Ήταν οι ΗΠΑ και ειδικότερα η προεδρία Ομπάμα που εγκαινίασε μια νέα περίοδο όξυνσης, ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες παγκόσμιες δυνάμεις, σηματοδοτώντας, μάλιστα, στο πεδίο αυτό μια στροφή σε σχέση με την πολιτική Μπους που φαινόταν να «ακούει» περισσότερο τις επιθυμίες του «κινεζικού» λόμπι μεγάλων εταιριών που έχουν επενδύσεις στην Κίνα.

Η προσωρινή, έστω, επιστροφή σε μια περίοδο ύφεσης των σινοαμερικανικών σχέσεων ή «μήνα του μέλιτος», όπως τη χαρακτηρίζει η εφημερίδα Γουέν-Γουέιπο του Χονγκ Κονγκ, σημαίνει άραγε ότι η όξυνση απέφερε πενιχρά αποτελέσματα στους εμπνευστές της; Πάντως, η υποδοχή που επεφύλαξε ο οικοδεσπότης στον Χου Τζιντάο κατά την τετραήμερη επίσημη επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στις ΗΠΑ ήταν σαφώς θερμότερη από την αντίστοιχη του 2006 επί Μπους, ενώ είχε προηγηθεί επίσκεψη του Αμερικανού υπουργού Άμυνας στο Πεκίνο για επανέναρξη του στρατιωτικού διαλόγου που είχε διακοπεί μετά την προκλητική πώληση όπλων της Ουάσιγκτον στην Ταϊβάν.
Οι οικονομικές συμφωνίες 45 δισ. δολαρίων που ανακοινώθηκαν, ως αποτέλεσμα τάχα της επίσκεψης, είναι κοινό μυστικό ότι είχαν κλείσει μήνες πριν και η ανακοίνωσή τους αφέθηκε για την επίσκεψη Χου στην περίπτωση -ίσως- που αυτή δεν θα είχε να επιδείξει κάποια άλλη επιτυχία…
Βέβαια, τα κινεζικά Μέσα έχουν κάθε λόγο να εμφανίζουν ως πολύ σημαντική την επίσκεψη και τα αποτελέσματά της, στο βαθμό που είναι προς το συμφέρον της ραγδαία ανερχόμενης Κίνας η ομαλοποίηση και ύφεση των σχέσεών της με την υπερδύναμη που βρίσκεται ακόμη πολύ πιο μπροστά από τον ασιατικό γίγαντα – οικονομικά και στρατιωτικά. Η επίτευξη μιας «αμοιβαίας στρατηγικής εμπιστοσύνης», όπως την αποκαλεί η Γουέν-Γουέιπο, θα ήταν πράγματι μια σπουδαία ένεση ηρεμίας για την Κίνα.
Αλλά στον πραγματικό κόσμο τα πράγματα, όπως έδειξε ιδιαίτερα η περασμένη χρονιά, φαίνεται να βαδίζουν μάλλον στην αντίθετη κατεύθυνση και από τις δύο πλευρές…
Σύμφωνα με τον Αμερικανό σινολόγο Leslie Gelb, ο Χου Τζιντάο κέρδισε την παρτίδα με τον Ομπάμα, γιατί είχε πιο εύκολο διαπραγματευτικό έργο: αυτό που είχε να κάνει ο πρώτος ήταν να αντέξει στην πίεση, ενώ ο δεύτερος έπρεπε να αποσπάσει παραχωρήσεις. Όλα τα διεθνή  Μέσα αναγνωρίζουν ότι ο Κινέζος πρόεδρος δεν έκανε την ελάχιστη παραχώρηση σε όλα τα σημεία τριβής με τις ΗΠΑ: στο ζήτημα της νομισματικής ισοτιμίας, στις πατέντες, στη μεταφορά τεχνολογίας, στο άνοιγμα της κινεζικής αγοράς, στο ζήτημα της Β. Κορέας και του Ιράν. Αντίθετα, ενώ για τα ζητήματα αυτά χρησιμοποίησε διπλωματική γλώσσα, υπέδειξε ταυτόχρονα κόκκινες γραμμές για την κινεζική πολιτική, όπως όταν δήλωνε δημοσίως ότι «η Ταϊβάν και το Θιβέτ αποτελούν ζητήματα κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας».
Για την Κίνα οι ΗΠΑ αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά των προϊόντων τους και για τις ΗΠΑ η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος πιστωτής τους. Και αυτές δεν είναι οι μόνες πτυχές της οικονομικής αλληλεξάρτησής τους.
Η δημόσια άρνηση της Κίνας να επενδύσει στα αμαρτωλά ιδρύματα Fannie Mae και Freddie Mac, τον Αύγουστο του 2008, αποτέλεσε σύμφωνα με τη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt το εναρκτήριο λάκτισμα της κατάρρευσης. Αλλά αν είναι λάθος να υποτιμά κανείς το βαθμό αλληλεξάρτησης ή της οικονομικής δύναμης της Κίνας, είναι πολύ μεγαλύτερο λάθος να υποτιμά τους όρους που ωθούν σε μεγαλύτερη αντιπαράθεση από την πλευρά των ΗΠΑ. Όσοι ευελπιστούν πως, μακροπρόθεσμα, οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας μπορούν να αναπτυχθούν στο πλαίσιο μιας κατά βάση αρμονικής συνύπαρξης δεν έχουν μάλλον διδαχθεί τίποτα από τον περασμένο αιώνα και χάνουν μπροστά από τα μάτια τους αυτόν τον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης σήμερα της αμερικανικής υπερδύναμης…
Στην περίπτωση των αμερικανορωσικών σχέσεων, η «επανεκκίνηση» που είχε προτείνει ο Ομπάμα εδώ και καιρό προοιωνιζόταν να αποτελέσει το προπέτασμα καπνού μιας μεγαλύτερης πίεσης προς τη Ρωσία. Η τωρινή «επανεκκίνηση» με την Κίνα πώς ακριβώς θα αξιοποιηθεί;

Γιώργος Τσίπρας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!