Από τον πολιτισμό στη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού. Το Ζαγόρι μπροστά σε μια κρίση ταυτότητας, που προέρχεται από την τάση της «αρπαχτής» και του ξεπουλήματος των πολιτισμικών του αξιών. Του Βασίλη Δαλκαβούκη.

Το Ζαγόρι είναι ένα σύμπλεγμα από 45 χωριά που βρίσκονται βόρεια των Ιωαννίνων, ανήκουν στην Επαρχία Δωδώνης του Νομού Ιωαννίνων και συγκροτούν μία από τις πιο αξιόλογες παραδοσιακές ενότητες του ελλαδικού χώρου. Ως όρια, φυσικά και τεχνητά, έχει τον ποταμό Αώο (βόρεια), το βουνό Μιτσικέλι (νότια) και τους επαρχιακούς δρόμους Ιωαννίνων-Μετσόβου (ανατολικά) και Ιωαννίνων-Κόνιτσας (δυτικά). Το υψόμετρό της κυμαίνεται από 420μ. έως και 2.456μ., ενώ τα χαμηλότερα χωριά, η Αρίστη και οι Κήποι, βρίσκονται στα 650μ. και το ψηλότερο, το Βραδέτο, στα 1.350μ. περίπου. Το Ζαγόρι συνδυάζει εξαιρετικές φυσικές ομορφιές, με κορυφαία τη γνωστή σε όλο τον κόσμο Χαράδρα του Βίκου και, ταυτόχρονα, αποτελεί ένα μοναδικό για τα ελληνικά, τουλάχιστον, δεδομένα οικιστικό σύνολο παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και πολεοδομικής οργάνωσης των οικισμών, όπως διαμορφώθηκε ιστορικά από το 18ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Για τους λόγους αυτούς, η περιοχή έχει ενταχθεί τόσο στο πλαίσιο του Εθνικού Δρυμού Βίκου-Αώου, ήδη από τη δεκαετία του 1970, όσο και στο Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, οι οικισμοί του έχουν χαρακτηριστεί ως διατηρητέοι και υπόκεινται σε ειδικές πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές ρυθμίσεις.

Η ακμή και η παρακμή
Ως ιστορικός χώρος το Ζαγόρι συγκροτήθηκε κατά την περίοδο της οθωμανικής του κατάκτησης (1430-1913) με αφετηρία την αποδημία των αρρένων κατοίκων του προς την Κωνσταντινούπολη αρχικά και αργότερα, από τα μέσα του 18ου αιώνα και ως το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας» για το ελληνικό κράτος, με την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στο πλαίσιο των ελληνικών Κοινοτήτων της Διασποράς όπου, σε μεγάλο βαθμό, άσκησαν προσοδοφόρες δραστηριότητες (π.χ. εμπόριο). Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν να εισρεύσουν στο Ζαγόρι σημαντικοί για τα μέτρα της εποχής οικονομικοί πόροι (με τη μορφή εμβασμάτων, ευεργετικών πράξεων ή κληροδοτημάτων κ.λπ.), οι οποίοι άλλαξαν τη μορφή των οικισμών: καθώς η χρήση αυτού του κεφαλαίου εξυπηρετούσε κατά κανόνα καταναλωτικές ανάγκες, χτίστηκαν αρχοντικά, εντυπωσιακές εκκλησίες, γεφύρια κ.λπ., ενώ διαμορφώθηκαν ανάλογα και οι δημόσιοι χώροι (πλατείες ή «μεσοχώρια», καλντερίμια και δημόσια καταστήματα όπως γηροκομεία, σχολεία κ.ά.). Αυτή είναι, σε γενικές γραμμές, και η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι οικισμοί, αφού από τη δεκαετία του 1920 και εξής η κατάσταση άλλαξε άρδην: μετά το 1922 οι ανατολικές αγορές έκλεισαν, η οικονομικά αποδοτική αποδημία των ανδρών μετατράπηκε σε μετανάστευση (κυρίως προς την Αμερική), ενώ ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και αργότερα ο Εμφύλιος προκάλεσαν ανεπανόρθωτες καταστροφές στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό και μια άνευ προηγουμένου δημογραφική αποψίλωση.

