Για πόσο ακόμη, όταν σωρεύονται οι όροι εσωτερικών και εξωτερικών αλλαγών; Του Γιώργου Τσίπρα

Αν δεν ήταν γεγονότα όπως το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα και οι φιλονικίες με τους γείτονές της, η Ιαπωνία θα ήταν ο τέλειος αφανής γίγαντας. Αν και δεύτερη οικονομία στον κόσμο, μέχρι να ξεπεραστεί πρόσφατα από την Κίνα, με τον πέμπτο μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό και ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις («Αυτοάμυνας»), η διεθνής παρουσία της υπολείπεται του πραγματικού βάρους και δυναμικού της.
Το φιλοαμερικανικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα που κυβερνά τώρα πάνω από μισόν αιώνα, είναι πιο πολύ ένα καθεστώς παρά «κόμμα». Έχασε για πρώτη φορά τη διακυβέρνηση για λίγους μήνες το 1993 καθώς επίσης και τα τελευταία τρία χρόνια. Επανεξελέγη συντριπτικά στις πρόσφατες εκλογές υπό τον Σίνζο Άμπε. Αυτή η αρτηριοσκλήρωση και κοινωνική παράλυση σχετίζεται με την απόλυτη κυριαρχία των ζαϊμπάτσου1 (και παλιότερα των ΗΠΑ) στην πολιτική ζωή. Θα επιμείνει αυτή η παράλυση, αν μεταβληθούν οι οικονομικοί όροι;

Από τη στασιμότητα στην ύφεση
Η Ιαπωνία, εκ των πραγμάτων, θα αντιδράσει σε ένα περιβάλλον που αλλάζει ταχύτατα. Δίπλα της αναδύεται μια υπερδύναμη και γενικότερα ρευστοποιείται το γεωπολιτικό πλαίσιο δεκαετιών. Στο οικονομικό πεδίο, μετά μια εικοσαετία στασιμότητας, η παγκόσμια κρίση του 2007 δεν ήρθε σε κατάλληλη στιγμή, πλήττοντας κυρίως τις εξαγωγές της. Ο νεοεκλεγείς Άμπε, οπαδός της έντασης στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που η υφεσιακή Ιαπωνία είχε εισαγάγει πολύ πριν από τις ΗΠΑ, υποστήριζε προεκλογικά το στόχο της επίτευξης πληθωρισμού 2% έναντι του σημερινού αποπληθωριστικού φαύλου κύκλου. Αλλά θα είναι αρκετό αυτό σε ένα διεθνές περιβάλλον βαθύτατης κρίσης; Συγκριτικά με τη δεκαετία του ’90, τα πεδία στα οποία η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου διατηρεί επιστημοτεχνικό πλεονέκτημα έχουν αναλογικά μειωθεί, όχι γιατί η ίδια έμεινε πίσω, αλλά λόγω της παγκόσμιας έκρηξης στην τεχνολογική διαφοροποίηση και στην οικονομική πολυπολικότητα.
Οι μαζικές αντιδράσεις ενάντια στην πυρηνική ενέργεια μετά τη Φουκουσίμα δείχνουν την άλλη πλευρά της χώρας, θαμμένη κάτω από το πολιτικό σύστημα και το μοναδικό διεθνώς συμβόλαιο «κοινωνικής ειρήνης». Η πλευρά αυτή όμως έχει και άλλες εκφάνσεις, σχετικές με την οικονομική δυσπραγία αλλά και τον εθνικισμό. Ο Άμπε, ο πιο εθνικιστής μεταπολεμικός πρωθυπουργός, εκμεταλλεύτηκε προεκλογικά και τις δύο αυτές εκφάνσεις. Όσο για την πυρηνική ενέργεια κράτησε την «έκπληξη» της επανενίσχυσής της για μετά τις εκλογές.

Επανα-στρατιωτικοποίηση υπό τις ευλογίες των ΗΠΑ
Η προδιαγεγραμμένη αλλαγή της ιαπωνικής πολιτικής αφορά την άρση της αντίφασης ενός γίγαντα που αποφεύγει να επιδείξει τη στρατιωτική του ισχύ και δεν ασκεί τις δυνατότητες γεωπολιτικής επιρροής που διαθέτει. Σε ποια ακριβώς κατεύθυνση θα αλλάξει, αυτό μένει να το δούμε. Ο Άμπε έχει ρητά υποστηρίξει την τροποποίηση του συνταγματικού άρθρου 9 που περιορίζει τις δυνατότητες στρατιωτικής επίθεσης και συλλογικής ασφάλειας. Είναι, επίσης, οπαδός της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών.
Η τάση αυτή έχει την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ που επιθυμούν την επανα-στρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας, καθώς και τη διαμόρφωση ενός άξονα με τη Ν. Κορέα (κάτι όχι εύκολο), όλα για το σκοπό της ανάσχεσης της Κίνας. O Ομπάμα έχει ανακοινώσει ότι το 60% του αμερικανικού ναυτικού στόλου θα βρίσκεται μέχρι το 2016 στις κινεζικές θάλασσες. Ο υπουργός Εξωτερικών των Φιλιππίνων (θύμα οι ίδιες του ιαπωνικού μιλιταρισμού αλλά και με εξόχως φιλοαμερικανικό καθεστώς σήμερα) δήλωσε πριν από τις εκλογές στο Τόκιο πως η χώρα «θα καλωσόριζε μετά χαράς» την αλλαγή του Συντάγματος στην Ιαπωνία και την επανα-στρατιωτικοποίησή της. Αμερικανοί Ρεμπουπλικάνοι έχουν προτείνει ακόμη και την απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Τόκιο. Το τελευταίο δεν αρνήθηκε ποτέ ότι η πυρηνική της ενέργεια έχει και συνιστώσα «εθνικής ασφάλειας»…
Ωστόσο, αυτό που επιθυμεί η Ουάσιγκτον από το Τόκιο, έναν τοπικό στρατιωτικό βοηθό, δεν ταυτίζεται αναγκαία με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις του ακόμη φιλοαμερικανικού αλλά με αυξανόμενες διαφοροποιήσεις ιαπωνικού κατεστημένου. Η παραίτηση το 2010 του πρωθυπουργού Χατογιάμα του Δημοκρατικού Κόμματος, κυβέρνησης μέχρι τον προηγούμενο μήνα, αποδόθηκε τότε από πολλούς στη δυσαρέσκεια Ομπάμα για τα «νερά» που έκανε ο Χατογιάμα στο ζήτημα της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας, που το Τόκιο συνεχίζει να πληρώνει με περίπου 3 δισ. δολάρια ετησίως.
Κυρίως το Τόκιο δεν επιθυμεί την απευθείας ένταση με το Πεκίνο που επιθυμεί η Ουάσιγκτον. Παρά τις εθνικιστικές κορώνες, κανείς, ούτε ο Άμπε, δεν επιθυμεί τις συνέπειες της έντασης γύρω από τα Νησιά Σενκάκου. Οι ανταγωνιστικές οικονομικές (και δυνητικά γεωπολιτικές) ζώνες που Ιαπωνία και Κίνα οικοδομούν στην Ασία και τον Ειρηνικό, είναι ένας δρόμος με λιγότερα αγκάθια. Η παραπέρα ανάπτυξη σχέσεων με τη Ρωσία που βλέπει στο Τόκιο ένα αντίβαρο προς την Κίνα, επίσης.

 1. Επιχειρηματικοί όμιλοι

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!