Του Θανάση Παπαγεωργίου. Το να μιλάς για θεατρικές επιχορηγήσεις σε μια περίοδο εξαθλίωσης, μπορεί και να φανεί θράσος.

Αλλά ας μας επιτραπεί να απαιτούμε χρήματα για τον Πολιτισμό σε όποια οικονομική κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Τα χρήματα που δίνονται γι’ αυτόν δεν καλύπτουν κανένα κενό και σίγουρα μπορούν να μας καταστρέψουν ψυχικά και ηθικά, αν σε τέτοιες εποχές κρίσης καταργηθούν. Και για όποιον είναι περισσότερο οξυδερκής, είναι φανερό ότι κυρίως σε τέτοιες εποχές χτυπιέται η παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος, ακριβώς επειδή σκοπός του είναι να αποκαλύπτει την αλήθεια. Παρακάμπτουμε, λοιπόν, τις φασίζουσες κορώνες που θέλουν να θεωρείται η επιχορήγηση των τεχνών μια προσωπική παροχή σε κάποιους εκλεκτούς του συστήματος.
Η περίοδος που ανακοινώνονται οι θεατρικές επιχορηγήσεις, χαρακτηρίζεται από τις αντιδράσεις των θιάσων εκείνων που, κατά τη γνώμη τους, αδικήθηκαν. Κατά κανόνα, οι περισσότερες διαμαρτυρίες είναι δίκαιες και, κατά κανόνα, μένουν αναπάντητες επειδή ποτέ, καμία Γνωμοδοτική Επιτροπή δεν μπαίνει στον κόπο να υπερασπίσει τις επιλογές της, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Κι αυτό, επειδή πρόκειται πραγματικά για επιλογές και μάλιστα ιδιαιτέρως υποκειμενικές και καθόλου, μα καθόλου, για στοιχειώδεις αντικειμενικές αντιμετωπίσεις των πραγματικών αναγκών του ελληνικού θεάτρου. Ας μην κρυβόμαστε. Ανάλογα από την αισθητική και τις προτιμήσεις κάθε Επιτροπής επιλέγεται η επιχορήγηση ή όχι κάποιων θεάτρων. Και η αισθητική συνοδεύεται συνήθως από προσωπικές γνωριμίες, διαπλοκές, φιλίες και συνεργασίες. Και ας είπε ο φετινός πρόεδρος, επιτιθέμενος εναντίον όλων των προηγούμενων Επιτροπών -που καμιά δεν αντέδρασε- πως η φετινή είναι μια Επιτροπή «που δεν σιτίζεται από τους θιάσους». Προφανώς πιστεύει ότι δεν θυμόμαστε πού ανήκει.
Η φετινή Γνωμοδοτική Επιτροπή έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Κατάφερε με το ζόρι να συγκροτηθεί, αφού πολλοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους και αφού μεσολάβησαν πολλές παραιτήσεις και αντικαταστάσεις. Στην αρχή αναθαρρήσαμε σκεπτόμενοι ότι δεν θα βρεθούν άτομα να στελεχώσουν Επιτροπές του Γερουλάνου, ενός υπουργού που έχει απαξιώσει σε τέτοιο βαθμό του υπουργείο Πολιτισμού, ώστε να αναρωτιέται κανείς αν τοποθετήθηκε για να προωθήσει ή για να εξαφανίσει τον πολιτισμό. Ελπίζαμε πως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, δεν θα βρισκόταν άνθρωπος να υπηρετήσει την ανύπαρκτη πολιτική του, ούτε να αποδεχτεί την αρνητική και βάναυσα προσβλητική στάση του απέναντι στους ανθρώπους της Τέχνης και του Πνεύματος. Αν σ’ αυτό προσθέσει κανείς ότι οι καθυστερημένες υπουργικές ανακοινώσεις για το θέατρο είχαν το θράσος να μιλάνε για γρήγο ρη και έγκαιρη καταβολή των επιχορηγήσεων -πράγμα εντελώς αδύνατο, αφού ούτε λεφτά ούτε χρόνος υπήρχε- αντιλαμβάνεται πόσο εύλογη θα ήταν η άρνηση κάθε σοβαρού ανθρώπου να συμμετάσχει σε έναν τέτοιο εμπαιγμό του ελληνικού θεάτρου που, εκ των προτέρων, θα άφηνε εκτεθειμένα τα μέλη οποιασδήποτε επιτροπής, όσο εργατική κι αν ήταν.
