον, ότι και οι όποιες διαδικασίες καπιταλιστικής οικονομικής ανάκαμψης εμφανιστούν στον ορίζοντα προς τα μέσα της τρέχουσας 10ετίας του 2010, δεν θα προκαλέσουν αύξηση των θέσεων απασχόλησης που έχουν ήδη καταργηθεί, και θα πρόκειται για μια «ανάπτυξη» συνοδευόμενη από την υψηλή και σταθερή ανεργία του 20%.Το ίδιο, άλλωστε, συνέβη και με την καπιταλιστική συσσώρευση και ανάπτυξη της περιόδου μέσα 10ετίας 1990-μέσα 10ετίας 2000, όπου παρ’ όλη την ετήσια αυξητική πορεία του ΑΕΠ κατά 3%, η ανεργία παρέμενε (π.χ. το 2005)στις 486 χιλιάδες (ποσοστό 10,0%). Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις του αστικού δικομματισμού που επικαλούνται τη μελλοντική «ανάπτυξη», μετά το τούνελ των διαρθρωτικών αλλαγών, εννοούν την δρομολόγηση διαδικασιών κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας, χωρίς καμία αύξηση των θέσεων απασχόλησης. Η όποια αύξηση της παραγωγικής διαδικασίας θα καλύπτεται από την υπεραπασχόληση και τις ελαστικές μορφές εργασία τού ήδη ενεργού εργατικού δυναμικού, με τον όγκο των ανέργων να συνεχίζει να παραμένει σταθερά υψηλός.
Έτσι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων που ξεπεραστεί η παραγωγική ύφεση και η μείωση του ΑΕΠ, οι αστικές επαγγελίες βρίσκονται μακράν της υπόσχεσης της αύξησης της απασχόλησης και πολύ περισσότερο της πλήρους απασχόλησης (που πρέσβευε ο αστικός κεϊνσιανισμός του 20ού αιώνα και αποτελεί αποκηρυγμένο παρελθόν του σύγχρονου ακραίου νεοφιλελευθερισμού). Και επειδή η ανεργία που θα βαίνει αυξανόμενη στην επόμενη περίοδο, αντιπροσωπεύει στην τρέχουσα συγκυρία την ίδια την καρδιά του κοινωνικού ζητήματος, δεν μπορεί παρά να τίθεται πρωταρχικά στο επίκεντρο των προσανατολισμών και πρακτικών του αριστερού πολιτικού και συνδικαλιστικού κινήματος.
Απ’ αυτή την άποψη, η προβολή του στόχου της κοινωνικής σωτηρίας των ανέργων συμπυκνώνεται σήμερα στη διεκδίκηση της κατάκτησης επιδομάτων ανεργίας, για όσο διάστημα διαρκεί η ανεργία, στο ύψος του 85% τουλάχιστον του μέσου εργατικού μισθού, δηλαδή στα 950 ευρώ, επίπεδο διπλάσιο αυτού που σήμερα χορηγείται από τον ΟΑΕΔ και μόνον για έναν χρόνο. Η χρηματοδότηση αυτή δεν μπορεί να προέλθει παρά από την καθιέρωση «ειδικού φόρου απασχόλησης» επί των κερδών των καπιταλιστικών επιχειρήσεων που, συνολικά, έχουν προκαλέσει την υπερδιόγκωση της ανεργίας.
Από την άλλη πλευρά και στο επίπεδο της αριστερής στρατηγικής, η υπερμεγέθης ανεργία δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί παρά μέσα από εκτεταμένα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, από τη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας και τον ισοδιαμοιρασμό της συνολικής ποσότητας εργασίας στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, από μορφές επανακαταμερισμού της διανοητικής και εκτελεστικής εργασίας, από την ολόπλευρη ανάπτυξη των κοινωνικών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, από μια ανάπτυξη κοινωνικού χαρακτήρα που αντικειμενικά θέτει στο περιθώριο την «ανάπτυξη» στη βάση της υπεραξίωσης του κεφαλαίου.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!