Η διαδικασία αναστροφής
Η κατάσταση αυτή επιχειρήθηκε να αναστραφεί από τη δεκαετία του 1970 με την ανάπτυξη της τουριστικής οικονομίας στην περιοχή. Τις πρώτες δειλές ιδιωτικές απόπειρες για εστιατόρια και μικρούς ξενώνες στα χωριά ενίσχυσαν σημαντικά οι ίδιοι οι Ζαγορίσιοι της Αθήνας, των Ιωαννίνων και των άλλων πόλεων. Σημαντική ώθηση, ωστόσο, δόθηκε στη δεκαετία του 1980 με την ενίσχυση των προγραμμάτων μαζικού τουρισμού, κυρίως όμως από τη δεκαετία του 1990 και μετά με τα ευρωπαϊκά προγράμματα ευνοϊκής χρηματοδότησης της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, με τη συντήρηση παλιών οικημάτων ή την ανέγερση νέων αλλά στο παλιό αρχιτεκτονικό στυλ, αλλά και την ενίσχυση του αγροτουρισμού. Από τις εξελίξεις αυτές ευνοήθηκαν, κατά κύριο λόγο, οι Σαρακατσάνοι κάτοικοι του Ζαγορίου, που αποτελούν και το μεγαλύτερο ποσοστό των μόνιμων κατοίκων του μετά το 1950, καθώς, ως κτηνοτρόφοι, πληρούσαν και τις προϋποθέσεις για την ευνοϊκή χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας ήταν να στηριχτεί σημαντικά το εισόδημα των ντόπιων, να αναστραφεί, ως ένα βαθμό, δημογραφικά η ηλικιακή πυραμίδα (με την παραμονή στην περιοχή νέων ανθρώπων) και γενικότερα να διαμορφωθούν ελπιδοφόρες συνθήκες ανάκαμψης.

 

Η τουριστική «ανάπτυξη»

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ντόπιων, σήμερα στο Ζαγόρι διανυκτερεύουν περισσότεροι από 600.000 τουρίστες, ετησίως, στα εκατοντάδες, πλέον, τουριστικά του καταλύματα. Η κατάσταση, ωστόσο, δεν προοιωνίζεται καθόλου ευνοϊκή για το άμεσο ή το απώτερο μέλλον. Η τουριστική ανάπτυξη αφορά πολύ συγκεκριμένους και επιλεγμένους προορισμούς (Μονοδένδρι-Πάπιγκο-Τσεπέλοβο, κατά κύριο λόγο), αφήνοντας τα περισσότερα χωριά στην εγκατάλειψη και το μαρασμό. Οι 3 καποδιστριακοί Δήμοι και οι 2 Κοινότητες στάθηκαν ανήμπορες να παρέμβουν και να εξισορροπήσουν την κατάσταση, κάτι που δύσκολα θα αλλάξει και με τον ενιαίο Δήμο Ζαγορίου που προβλέπεται από το σχέδιο Καλλικράτης. Η επικέντρωση σε συγκεκριμένους προορισμούς εγκυμονεί σοβαρούς οικολογικούς κινδύνους, αφού οι οικισμοί δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές για την εξυπηρέτηση τόσο μεγάλου αριθμού επισκεπτών (π.χ. δεν υπάρχει κεντρική αποχέτευση, ούτε πρόβλεψη για εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού σε μια τόσο ευαίσθητη από οικολογική άποψη περιοχή). Ταυτόχρονα, ο σχεδιασμός αυτής της ανάπτυξης δεν περιελάμβανε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) καμιά μορφή εναλλακτικού τουρισμού, ώστε να ενισχυθούν δραστηριότητες που μπορούν να απευθύνονται σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα -και κυρίως στους νέους- και όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται τον τουρισμό ως παραγωγική και όχι καταναλωτική δραστηριότητα. Τέλος, αναποτελεσματικός στάθηκε και ο άλλος πόλος ανάπτυξης στο Ζαγόρι, τα ενεργά κληροδοτήματα (π.χ. το Ριζάρειο Ίδρυμα), αφού με τις ενέργειές τους -μάλλον- ενίσχυσαν παρά «φρέναραν» έναν υψηλό εισοδηματικό τουρισμό, οικολογικά και πολιτιστικά αμφίβολης ποιότητας.
Το Ζαγόρι, σήμερα, φαίνεται πως καλείται να πληρώσει τις επιλογές του αυτές. Δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση που το προβληματίζει. Είναι η δική του «κρίση», μια κρίση ταυτότητας, που προέρχεται από την τάση της «αρπαχτής» και του ξεπουλήματος των πολιτισμικών του αξιών και που πρέπει, το συντομότερο, να αντιμετωπιστεί. Το Ζαγόρι της συλλογικότητας του παρελθόντος μαστίζεται, σήμερα, από την ιδιώτευση. Κι αυτό είναι το ουσιαστικό του πρόβλημα.

* Ο Βασίλης Δαλκαβούκης είναι λέκτορας στο Δημοκρίτειο  Πανεπιστήμιο Θράκης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!