Πέσαμε έξω. Η Γνωμοδοτική Επιτροπή σχηματίστηκε και ανάλαβε να υλοποιήσει ένα Γερουλάνειο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε στους δημοσιογράφους σε ένα μπαράκι στις 30 Μαΐου και υποσχόταν μοντέρνους τρόπους αξιολόγησης (ένα μέλος που παραιτήθηκε αναρωτιότανε πώς μπορεί η τέχνη του θεάτρου να αξιολογηθεί με μαθηματικά…) και επαναστατικές μεθόδους. Ανακαλύφθηκε η μοριοδότηση, ένα μοντέλο χρησιμοποιημένο ήδη με πλήρη αποτυχία πριν από είκοσι χρόνια, εμπλουτισμένο με τεχνοκρατικά κόλπα που ανάγκασαν ένα άλλο μέλος (που όμως δεν παραιτήθηκε…) να δηλώσει πως «η αξιολόγηση δεν γίνεται με ποιοτικά κριτήρια, αλλά με κριτήρια που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση ενός εστιατορίου»! Όπως και να γίνονταν οι αξιολογήσεις, ο εμπαιγμός ήταν φανερός: καμία επιτροπή, όσες ώρες κι αν συνεδρίαζε δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει μια τόσο δύσκολη δουλειά για να προλάβει τη θεατρική περίοδο, πόσο μάλλον όταν στις 28 Σεπτεμβρίου ανακοινωνόταν ακόμη η τελική συμπλήρωση της Επιτροπής, οι φάκελοι δεν είχαν δοθεί στα χέρια των μελών της επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για φωτοτυπίες και η δουλειά γινόταν μέσα από έναν υπολογιστή!…
Όμως επέμεινε ότι θα ολοκληρώσει το έργο που της ανατέθηκε και κατάφερε στο τέλος Φεβρουαρίου του 2012, έξι εβδομάδες πριν τελειώσει η θεατρική περίοδος, να δώσει στον Γερουλάνο την ικανοποίηση να περηφανεύεται ότι επιχορήγησε το ελληνικό θέατρο για την θεατρική περίοδο 2011-2012! Αλλά πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι υπηρετείς το ελληνικό θέατρο που το γελοιοποιούν, αφήνοντάς το έκθετο σε μια προβοκατόρικη «δημόσια διαβούλευση», που ζητάει μάταια επί μήνες μια ακρόαση από τον υπουργό που το περιφρονεί με τη στάση του, που κάνει πορείες και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στέλνοντας υπομνήματα και ανακοινώσεις, που οι σκηνές κλείνουν η μία πίσω από την άλλη, που οι παραγωγές ματαιώνονται και που όλοι ψάχνουν για μονολόγους; Πώς αναλαμβάνεις να υπηρετήσεις ένα σχέδιο που ξέρεις πως όταν υλοποιηθεί, αν υλοποιηθεί, θα έχει προχωρήσει η αποσύνθεση; Ενώ, λοιπόν, η επιτροπή αξιολογούσε σε ένα κομπιούτερ την προσφορά θιάσων με είκοσι, τριάντα και σαράντα χρόνια παρουσίας, ένα θέατρο δήλωνε αναστολή της λειτουργίας του από τον Νοέμβρη και ένα άλλο έκλεινε στο τέλος Γενάρη…
Ώδινεν όρος και έτεκε μυν και το όνομα αυτού «Πρόγραμμα υποστήριξης της θεατρικής Τέχνης». Όπου δεν γίνονται δεκτές δύο παραγωγές. Ή μόνο μία ή 3-5. Και ενώ ένα θέατρο υποβάλλει πρόταση για πολλές παραγωγές επιδοτείται, αναιτιολόγητα, για μία. Όπου ενώ τα ποσά καθορίζονται από 25.000-70.000, για κάποιους μειώνονται στις 20.000 (η περίπτωσή μας…). Και όπου, τέλος πάντων, διαδηλώνοντας ένα συγκινητικό ενδιαφέρον για τους νέους, αυτή η σύγχρονη πιπίλα, μοιράζουμε κάτι ψίχουλα σε κάποιες νέες ομάδες και ξεχνάμε ότι μ’ αυτά τα χρήματα δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. Κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι δεκαπέντε, είκοσι και τριάντα χιλιάδες δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από το να στηθεί ένα υποτυπωδώς ανεκτό σκηνικό, να νοικιαστεί ένας προτζέκτορας και να ξοδευτούν λίγα χρήματα παραπάνω για να νοικιαστούν μερικά ρούχα. Και τάχα μου δεν ξέρουμε -κάτι που το ξέρουν όλοι αλλά παριστάνουν τους ανενημέρωτους- ότι το μόνο που προσφέρουμε σε έναν νέο είναι να πληρώσει ένα εξοντωτικό ενοίκιο σε άπληστους αιθουσάρχες, που συνήθως είναι επιχορηγούμενοι με παχυλά ποσά.
Ακόμα, δίνονται χρήματα σε παραγωγές που έχουν υλοποιηθεί με έξοδα του Ωνάσειου, χωρίς να κρατούνται ούτε καν τα προσχήματα, αφού ένα μέλος της επιτροπής είναι μια αρμόδια κυρία για τα θεατρικά του Ιδρύματος αυτού. Δίνονται χρήματα σε επαναλήψεις παλαιότερων παραγωγών και σε άλλες, που ακόμα, μήνα Μάρτιο δεν έχει ξεκινήσει καμία διαδικασία. Τέλος, ισχυριζόμαστε ότι βάζουμε μια τελεία στο άθλιο κατεστημένο που λυμαινόταν όλα αυτά τα χρόνια τις επιχορηγήσεις, αλλά στην ουσία μειώνουμε δραστικά, σε βαθμό εξόντωσης, μόνο τα ποσά του Θεάτρου Τέχνης, του Απλού, της Στοάς και του Κεφαλληνίας. Ανακαλύφθηκαν, τελικά, οι αχρείοι του ελληνικού θεάτρου! Κανένας άλλος δεν πειράχτηκε στην ουσία, όλοι υπέστησαν μια φυσιολογική μείωση. Δεν μένει τώρα παρά να κάνουμε τον λογαριασμό και να υπολογίσουμε το έργο που έχουν προσφέρει αυτοί οι τέσσερις απατεώνες που πλούτισαν τόσα χρόνια με το δημόσιο χρήμα. Θα είναι εύκολο, φαντάζομαι, γιατί δηλώθηκε ότι ήταν μια επιτροπή με «αλληλοσυμπληρούμενη γνώση, μακρόχρονη συστηματική παρακολούθηση και επί μέρους γνώσεις επί πρακτικών και ουσιαστικών ζητημάτων». Όμως, ποιος θα το αρνηθεί ότι πάρα πολλές νέες δυνάμεις ξεπηδήσανε από τα «παλιά» θέατρα που δεκαετίες τώρα τροφοδοτούν τη θεατρική αγορά με νέους ανθρώπους, σε όλους τους τομείς. Ας αποδειχτεί το αντίθετο.
Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι οι επιχορηγήσεις είναι κεκτημένο δικαίωμα. Αυτό που ζητούσε πάντα το ελληνικό θέατρο από την Πολιτεία ήταν, επιτέλους, ένα σωστό κριτήριο. Κάτι που σπάνια συναντήσαμε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Επέστρεψα την επιχορήγηση που μου δόθηκε φέτος όχι γιατί δεν την έχω ανάγκη. Αντίθετα, αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να κρατηθούμε για πολύ ακόμη. Η άρνησή μου είναι μια πράξη διαμαρτυρίας για την έλλειψη σεβασμού στην αντιμετώπιση ενός θεάτρου που η προσφορά του πρέπει να «εξεταστεί». Έχω κουραστεί να δίνω εξετάσεις σε κάθε νέο ειδήμονα. Ή γνωρίζει ή δεν γνωρίζει. Εγώ δεν απαιτώ, αλλά ούτε επαιτώ. Θα προτιμούσα να κλείσω τη Στοά παρά να τη λειτουργώ για να αποδείξω σε κάποιους κάτι, που μου είναι αδιάφορο αν θα τους αποδειχτεί ή όχι.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!